Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
στήνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

στήνω, ρ. [<ἔστησα, αόρ. του μτγν. ρ. ἱστάνω <αρχ. ἵστημι], στήνω. 1. αφήνω κάποιον να περιμένει μάταια στο ραντεβού μας: «δε θυμάται τι ώρα κλείνει ραντεβού και στήνει αβέρτα τον κόσμο». 2. συγκροτώ κατάλληλα κάτι για να λειτουργήσει ή για να γίνει λειτουργικό: «έστησε μόνος του ολόκληρη επιχείρηση || τα λυκόπουλα έστησαν τις σκηνές τους». (Ακολουθούν 56 φρ.)·
- θα σε στήσω στα έξι μέτρα, βλ. λ. μέτρο·
- θα σε στήσω στον τοίχο, βλ. λ. τοίχος·
- μ’ έστησε ή μ’ έχει στήσει, με άφησε να περιμένω μάταια στο ραντεβού μας: «απ’ ό,τι βλέπω, πάλι μ’ έστησε ο φίλος μου»·
- μ’ έστησε στα έντεκα βήματα, βλ. λ. βήμα·
- μ’ έστησε στα έξι μέτρα, βλ. λ. μέτρο·
- μ’ έστησε στον τοίχο, βλ. λ. τοίχος·
- μου τη στήσαν ή μου την έστησαν, α. τα είχαν διοργανώσει εκ των προτέρων με τέτοιο τρόπο, ώστε να εκτεθώ ή να αποτύχω: «μου τη στήσαν οι ανταγωνιστές μου και κατάφεραν να μην πάρω τη δουλειά». β. μου είχαν στήσει ενέδρα, καραούλι: «μου τη στήσαν έξω απ’ το καφενείο κι ήθελαν να με δείρουν». (Λαϊκό τραγούδι: πέντε μάγκες χτες το βράδυ μου τη στήσαν στο σκοτάδι
- μου την έστησε στη γωνία, βλ. λ. γωνία·
- στήνει θέματα, βλ. λ. θέμα·
- στήνουμε πηγαδάκι, βλ. λ. πηγαδάκι·
- στήνω ακουστήρι, βλ. λ. ακουστήρι·
- στήνω αφτί, βλ. λ. αφτί·
- στήνω βρόχια ή στήνω τα βρόχια, βλ. λ. βρόχι·
- στήνω γέφυρα ή στήνω γέφυρες, βλ. λ. γέφυρα·
- στήνω γλέντι ή στήνω το γλέντι, βλ. λ. γλέντι·
- στήνω δόκανο, βλ. λ. δόκανο·
- στήνω επιχείρηση, βλ. λ. επιχείρηση·
- στήνω καβγά, βλ. λ. καβγάς·
- στήνω καπάντζα, βλ. λ. καπάντζα·
- στήνω καραούλι, βλ. λ. καραούλι·
- στήνω καρτέρι, βλ. λ. καρτέρι·
- στήνω κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- στήνω κομπίνα, βλ. λ. κομπίνα1·
- στήνω κώλο, βλ. λ. κώλος·
- στήνω μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- στήνω μάκινα, βλ. λ. μάκινα·
- στήνω μάτι, βλ. λ. μάτι·
- στήνω μηχανή, βλ. λ. μηχανή·
- στήνω μια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- στήνω μπλόκο, βλ. λ. μπλόκο·
- στήνω ξόβεργα, βλ. λ. ξόβεργα·
- στήνω παγίδα, βλ. λ. παγίδα·
- στήνω παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- στήνω παράσταση, βλ. λ. παράσταση·
- στήνω σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- στήνω σπιτικό, βλ. λ. σπιτικό·
- στήνω στον τοίχο, βλ. λ. τοίχος·
- στήνω τ’ αφτί μου ή στήνω τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- στήνω τα μάτια μου ή στήνω το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- στήνω (τις) κάλπες, βλ. λ. κάλπη·
- στήνω το δίχτυ ή στήνω τα δίχτυα, βλ. λ. δίχτυ·
- στήνω το τραπέζι ή στήνω τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- στήνω το φαγητό, βλ. λ. φαγητό·
- στήνω το χορό ή στήνω χορό, βλ. λ. χορός·
- στήνω τσαρδί, βλ. λ. τσαρδί·
- στήνω φάκα, βλ. λ. φάκα·
- στήνω φάμπρικα, βλ. λ. φάμπρικα·
- τα στήνω, α. (για χαρτοπαίγνιο) βάζω μπροστά μου τα λεφτά ή τις μάρκες μου για να παίξω: «αν δεν τα στήσετε, δεν μπορεί ν’ αρχίσει το παιχνίδι». β. (για κυβοπαιξία) ρίχνω με τέτοιο τρόπο τα ζάρια, ώστε να έρθουν όπως εγώ επιθυμώ: «δεν τον παίζει κανείς, γιατί ξέρει και τα στήνει». γ. (για τάβλι) τοποθετώ κατάλληλα τα πούλια μέσα στο τάβλι για να αρχίσει το παιχνίδι: «οι παίχτες πήραν από μπροστά τους τα πούλια κι άρχισαν να τα στήνουν για ν’ αρχίσουν το παιχνίδι»·
- τη στήνω ή την έχω στήσει, α. στέκομαι κάπου και περιμένω: «θα τη στήσω στο στέκι μας, μέχρι να τελειώσεις τη δουλειά σου». (Λαϊκό τραγούδι: του ’ρθε μια ιδέα, κάπου να τη στήσει,όποιος κι αν περάσει, τσιγάρο να ζητήσει). β. στέκομαι σε μέρος, που είμαι αθέατος και παρακολουθώ την κίνηση για κάποιον σκοπό ή ακούω κάτι: «την είχε στήσει πίσω απ’ το περίπτερο κι έκοβε κίνηση ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το μπαρ || την έστησα και προσπάθησα ν’ ακούσω τη έλεγαν». (Τραγούδι: και θυμάμαι και τη Μαίρη από κάτω, που ’κανε στο γκόμενο φλογέρα και σπαγγάτο και που φώναζε, σκίσε μου τον πάτο, την έστησα και φτιάχτηκα κι εγώ κανονικά). γ. στήνω ενέδρα, καραούλι, καιροφυλακτώ: «την έχω στήσει στη γωνία και περιμένω να φανεί, για να τον αρπάξω». (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω παρατράγουδα ούτε και ρεζιλίκι, γιατί οι άλλοι απ’ τη γωνιά την έχουν στήσει,βρε παιδιά). δ. αφήνω μια γυναίκα να περιμένει στο ραντεβού που έχει μαζί μου ή δεν πάω καθόλου σε αυτό: «το ’χει πρόγραμμα, όταν έχει ραντεβού με την γκόμενά του, να τη στήνει για ορισμένη ώρα έτσι, για να ’χει αγωνία || αν δεν είναι σίγουρος πως θα πάρει στην γκαρσονιέρα του την γκόμενα με την οποία έχει ραντεβού, τη στήνει και ψάχνει γι’ άλλη»·
