Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
στήριξη
στήριξη, η, ουσ. [<αρχ. στήριξις], η στήριξη· η παροχή βοήθειας, προστασίας, η υποστήριξη: «μια μικρή στήριξη θέλει ο άνθρωπος, για να πάει μπροστά».
στήριξη, η, ουσ. [<αρχ. στήριξις], η στήριξη· η παροχή βοήθειας, προστασίας, η υποστήριξη: «μια μικρή στήριξη θέλει ο άνθρωπος, για να πάει μπροστά».