Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
στενάζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

στενάζω, ρ. [<αρχ. στενάζω], αναστενάζω· βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη ψυχική ή οικονομική κατάσταση, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω από έντονη στενοχώρια ή ανέχεια: «στενάζω κάθε μέρα, για να τα φέρω βόλτα». (Λαϊκό τραγούδι: όταν στενάζω εγώ βαριά, βγαίνει καπνός βγαίνει φωτιά
- θα σε κάνω να στενάξεις ή θα σε στενάξω (ενν. από το ξύλο ή από την ανάθεση κάποιας κοπιαστικής εργασίας), θα σε καταταλαιπωρήσω, θα σε καταβασανίσω: «αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σε κάνω να στενάξεις || αν σε πάρω στη δουλειά μου, θα σε κάνω να στενάξεις». Λέγεται περισσότερο ως απειλή·
- στενάζει η αγορά, βλ. λ. αγορά·
- στενάζει σαν τη Γενοβέφα, βλ. λ. Γενοβέφα.

αγορά

αγορά, η, ουσ. [<αρχ. ἀγορά <ἀγείρω (= συναθροίζω)], η αγορά. 1. δρόμος ή περιοχή πόλης όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα διάφορα εμπορικά καταστήματα: «τ’ απόγευμα πήρε τις φιλενάδες της και πήγαν να χαζέψουν στην αγορά». (Λαϊκό τραγούδι: στην αγορά όταν θα πας, βάστα πουγκί μεγάλο κι αν είσαι ο δόλιος φουκαράς να πάρεις δρόμο άλλο). 2α. (γενικά) ο χώρος όπου γίνεται το καθημερινό αλισβερίσι: «η μεγαλύτερη αγορά βρίσκεται στο κέντρο της πόλης || στην αγορά υπήρχε μεγάλη κίνηση, γιατί άρχισαν οι εκπτώσεις». (Λαϊκό τραγούδι: στην αγορά του Πειραιά, πέντ’ έξι γεροντάκια, πίνανε και τα λέγανε κι ήρθανε στα μεράκια). β. συγκεκριμένος χώρος όπου πωλείται συγκεκριμένο εμπόρευμα: «η αγορά των αργυραμοιβών βρίσκεται στην οδό Φράγκων || στη στοά Καράσου είναι η αγορά των ψιλικών». 3. ο εμπορικός κόσμος: «όλη η αγορά έχει να λέει για την τιμιότητα αυτού του ανθρώπου!». 4. η πόλη, η χώρα που αποτελεί κέντρο ειδικών αγαθών: «το Παρίσι είναι η καλύτερη αγορά για ρούχα || το Άμστερνταμ είναι μεγάλη αγορά διαμαντιών». (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- ανεβάζω την αγορά, αυξάνω την τιμή πώλησης προϊόντος: «επειδή κατάλαβα πως ήθελε πάρα πολύ αυτό τ’ αυτοκίνητο, ανέβασα την αγορά του»·
- ανέβηκε η αγορά, ύστερα από περίοδο κάμψης, παρατηρείται πάλι αγοραστική κίνηση, γίνεται πάλι αλισβερίσι: «ύστερα από τα νέα μέτρα της κυβέρνησης, ανέβηκε η αγορά»· 
- άνθρωπος της αγοράς, βλ. λ. άνθρωπος·
- βάζω στην αγορά, θέτω κάτι προς πώληση: «έβαλε στην αγορά το σπίτι του για να ξοφλήσει τα χρέη του»·
- βγαίνω στην αγορά, βλ. φρ. βγαίνω στα μαγαζιά, λ. μαγαζί·
- βγάζω στην αγορά, βλ. συνηθέστ. ρίχνω στην αγορά·
- βογκάει η αγορά, δεν υπάρχει καθόλου εμπορική κίνηση, παρατηρείται μεγάλη εμπορική απραξία: «τους τελευταίους μήνες βογκάει η αγορά κι αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, θα κλείσουν πολλά μαγαζιά»·