- τη στήνω γι’ ακουστήρι, βλ. λ. ακουστήρι·
- τον στήνει (ενν. τον κώλο), (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «αν δεν τον στήνει η γυναίκα, δεν πάει μαζί της || είναι κρίμα, ένα τόσο ωραίο παιδί, να τον στήνει»·
- τον στήνω, δεν πηγαίνω στο ραντεβού που έχω μαζί του, τον αφήνω να περιμένει μάταια: «θα τον στήσω, γιατί κι αυτός μ’ έστησε στο προηγούμενο ραντεβού που είχε μαζί μου». Συνών. τον ρίχνω (α)·
- τον στήνω (ενν. τον κώλο μου), α. κάνω σοβαρές υποχωρήσεις, δίνω υπερβολικά ανταλλάγματα σε κάποιον για να πετύχω κάτι: «κάθε φορά που θέλει να πάρει από κάποιον δανεικά, τον στήνει για να τα πάρει». β. επιθυμώ κάτι πάρα πολύ και δε με νοιάζει με τι τίμημα θα το αποκτήσω: «τον στήνω για ν’ αποκτήσω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο»·
- τον έστησα στα πόδια του, βλ. λ. πόδι·
- του στήνω μια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του τη στήνω, α. ενεργώ με τέτοιο τρόπο, για να δοκιμάσω το ποιόν του, το χαρακτήρα του: «του την έστησε αφήνοντας το ταμείο ανοιχτό και περίμενε να δει τι θα κάνει». β. καιροφυλακτώ για να δω αν θα χρειαστεί τη βοήθειά μου ή αν θα έρθει σε δύσκολη θέση για να του φερθώ με τον ίδιο κακό τρόπο με τον οποίο μου φέρθηκε: «του την έστησα και μην τύχει και μου ζητήσει τη βοήθειά μου, γιατί ζήτω που κάηκε!». γ. του στήνω ενέδρα, καραούλι, καιροφυλακτώ: «του τη στήσανε ένα βράδυ σ’ ένα στενό και τον σακάτεψαν στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: τον φάγανε μπαμπέσικα δυο μαύροι κάποιο βράδυ, κρυφά του τηνε στήσανε μες το βαθύ σκοτάδι
- τώρα στήσ’ τον (ενν. τον κώλο σου), όπως ενήργησες και απέτυχε η δουλειά ή η υπόθεση, τώρα ετοιμάσου να υποστείς τις συνέπειες: «αφού δεν άκουγες τις συμβουλές μου κι έχασες τη δουλειά, τώρα στήσ’ τον και μη μιλάς».

αφτί

αφτί κ. αυτί, το, ουσ. [από τη συνεκφορά τα ωτία> ταουτία> τ’ αφτία> τ’ αφτί], το αφτί. 1. το μέρος του σκεύους από όπου μπορεί κανείς να το κρατήσει, η λαβή, το χερούλι: «έπιασε τη χύτρα απ’ τ’ αφτιά και την κατέβασε απ’ τη φωτιά». 2. στον πλ. τα αφτιά, (για εξώφυλλα βιβλίων) τα άκρα του εξωφύλλου που γυρίζουν προς τα μέσα: «στ’ αφτιά του βιβλίου υπήρχε η φωτογραφία και το βιογραφικό του συγγραφέα». Υποκορ. αφτάκι, το. (Ακολουθούν 151 φρ.)·
- άλλα λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ’ αφτιά μου, βλ. λ. θεια·
- αλλού τα μάτια, αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά, αλλού τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- ανοίγω τ’ αφτιά μου, προσέχω πολύ αυτά που λέει κάποιος: «όταν μιλάει κάποιος μεγαλύτερος, ανοίγω τ’ αφτιά μου και δεν τον διακόπτω»·
- απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο, α. λέγεται για εκείνον που έκανε κάποιο σοβαρό παράπτωμα και πρέπει να λογοδοτήσει αμέσως στη δικαιοσύνη: «αφού όλοι ξέρουμε πως αυτός έβαλε χέρι στο ταμείο, τι καθόμαστε; Απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο». β. (γενικά) λέγεται για άμεση επιβολή τιμωρίας: «όποιος θα κάνει φασαρία, απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο»·
- απ’ το ένα αφτί μπαίνει (μπαίνουν) κι απ’ τ’ άλλο βγαίνει (βγαίνουν), δηλώνει πλήρη αδιαφορία στα λεγόμενα, ιδίως στις συμβουλές που μας απευθύνει κάποιος: «όση ώρα τον συμβούλευα, απ’ το ένα αφτί έμπαινε κι απ’ τ’ άλλο έβγαινε»· βλ. και φρ. μπαινάκης βγαινάκης·
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! βλ. λ. Θεός·
- από τ’ άλλο μου τ’ αφτί, δηλώνει πλήρη αδιαφορία στα λεγόμενα ή στις προτάσεις κάποιου. (Τραγούδι: μη μου κολλάς λοιπόν γιατί, κάθε κουβέντα περιττή, πινακωτή, πινακωτή, από τ’ άλλο μου τ’ αφτί). Αναφορά στο παιδικό παιχνίδι: πινακωτή πινακωτή·
