Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
στεναγμός
στεναγμός,
ο, ουσ.
[<αρχ. στεναγμός <στενάζω], ο στεναγμός· ο θρήνος: «τέτοιο στεναγμό δεν
ξανάδα σε κηδεία ανθρώπου»·
- έγινε
στεναγμός, έγινε μεγάλος θρήνος, θρήνησαν γοερά: «έγινε τέτοιος στεναγμός
στην κηδεία του τάδε, που λύγισαν και τα σίδερα»·
- έπεσε
στεναγμός, βλ. συνηθέστ. έγινε στεναγμός.