Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
στήριγμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

στήριγμα, το, ουσ. [<αρχ. στήριγμα], το στήριγμα. 1. η ηθική βοήθεια, η ηθική προστασία: «ό,τι κακό και να του τύχει, έχει στήριγμα το φίλο του». (Λαϊκό τραγούδι: κι όμως εσύ μ’ απόμεινες το μόνο στήριγμά μου· τώρα που φεύγεις, πού αλλού θα βρω παρηγοριά μου;). 2. ο βοηθός, ο προστάτης: «σε κάθε του ενέργεια, έχει στήριγμα το φίλο του || ο πατέρας είναι το στήριγμα της οικογένειας ».