- αυτό είναι για τ’ αφτί, λέγεται για οτιδήποτε πρέπει να ειπωθεί με διακριτικότητα, με μυστικότητα, ιδίως όταν υπάρχουν και άλλοι μπροστά: «πόσες καπότες είπατε ότι θέλετε ν’ αγοράσετε; -Μην το φωνάζεις, ρε φίλε, αυτό είναι για τ’ αφτί || εντέλει, το κέρδισες εκείνο το λαχείο ή δεν το κέρδισες; -Αυτό είναι για τ’ αφτί, γιατί, αν το μάθουν μεσ’ στην παρέα, θα με ταράξουν στα δανεικά». Παρατηρείται και χειρονομία με την οποία ο δείκτης έρχεται κι ακουμπάει ελαφρά το αφτί·
- βάζει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- βάζω αφτί ή βάζω τ’ αφτί μου, βλ. φρ. στήνω αφτί·
- βουίζουν τ’ αφτιά μου, αισθάνομαι στιγμιαία ένα διαπεραστικό βόμβο: «μισό λεπτό να συνέλθω, γιατί βουίζουν τ’ αφτιά μου»· βλ. και φρ. ποιο αυτί μου βουίζει(;)·
- βούιξαν τ’ αφτιά μου, ένιωσα πολύ άσχημα, ύστερα από ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι, ιδίως ύστερα από δυνατό χαστούκι που δέχτηκα στο πρόσωπο: «μου άστραψε μια μπάτσα, που βούιξαν τ’ αφτιά μου»·
- βουλώνω τ’ αφτιά μου, δεν ακούω ή προσποιούμαι πως δεν ακούω αυτά που λέγονται για κάποιον ή και για μένα, ιδίως κακά: «ό,τι λένε για την αδερφή μου, βουλώνω τ’ αφτιά μου, γιατί ξέρω πως τη ζηλεύουν, επειδή είναι πολύ όμορφη || ό,τι και να λένε για μένα, βουλώνω τ’ αφτιά μου, γιατί από πίσω και για το βασιλιά λένε»·
- γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια, έκφραση αγανακτισμένου ανθρώπου σε κάποιον που δεν ακούει αυτό που του λέει επίμονα: «γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια, μια ώρα σε φωνάζω και δε λες ν’ ακούσεις!»·
- γαμώ τ’ αφτιά σου τα πέτσινα, βλ. φρ. γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια·
- γελάνε και τ’ αφτιά του, είναι τόσο πολύ χαρούμενος, που δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά του: «απ’ τη μέρα που πήρε ο γιος του το δίπλωμα του δικηγόρου, γελάνε και τ’ αφτιά του»·
- γιατί η γάτα έχει έν’ αφτί, επιθετική ή ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει με απορία γιατί (ενν. ενεργούμε με το συγκεκριμένο τρόπο) ή γιατί (ενν. του λέμε να ενεργήσει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο), όταν δε θέλουμε να δώσουμε περισσότερες επεξηγήσεις. Συνήθως η φρ. κλείνει με το γι’ αυτό·
- δε με γελούν τ’ αφτιά μου, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που ακούω, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος πως κάτι ακούω: «σου είπα πως άκουσα ένα θόρυβο, δε με γελούν τ’ αφτιά μου»·
- δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν άδειαζα να ξύσω τ’ αφτί μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου / δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου, α. αδιαφορώ για όλα, δε νοιάζομαι για τίποτα, μένω εντελώς απαθής: «ο κόσμος να χαλάσει, δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου». β. δε φοβάμαι διόλου: «όσο και ν’ αγριέψεις, δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου». (Λαϊκό τραγούδι: μου κοπανάς κάθε φορά πως θα μ’ αφήσεις μόνη και σου το λέω καθαρά τ’ αφτί μου δεν ιδρώνει
- δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου! βλ. φρ. δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου(!)·
- δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου, δεν έχω εμπιστοσύνη στην ακοή μου, έχω προβληματική ακοή: «για πες μου τι λέει αυτός από απέναντι, γιατί εγώ δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου»·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «έλα να με δεις μια άλλη ώρα, γιατί τη στιγμή αυτή δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «δεν ξέρω αν δουλεύουν οι άλλοι, πάντως εγώ δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου! έντονη απορία ή έκπληξη για κάτι απροσδόκητο που μας λένε, αρεστό ή μη: «ο τάδε αποφάσισε να παντρευτεί -Δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, γιατί αυτός ήταν κατά του γάμου! || σκοτώθηκε ο τάδε. -Δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, γιατί πριν από δυο ώρες ήμασταν μαζί!»·
- δίνω αφτί, βλ. συνηθέστ. στήνω αφτί·
- είμαι γεμάτος αφτιά, βλ. συνηθέστ. είμαι όλο(ς) αφτιά·
- είμαι μέσα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι ως τ’ αφτιά·
- είμαι όλο(ς) αφτιά, είμαι έτοιμος να σε ακούσω προσεκτικά, σε ακούω προσεκτικά: «θέλω να σου πω κάτι. -Είμαι όλος αφτιά»·