- δεν κινείται η αγορά, δεν παρατηρείται εμπορική κίνηση, δεν παρατηρούνται εμπορικές συναλλαγές: «κάθε χρόνο, μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων, για ένα διάστημα δεν κινείται η αγορά»·
- είμαι ανοιγμένος στην αγορά ή είμαι ανοιχτός στην αγορά, έχω χρέη, χρωστώ στον κύκλο στον οποίο εμπορεύομαι, στον οποίο συναλλάσσομαι: «επειδή είμαι ανοιχτός στην αγορά, φοβούνται μήπως κηρύξω πτώχευση»·
- είναι καθισμένη η αγορά, βλ. φρ. είναι πεσμένη η αγορά·
- είναι πεσμένη η αγορά, δεν παρατηρείται ικανοποιητική αγοραστική κίνηση, ικανοποιητικό αλισβερίσι: «είναι πεσμένη η αγορά, γιατί όλος ο κόσμος περιμένει να εξαγγείλει η κυβέρνηση τη νέα οικονομική της πολιτική»·
- έπεσε η αγορά, βλ. φρ. είναι πεσμένη η αγορά·
- έχει κίνηση η αγορά, παρατηρείται ικανοποιητική αγοραστική κίνηση, ικανοποιητικό αλισβερίσι: «μετά τα τονωτικά μέτρα της κυβέρνησης άρχισε πάλι να έχει κίνηση η αγορά»·
- η αγορά είναι φωτιά, επικρατεί μεγάλη ακρίβεια: «δεν τολμώ να κατεβώ για ψώνια, γιατί η αγορά είναι φωτιά»·
- η τιμή της αγοράς, βλ. λ. τιμή·
- καθάρισε η αγορά, δεν παρατηρείται η παραμικρή εμπορική κίνηση, δε γίνεται το παραμικρό αλισβερίσι: «μ’ όλους αυτούς του αποκλεισμούς των εθνικών δρόμων από διάφορους καταληψίες, καθάρισε η αγορά»·
- κάθισε η αγορά, βλ. φρ. είναι καθισμένη η αγορά·
- κάνω αγορά, α.(γενικά) αγοράζω: «ό,τι αγορά κι αν κάνω, πληρώνω τοις μετρητοίς κι ησυχάζω». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) ζητώ και παίρνω φύλλο ή φύλλα από αυτόν που διευθύνει το παιχνίδι: «έκανα αγορά δυο φύλλα και μου ’ρθε αυτό που κυνηγούσα»·
- κάνω κακή αγορά, πραγματοποιώ ασύμφορη αγορά ή αγοράζω προϊόν κακής ποιότητας: «έκανες κακή αγορά γιατί, αυτό το πράγμα δεν κάνει τόσα πολλά λεφτά || έκανα κακή αγορά παίρνοντας αυτή την τηλεόραση, γιατί είναι άγνωστης φίρμας»·  
- κάνω καλή αγορά, πραγματοποιώ συμφέρουσα αγορά ή αγοράζω προϊόν καλής ποιότητας: «απ’ ό,τι ξέρω, πάντα κάνει καλή αγορά, γιατί είναι σφιχτοχέρης άνθρωπος και τους τρελαίνει στα παζάρια || έκανες καλή αγορά που αγόρασες αυτό τ’ αυτοκίνητο, γιατί είναι γνωστής βιομηχανίας»·  
- κατεβάζω την αγορά, βλ. συνηθέστ. ρίχνω την αγορά·
- κατεβαίνω στην αγορά, επισκέπτομαι τα εμπορικά καταστήματα: «κάθε Σάββατο κατεβαίνω στην αγορά και χαζεύω τις βιτρίνες των μαγαζιών». Το ρ. κατεβαίνω, επειδή μέχρι πριν από μερικά χρόνια, που δεν είχαν δημιουργηθεί τα περιφερειακά εμπορικά κέντρα, όλοι όσοι κατοικούσαν στην περιφέρεια των μεγάλων πόλεων, ήταν υποχρεωμένοι να κατεβαίνουν στο κέντρο, όπου βρίσκονταν συνήθως τα εμπορικά καταστήματα, η αγορά·
- κινείται η αγορά, βλ. φρ. έχει κίνηση η αγορά·
- κλαίει η αγορά, βλ. φρ. βογκάει η αγορά·
