Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
στολίδι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

στολίδι, το, ους. [<μτγν. στολίδιον, υποκορ. του ουσ. στολίς], το στολίδι. 1. γυναικείο κόσμημα: «όταν είναι να πάει κάπου επίσημα, φοράει όλα τα στολίδια της». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί το δρόμο σου ν’ αλλάξεις για δυο στολίδια, άμυαλη, τρελή, και το στεφάνι σου να το πετάξεις, να γίνεις στη ζωή αμαρτωλή;). 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) που τα πολλά χαρίσματά του ή η υψηλή ποιότητα ή αξία του δίνει την ευτυχία να καμαρώνουν στο περιβάλλον ή στο χώρο που ανήκει: «ο γιος του είναι το στολίδι της οικογένειάς του || αυτό το παλικάρι είναι το στολίδι της παρέας μας || αυτός ο πίνακας είναι το στολίδι του σπιτιού μας». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ έχουν πλανέψει κάποια μάτια όμορφα, νοσταλγικά. Τα ’χεις στολίδι και καμάρι και σε λιώνουν μυστικά).