- είμαι μέσα ως τ’ αφτιά, είμαι καταχρεωμένος: «δεν μπορώ να σου δώσω ούτε δραχμή, γιατί είμαι μέσα ως τ’ αφτιά». Είναι και φορές, που παρατηρείται χειρονομία με την οποία, το χέρι ή τα χέρια σηκώνονται και δείχνουν με τις εξωτερικές κόψεις των παλαμών, το σημείο των αφτιών. Συνών. είμαι μέσα ως τα μπούνια·
- είμαι χρεωμένος μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χρεωμένος ως τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χωμένος μέσα ως τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι ως τ’ αφτιά, δεν μπορώ να κάνω άλλη υπομονή, δεν αντέχω άλλο: «πες του να σταματήσει το θόρυβο που κάνει, γιατί είμαι ως τ’ αφτιά»·
- είναι βαρύς στ’ αφτιά, είναι βαρήκοος: «μίλα πιο δυνατά, γιατί ο τύπος είναι βαρύς στ’ αφτιά»·
- είναι μουσικό αφτί, βλ. συνηθέστ. έχει μουσικό αφτί·
- είναι περήφανος στ’ αφτιά, α. (ειρωνικά) δεν ακούει καλά, είναι βαρήκοος: «μίλα ελεύθερα μπροστά του, γιατί είναι περήφανος στ’ αφτιά». β. προσποιείται πως δεν ακούει, προσποιείται το βαρήκοο: «όταν του λέμε κάτι που δεν του συμφέρει, είναι περήφανος στ’ αφτιά»·
- είναι τ’ αφτί μου, μου μεταφέρει όλα όσα λέγονται κατά την απουσία μου από έναν χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «αυτός που βλέπεις είναι τ’ αφτί μου στη δουλειά, όταν λείπω απ’ το εργοστάσιο». Δε σημαίνει πως οπωσδήποτε το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι καρφί, αλλά η φράση έχει περισσότερο την έννοια ότι το εν λόγω άτομο μεταφέρει στο αφεντικό του όλα τα κακώς κείμενα·
- είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου ή είναι τ’ αφτί μου και το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, βλ. λ. μάτι·
- έκλεισαν τ’ αφτιά μου, με πονούν ή βουίζουν δυνατά, ιδίως ύστερα από διαφορά υψόμετρου: «μόλις τ’ αεροπλάνο πήρε ύψος, έκλεισαν τ’ αφτιά μου και δεν μπορούσα ν’ ακούσω τι μου ’λεγε ο διπλανός μου»·
- έσπασαν τ’ αφτιά μου, ενοχλήθηκα υπερβολικά, ιδίως από έντονο θόρυβο, ξεκουφάθηκα: «σταμάτα, επιτέλους, να μαρσάρεις τη μοτοσικλέτα σου, γιατί έσπασαν τ’ αφτιά μου»·
- έφτασε στ’ αφτιά μου, πληροφορήθηκα τυχαία: «δεν ξέρω πώς έφτασε στ’ αφτιά μου, όμως ξέρω πως υπαίτιος ήταν ο τάδε». Ακούγεται και έφτασε μέχρι τ’ αφτιά μου ή έφτασε ως τ’ αφτιά μου·
- έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κατεβασμένα, έφυγε από κάπου ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τον μάλωσε άγρια ο διευθυντής του κι έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του σκύλου, που, όταν τον μαλώσουμε, απομακρύνεται με κατεβασμένα τα αφτιά του. Συνών. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο·
- έφυγε με κρεμασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κρεμασμένα, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- έφυγε με πεσμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά πεσμένα, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- έφυγε με ριγμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά ριγμένα, βλ. συνηθέστ. έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- έφυγε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- έχει ανοιχτά αφτιά, πρόκειται για άτομο που δέχεται με ευκολία να ακούσει, να μελετήσει οποιεσδήποτε προτάσεις, ιδίως τις προοδευτικές, τις προωθημένες: «οποιαδήποτε πρότασή σου μπορείς να την αναφέρεις στο νέο διευθυντή μας, γιατί είναι άνθρωπος που έχει ανοιχτά αφτιά»·   
- έχει αφτί, α. έχει μουσική αντίληψη: «ο τάδε πιάνει αμέσως το φάλτσο, γιατί έχει αφτί». β. έχει καλή ακοή: «απ’ ό,τι λέμε δεν του ξεφεύγει τίποτα, γιατί έχει αφτί»·
- έχει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- έχει γερό αφτί, έχει ισχυρή ακοή: «μπορεί κι ακούει και τον παραμικρό θόρυβο, γιατί έχει γερό αφτί»·
- έχει δυνατό αφτί, βλ. φρ. έχει γερό αφτί·
- έχει καλό αφτί, βλ. φρ. έχει γερό αφτί·
- έχει μουσικό αφτί, μαθαίνει με μεγάλη ευκολία να παίζει κάποιο μουσικό κομμάτι ή μπορεί να ξεχωρίζει αμέσως κάποια φάλτσα νότα: «μια φορά ν’ ακούσει ένα κομμάτι, το παίζει αμέσως, γιατί έχει μουσικό αφτί || μπορεί και πιάνει αμέσως το φάλτσο, γιατί έχει μουσικό αφτί»·
- έχω αφτί, έχω μουσική αντίληψη: «δε μου ξεφεύγει ούτε ένα φάλτσο, γιατί εγώ έχω αφτί»·
- έχω γερό αφτί, έχω ισχυρή ακοή: «για προσπάθησε ν’ ακούσεις εσύ που έχεις γερό αφτί, τι φωνάζει αυτός από μακριά;»·