- κλείνω την αγορά, επισημοποιώ μια αγοραπωλησία, τη σιγουρεύω, δίνοντας μια προκαταβολή: «έκλεισα την αγορά τ’ αυτοκινήτου και τώρα περιμένω να μου το φέρει στο χρώμα που θέλω»·
- λαϊκή αγορά, περιοδική εγκατάσταση μικροπωλητών με διάφορα είδη οικιακής χρήσης, τροφίμων και λαχανικών, που τα εκθέτουν σε λυόμενους πάγκους μια καθορισμένη μέρα της εβδομάδας σε καθορισμένο δρόμο, ιδίως στις συνοικίες των πόλεων: «κάθε Τρίτη, πηγαίνω και ψωνίζω απ’ τη λαϊκή αγορά»·
- μαύρη αγορά, παράνομη πώληση αγαθών ή άλλων εμπορευμάτων σε υπέρογκες τιμές: «στην περίοδο της Κατοχής, πολλά είδη πουλιόνταν στη μαύρη αγορά || πολλά εισιτήρια του ποδοσφαιρικού αγώνα πουλήθηκαν στη μαύρη αγορά». (Λαϊκό τραγούδι: κι από τη μαύρη αγορά θα πα’ να σε ψωνίσω για να στα φέρνω κούκλα μου να σε ευχαριστήσω)·    
- νέκρα η αγορά, επικρατεί τέλεια εμπορική απραξία: «κάθε χρόνο μετά τις γιορτές νέκρα η αγορά»·
- νέκρωσε η αγορά, δεν παρουσιάζει καμιά εμπορική κίνηση, παρατηρείται τέλεια στασιμότητα των εμπορικών συναλλαγών: «με το τελευταίο κύμα των απεργιών νέκρωσε η αγορά»·
- ξέρει την αγορά, λέγεται για άτομο που ξέρει καλά τις συνθήκες που κατά καιρούς επικρατούν στην αγορά ή ξέρει όλα τα σημεία από τα οποία μπορεί κανείς να κάνει συμφέρουσες αγορές: «όταν έχω να κάνω κάποιο σπουδαίο αλισβερίσι, συμβουλεύομαι πάντα τον τάδε, που ξέρει καλά την αγορά || κάθε φορά που θέλω να κάνω διάφορες αγορές, παίρνω μαζί μου και τον τάδε, που ξέρει καλά την αγορά»·
- παιδιά της αγοράς, βλ. λ. παιδί·
- ρίχνω στην αγορά, κυκλοφορώ προς πώληση εμπόρευμα, ιδίως αυτό που είναι νέο είδος: «έριξα στην αγορά ένα νέο απορρυπαντικό και κάνω τρελές δουλειές»·
- ρίχνω την αγορά, μειώνω την τιμή πώλησης προϊόντος: «ύστερα από πολύωρες διαπραγματεύσεις, κατάφερα κι έριξα την αγορά του διαμερίσματος»·
- στενάζει η αγορά, βλ. φρ. βογκάει η αγορά·
- στέρεψε η αγορά, παρατηρείται μεγάλη έλλειψη αγαθών: «με τις καταλήψεις των εθνικών δρόμων στέρεψε η αγορά, γιατί δεν ανανεώνονται τα εμπορεύματα»· βλ. και φρ. νέκρωσε η αγορά.

Γενοβέφα

Γενοβέφα, η, κύρ. όν. Ο Κ. Δαγκίτσης σημειώνει: πολυβασανισμένη ηρωίδα λαϊκής παραδόσεως του Βελγίου, και, κατ’ επέκταση, βασανισμένη γυναίκα. Στενάζει σα την Γενοβέφα, βαριαναστενάζει, υποφέρει. Ο Τάκης Νατσούλης σημειώνει: Περίφημη ηρωίδα θρύλου που διαδόθηκε το Μεσαίωνα σε όλη την Ευρώπη και την Ελλάδα. Το αρχαιότερο χειρόγραφο χρονολογείται από το 1472 και λέγεται ότι το έγραψε ο καλόγερος Έμμιχ Μαθίας. Διάφοροι πλανόδιοι ζωγράφοι έφτιαξαν το πορτραίτο της ωραίας Γενοβέφας και το βρίσκουμε σε πολλά σπίτια και μαγαζιά της παλιάς εποχής. Τη λέξη Γενοβέφα τη χρησιμοποιεί ο λαός, όταν αναφέρεται σε κάποια όμορφη γυναίκα κλασικής ωραιότητας: «είναι όμορφη σαν Γενοβέφα».