Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
στεφάνωμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

στεφάνωμα, το, ουσ. [<μσν. στεφάνωμα <αρχ. στεφανῶ + κατάλ. -μα], το στεφάνωμα· στον πλ. τα στεφανώματα, το μυστήριο του γάμου και, κατ’ επέκταση, ο γάμος: «την άλλη Κυριακή έχουμε τρία στεφανώματα στη γειτονιά μας || είχε κόσμο στα στεφανώματα του τάδε;». (Λαϊκό τραγούδι: μια βραδιά στον Άη Βασίλη είχαν στεφανώματα, κι έκλαψα τη νύχτα εκείνη ως τα ξημερώματα
- καλά στεφανώματα! βλ. συνηθέστ. καλά στέφανα! λ. στέφανα.

στέφανα

στέφανα, τα, ουσ. [πλ. του ουσ. στέφανο <αρχ. στέφανος <στέφω], τα γαμήλια στέφανα: «μετά το γάμο έβαλαν τα στέφανά τους στο εικονοστάσι»·
- αλλάζω στέφανα, παντρεύομαι: «την άλλη Κυριακή αλλάζω στέφανα με την τάδε»·
- καλά στέφανα! ευχή σε αρραβωνιασμένους να φτάσουν και στο γάμο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άιντε και ή το άντε και. Συνών. καλά τέλη! (α) / στις χαρές σας(!)·
- κάτω απ’ τα στέφανα, κατά τη διάρκεια της γαμήλιας τελετής ή λίγο πριν αρχίσει η γαμήλια τελετή: «μόλις αντιλήφθηκε να την περιμένει στην είσοδο της εκκλησίας ο μεγάλος της έρωτας, εγκατέλειψε το γαμπρό κάτω απ’ τα στέφανα κι έφυγε μαζί του»·
- τους αλλάζω τα στέφανα, τους παντρεύω, γίνομαι ο κουμπάρος τους: «αυτός που θα τους αλλάξει τα στέφανα είναι φίλος του γαμπρού».