Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
στηρίζω
στηρίζω, ρ. [<αρχ. στηρίζω], στηρίζω· ενισχύω, βοηθώ, υποστηρίζω κάποιον ή κάτι: «μπορείς να ξεκινήσεις τη δουλειά που έχεις προγραμματίσει, και να ’σαι σίγουρος πως σε στηρίζω με όλη μου την ψυχή || στηρίζω με όλη την καρδιά μου την κίνηση κατά των ναρκωτικών».