- έχω τ’ αφτιά μου, πάσχω, υποφέρω από τα αφτιά μου: «όταν κάνει πολύ κρύο, δε βγαίνω έξω, γιατί έχω τ’ αφτιά μου»·
- έχω τ’ αφτιά μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. έχω τ’ αφτιά μου τεντωμένα·
- έχω τ’ αφτιά μου βουλωμένα ή έχω βουλωμένα τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. βουλώνω τ’ αφτιά μου·
- έχω τ’ αφτιά μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. έχω τ’ αφτιά μου κλειστά·
- έχω τ’ αφτιά μου κλειστά ή έχω κλειστά τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. κλείνω τ’ αφτιά μου·
- έχω τ’ αφτιά μου τεντωμένα ή έχω τεντωμένα τ’ αφτιά μου, ακούω προσεχτικά αυτά που μου λέει κάποιος ή αυτά που λέγονται από κάποιον: «όταν σου μιλάει ο δάσκαλός σου να ’χεις τ’ αφτιά σου τεντωμένα και ν’ ακούς τι σου λέει || είχα τεντωμένα τ’ αφτιά μου κι άκουσα όλα όσα ειπώθηκαν». Από την εικόνα των ζώων που και στον παραμικρό ήχο τεντώνουν τα αφτιά τους για να ακούσουν καλά·
- η γκαμήλα δεν κουτσαίνει απ’ τ’ αφτί, βλ. λ. γκαμήλα·
- η μαρμελάδα είναι για το ψωμί κι όχι για τ’ αφτιά, βλ. λ. μαρμελάδα·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κατεβασμένα, ήρθε, επέστρεψε ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τον συγχώρεσε ο διευθυντής για τη βλακεία που έκανε κι ήρθε πάλι στη δουλειά με κατεβασμένα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν κάνει κάποια ζημιά και τον φωνάζουμε να έρθει κοντά μας, έρχεται έχοντας τα αφτιά του κατεβασμένα. Συνών. ήρθε με (το) κεφάλι κατεβασμένο·
- ήρθε με κρεμασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κρεμασμένα, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- ήρθε με πεσμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά πεσμένα, βλ. φρ. ήρθε με (τ’) αφτιά κατεβασμένα· 
- ήρθε με ριγμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά ριγμένα, βλ. συνηθέστ. ήρθε με (τ’) αφτιά κατεβασμένα·
- ήρθε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- θα σου βγάλω τ’ αφτί ή θα σου βγάλω τ’ αφτιά ή θα στα βγάλω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω παραδειγματικά: «αν ξανακάνεις αταξία, θα σου βγάλω τ’ αφτί». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- θα μου βγει απ’ τ’ αφτιά, έχω φάει πάρα πολύ, είμαι πολύ χορτάτος: «δεν μπορώ να βάλω στο στόμα μου ούτε μπουκιά, γιατί θα μου βγει απ’ τ’ αφτιά». Λέγεται και για ποτό·
- θα σου δαγκάσω τ’ αφτί, (απειλητικά) θα σου φερθώ πολύ σκληρά: «αν ξαναπειράξεις την αδερφή μου, θα σου δαγκάσω τ’ αφτί». Από το ότι παλιότερα, όταν κάποιος απατημένος ήθελε να εκδικηθεί τη γυναίκα του, για να μη χρησιμοποιήσει μαχαίρι και καταδικαστεί και για κατοχή όπλου και οπλοχρησία, έκοβε το αφτί της γυναίκας του με δάγκωμα, οπότε η καταδίκη του ήταν πολύ μικρότερη·
- θα σου κόψω τ’ αφτί ή θα σου κόψω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν βρίσεις ξανά τη μάνα μου, θα σου κόψω τ’ αφτί». Από το ότι, όταν παλιότερα μάλωναν δυο άντρες της πιάτσας με μαχαίρια, επιδίωξη του καθένα ήταν να κόψει το αφτί του αντιπάλου του, ώστε, στην περίπτωση που η υπόθεση φτάσει στα δικαστήρια, να υπάρξει μικρή καταδίκη·
- θα σου ξεριζώσω τ’ αφτί ή θα σου ξεριζώσω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν μάθω πως ξαναγύρισες μεθυσμένος στο σπίτι, θα σου ξεριζώσω τ’ αφτιά». Από την εικόνα του δασκάλου, που με αυτόν τον τρόπο τιμωρούσε σκληρά τον άτακτο μαθητή·
- θα σου τραβήξω τ’ αφτί ή θα σου τραβήξω τ’ αφτιά ή θα στα τραβήξω τ’ αφτιά, βλ. φρ. θα σου βγάλω τ’ αφτί·
- θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του, πρέπει, του χρειάζεται να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό: «αφού συνεχίζει να κάνει κοπάνες, θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του». Συνών. θέλει σιάξιμο η γραβάτα του / θέλει σιάξιμο ο γιακάς του·
- θέλει τράβηγμα τ’ αφτί του, βλ. φρ. θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του·
- και οι τοίχοι έχουν αφτιά, βλ. λ. τοίχος·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, βλ. λ. μάτι·
- καμπάνισαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- κανένα αφτί, κανένας άνθρωπος: «κανένα αφτί δεν άκουσε παρόμοιες βρισιές»·
