Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
στοά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

στοά, η, ουσ. [<αρχ. στοά], η στοά· υπόνομος ορυχείου, η γαλαρία, η σήραγγα. (Λαϊκό τραγούδι: στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές πόσα παιδιά σκληρά δουλεύουν και κλαίνε οι μάνες μοναχές).