- κατεβάζω τ’ αφτιά ή κατεβάζω τ’ αφτιά μου, ντροπιάζομαι, ταπεινώνομαι: «μόλις απέδειξε ο άλλος πως αυτός ήταν που μας είχε καρφώσει, κατέβασε τ’ αφτιά του και δεν ήξερε πώς να δικαιολογηθεί». Από την εικόνα του σκυλιού που, όταν τον μαλώσουν, κατεβάζει τ’ αφτιά του·
- κάτι άρπαξε τ’ αφτί μου, βλ. φρ. κάτι πήρε τ’ αφτί μου·
- κάτι έπιασε τ’ αφτί μου, βλ. φρ. κάτι πήρε τ’ αφτί μου·
- κάτι πήρε τ’ αφτί μου, άκουσα τυχαία κάτι για το θέμα που γίνεται λόγος, αλλά δε γνωρίζω πολλά πράγματα, δεν έδωσα μεγάλη σημασία: «έμαθες για τη ληστεία που έγινε σήμερα το πρωί στην τάδε τράπεζα; -Κάτι πήρε τ’ αφτί μου || όπως ερχόμουν στο ραντεβού μας, κάτι πήρε τ’ αφτί μου για το δυστύχημα που έγινε, αλλά πώς και τι δεν ξέρω»·
- κλείνω τ’ αφτιά μου, α. αποφεύγω να ακούσω κάτι, όσο δελεαστικό και αν είναι, γιατί θεωρώ πως θα με βλάψει: «σήμερα στη ζωή υπάρχουν πολλές προκλήσεις, αλλά εγώ κλείνω τ’ αφτιά μου και προσπερνώ». Αναφορά στον Οδυσσέα, που, αφού πρώτα έκλεισε τα αφτιά των συντρόφων του με κερί, δέθηκε στο κατάρτι του καραβιού του, τη στιγμή που περνούσε από το νησί των Σειρήνων. β. δεν ανταποκρίνομαι, προσποιούμαι πως δεν ακούω ό,τι κακό ή ανεπίτρεπτο συμβαίνει γύρω μου: «από μικρός έχω μάθει να κλείνω τ’ αφτιά μου, και τη βγάζω πάντα καθαρή». γ. δεν ανταποκρίνομαι στις παρακλήσεις κάποιου για βοήθεια, γιατί υποτίθεται πως δεν τις ακούω: «τον έκανα άγιο να με βοηθήσει, αλλά αυτός έκλεισε τ’ αφτιά του»·
- κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει, βλ. λ. κοιλιά·
- κοκκίνισε μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. κοκκίνισε ως τ’ αφτιά·
- κοκκίνισε ως τ’ αφτιά, καταντράπηκε: «μόλις έσκυψε και τη φίλησε μπροστά στους γονείς της, η κοπέλα κοκκίνισε ως τ’ αφτιά»·
- κουδούνισαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- κουφό του πονηρού τ’ αφτί, βλ. λ. πονηρός·
- κρεμώ τ’ αφτιά ή κρεμώ τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. κατεβάζω τ’ αφτιά·
- μαρμελάδα έχεις στ’ αφτιά σου; βλ. λ. μαρμελάδα·
- μας ζάλισες τ’ αφτιά ή μου ζάλισες τ’ αφτιά, βλ. φρ. μας πήρες τ’ αφτιά·
- μας  πήρες τ’ αφτιά ή μου πήρες τ’ αφτιά, παρατήρηση σε κάποιον που μιλάει ασταμάτητα να πάψει επιτέλους να μιλάει, γιατί έγινε πολύ ενοχλητικός: «πάψε, ρε παιδάκι μου, αυτή τη λογοδιάρροια, γιατί μας ζάλισες τ’ αφτιά». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με γεια τ’ αφτιά! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δε λέει να ακούσει κάτι που του λέμε πολλές φορές: «πάλι δεν άκουσες αυτό που σου είπα; Με γεια τ’ αφτιά!»·
- μη μας ζαλίζεις τ’ αφτιά ή μου ζαλίζεις τ’ αφτιά, παράκληση σε κάποιον να πάψει να μιλάει, γιατί έγινε ενοχλητικός: «μη μας ζαλίζεις τ’ αφτιά με τα προβλήματα σου, γιατί έχω κι εγώ τα δικά μου». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μήπως πήρε τ’ αφτί σου, μήπως άκουσες τυχαία, μήπως έτυχε ν’ ακούσεις: «μήπως πήρε τ’ αφτί σου για τον επικείμενο ανασχηματισμό;». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τίποτα·
- μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά, ειρωνική απάντηση σε κάποιον που ισχυρίζεται πως είναι ο μοναδικός που κατέχει κάποιο πράγμα, ενώ είναι γνωστό πως είναι ευρέως διαδομένο: «τέτοιο αυτοκίνητο δεν έχει άλλος. -Μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ·
- μου ζάλισε τ’ αφτιά, βλ. φρ. μου ’φαγε τ’ αφτιά·
- μου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- μου πήρε τ’ αφτιά, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από τον παρατεταμένο θόρυβο που προξένησε, με ξεκούφανε: «μάρσαρε μια ώρα τ’ αυτοκίνητό του κάτω απ’ το παράθυρό μου και μου πήρε τ’ αφτιά». β. μου μίλησε επίμονα πάνω στο ίδιο θέμα, ιδίως συμβουλευτικά: «καλά να πάθω που την πάτησα, γιατί μου πήρε τ’ αφτιά ο τάδε να μη μπλεχτώ σ’ αυτή τη δουλειά, όμως δεν τον άκουσα και τώρα έχω προβλήματα». Συνών. μου πήρε το κεφάλι·
- μου ’σπασε τ’ αφτιά, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από τον έντονο και παρατεταμένο θόρυβο που προκάλεσε, με ξεκούφανε, μου ’σπασε τα τύμπανα: «είχε το ραδιόφωνό του στη διαπασών και μου ’σπασε τ’ αφτιά». β. (για θορύβους) ήταν πολύ δυνατός: «ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ, που μου ’σπασε τ’ αφτιά»·
- μου σφύριξε στ’ αφτί ή μου το σφύριξε στ’ αφτί, μου είπε, μου ψιθύρισε κάτι κρυφά: «ευτυχώς που ο τάδε μου το σφύριξε στ’ αφτί πως έρχονταν να με μπαγλαρώσουν και την κοπάνησα». (Λαϊκό τραγούδι: στης άσπρης τον αστερισμό ξέχασε κάθε γυρισμό, στην παγωμένη της τροχιά δεν έχει αγάπη ούτε σπλαχνιά, μου σφύριξε στ’ αφτί ένας μάγκας έξ’ απ’ το στέκι της μαρμάγκας
- μου ’φαγε τ’ αφτιά ή μου ’χει φάει τ’ αφτιά, α. μου επαναλάμβανε συνεχώς και επίμονα το ίδιο πράγμα: «μου ’φαγε τ’ αφτιά ο φίλος μου να διακόψω τις σχέσεις που είχα μαζί της, γιατί είχε μάθει πως δεν ήταν σόι γυναίκα». β. με ενόχλησε με τη φλυαρία του ή με τα επίμονα παρακάλια του για κάτι: «μ’ έφαγε τ’ αφτιά με την γκρίνια του || μ’ έφαγε τ’ αφτιά να του δώσω δανεικά»·
- μου χτύπησε άσχημα στ’ αφτί, μου έκανε κακή εντύπωση αυτό που άκουσα: «μου χτύπησε άσχημα στ’ αφτί που καθόταν και κατηγορούσε τον αδερφό του»·
- μπαμπάκια έχεις στ’ αφτιά σου; βλ. λ. μπαμπάκι·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί (κι ο διάκος στο κεφάλι ή κι ο διάκος στο ριζάφτι), βλ. λ. παπάς·
- να το βάλεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. λ. σκουλαρίκι·
- να το κρεμάσεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. λ. σκουλαρίκι·
- ο λαγός κι αν κρύβεται, τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν, βλ. λ. λαγός·
- οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. λ. φτέρνα·
- όποιος παντρεύεται στα γηρατειά, ρίχνει γρήγορα τ’ αφτιά, βλ. λ. γηρατειά·
- παίζει με τ’ αφτί, έμαθε να παίζει κάποιο μουσικό όργανο, χωρίς να διδαχθεί από δάσκαλο, παίζει εμπειρικά: «έχει κάποια δυσκολία ακόμα στο παίξιμο της κιθάρας, γιατί παίζει με τ’ αφτί»·
- παίρνω αφτί, κρυφακούω: «όταν συγκεντρωθούν, θα πάω να πάρω αφτί, για να ξέρουμε τι θα πούνε»·
- πέφτουν αφτιά, κάνει αφόρητο κρύο: «ντύσου καλά πριν βγεις, γιατί με την αλλαγή του καιρού πέφτουν αφτιά έξω». Συνών. πέφτουν μύτες·
- ποιο αφτί μου βουίζει; ερώτηση σε άτομο, τη στιγμή που βουίζει κάποιο απ’ τ’ αφτιά μας και υποτίθεται πως, αν το βρει, θα ακούσουμε μαζί κάποια είδηση, κάποιο νέο. Αν βουίζει το αριστερό μας αφτί, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία θα ακούσουμε κάτι κακό, αν βουίζει το δεξί, κάτι καλό·
- ποιο αφτί μου σφυρίζει; βλ. συνηθέστ. ποιο αφτί μου βουίζει(;)·
- ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει; λέγεται στην περίπτωση που αυτά που λέει ή συμβουλεύει κανείς σε κάποιον ή κάποιους δεν έχουν καμιά απήχηση: «εγώ πάντα τους έλεγα πως δεν ήταν σόι αυτός ο άνθρωπος, αλλά ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει;»·
- ρίχνω τ’ αφτιά μου, χάνω το θάρρος μου: «μόλις τον αγρίεψε ο άλλος, έριξε τ’ αφτιά του ο δικός σου». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν τον μαλώσουμε, ρίχνει τ’ αφτιά του κι απομακρύνεται · βλ. και φρ. κρεμώ τ’ αφτιά μου·
- στήνω αφτί, κρυφακούω: «έστειλα τον τάδε να στήσει αφτί, για να μάθουμε κι εμείς τι θα πούνε»·
- στήνω τ’ αφτί μου ή στήνω τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. τεντώνω τ’ αφτί μου·
- στυλώνω τ’ αφτί μου ή στυλώνω τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. τεντώνω τ’ αφτί μου·
- σφυρίζουν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βουίζουν τ’ αφτιά μου·
- σφύριξαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- τ’ άκουσα με τ’ αφτιά μου ή τ’ άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά, είμαι εντελώς σίγουρος γι’ αυτό που ειπώθηκε, γιατί ήμουν παρών: «δε θέλω ν’ αμφισβητείς αυτά που σου λέω, γιατί τ’ άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τι να σου πω άλλο ή το τι άλλο να σου πω·
- τ’ ακούω και δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, μου είναι αδύνατο να πιστέψω αυτό που μου λέει κάποιος: «τ΄ ακούω και δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου που μου λες πως ο τάδε έκανε μήνυση στον πατέρα του». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω·
- τα πόδια του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. συνηθέστ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του·
- τεντώνω τ’ αφτί μου ή τεντώνω τ’ αφτιά μου, εντείνω την προσοχή μου για να ακούσω κάτι ή για να καταλάβω το είδος του θορύβου που ακούγεται: «τέντωσα τ’ αφτί μου, μήπως κι ακούσω κανέναν θόρυβο || τέντωσα τ’ αφτιά μου για να καταλάβω τι ήταν αυτό που ακουγόταν». Από την εικόνα των ζώων, που τεντώνουν τα αφτιά τους στην περίπτωση κάποιου θορύβου· βλ. και φρ. ανοίγω τ’ αφτιά μου·
- τι ακούν τ’ αφτιά μου; έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή θαυμασμού για κάτι καλό ή κακό, που μας αναγγέλλουν ή που πληροφορούμαστε: «τι ακούν τ’ αφτιά μου, πάλι μάλωσες με τον αδερφό σου; || τι ακούν τ’ αφτιά μου, άρχισες πάλι να μπεκροπίνεις; || τι ακούν τ’ αφτιά μου, σκέφτεσαι να μου κάνεις μήνυση; ||τι ακούν τ’ αφτιά μου, παντρεύεσαι τον άλλον μήνα;». Πολλές φορές, στην περίπτωση που πρόκειται για κάτι καλό, της φρ. προτάσσεται διπλό μπα· 
- το γαρούφαλο στ’ αφτί κι η κασίδα στην κορφή, βλ. λ. γαρούφαλο·
- το πήρε τ’ αφτί μου ή το ’χει πάρει τ’ αφτί μου, (αόριστα), το άκουσα: «δε θυμάμαι πού, αλλά κάπου το πήρε τ’ αφτί μου γι’ αυτή τη ληστεία στην τράπεζα»·
- τον άκουσα με τ’ αφτιά μου ή τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά, ήμουν παρών όταν είπε κάτι: «θέλω να με πιστέψεις απόλυτα, γιατί τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά που έλεγε πως εσύ ήσουν ο αίτιος του καβγά»·
- του βάζω ψύλλους στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- του ’βγαλα τ’ αφτί ή του ’βγαλα τ’ αφτιά, τον τιμώρησα παραδειγματικά: «για να μην ξανακάνει τη βλακεία που έκανε, του ’βγαλα τ’ αφτί». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- του ξερίζωσα τ’ αφτί ή του ξερίζωσα τ’ αφτιά, τον τιμώρησα αυστηρά: «επειδή μου ’ρθε πάλι σουρωμένος στο σπίτι, του ξερίζωσα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε αυστηρά με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- του ’πεσαν τ’ αφτιά, α. ντροπιάστηκε, ταπεινώθηκε: «μόλις αποδείχτηκε πως μας έλεγε ψέματα, του ’πεσαν τ’ αφτιά». β. έχασε το θάρρος του, την έπαρση που είχε: «τη στιγμή που αγρίεψε ο άλλος, του ’πεσαν τ’ αφτιά του δικού σου και το βούλωσε»·
- του τις έδωσα στ’ αφτιά, βλ. συνηθέστ. του τις έριξα στ’ αφτιά·
- του τις έριξα στ’ αφτιά (ενν. τις μπάτσες, τις σφαλιάρες, τις μπουνιές), τον έδειρα άγρια, τον κατανίκησα: «μόλις πήγε να κάνει τον νταή, του τις έριξα στ’ αφτιά». Επίσης με την έννοια του κατανικώ λέγεται και σε περίπτωση παιχνιδιού: «παίξαμε τάβλι και του τις έριξα στ’ αφτιά». Πολλές φορές, για λόγους έμφασης, η φρ. κλείνει με το για να μάθει ή με το για να καταλάβει ή για να με θυμάται·
- του σφύριξα στ’ αφτί ή του το σφύριξα στ’ αφτί, τον πληροφόρησα, του είπα κάτι κρυφά και βιαστικά, ιδίως όταν υπήρχαν και άλλοι μπροστά: « την τελευταία στιγμή πρόλαβα και του το σφύριξα στ’ αφτί πως θέλανε να τον ξεγελάσουν, και γλίτωσε από ένα σωρό μπελάδες ο άνθρωπος»·
- του τράβηξα τ’ αφτί ή του τράβηξα τ’ αφτιά, βλ. φρ. του ’βγαλα τ’ αφτί·
- του ’φαγα τ’ αφτιά, α. του ζήτησα, τον παρακάλεσα για κάτι φορτικά: «του ’φαγα τ’ αφτιά να μου δώσει δανεικά, ώσπου στο τέλος μου τα ’δωσε». β. τον συμβούλεψα επίμονα: «του ’φαγα τ’ αφτιά να μην κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά δε μ’ άκουσε κι έφαγε το κεφάλι του»·
- του χαϊδεύω τ’ αφτιά, του λέω πράγματα αρεστά, κολακευτικά, ακόμη και όταν η κατάσταση είναι σε βάρος του: «κανείς δεν τον βοήθησε πραγματικά, γιατί, αντί να τον συμβουλέψουν να βγει απ’ το αδιέξοδο,του χάιδευαν όλοι τ’ αφτιά || η κυβέρνηση δε χαϊδεύει τ’ αφτιά των πολιτών, αλλά παρουσιάζει την κατάσταση όπως πραγματικά είναι». (Τραγούδι: τα πόδια μου καήκανε σ’ αυτήν την ερημιά, η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα, τα νέα που σας έφερα σας χάιδεψαν τ’ αυτιά, μα απέχουνε πολύ απ’ την αλήθεια
- τσιτώνω τ’ αφτί μου ή τσιτώνω τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. τεντώνω τ’ αφτιά μου·
- φέσι μέχρι τ’ αφτιά ή φέσι ως τ’ αφτιά, βλ. λ. φέσι·
- χαϊδεύω τ’ αφτιά του, βλ. φρ. του χαϊδεύω τ’ αφτιά·
- χρεώθηκα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. χρεώθηκα ως τ’ αφτιά·
- χρεώθηκα ως τ’ αφτιά, χρεώθηκα υπερβολικά: «με το γάμο της κόρης μου χρεώθηκα ως τ’ αφτιά».

βρόχι

βρόχι, το, ουσ. [όψιμο μσν. βρόχιον, υποκορ. του ουσ. βρόχος], συνήθως στον πλ. τα βρόχια, μικρή θηλιά που χρησιμοποιείται για την αιχμαλώτιση, τη σύλληψη μικρών πτηνών και ζώων από το λαιμό: «έπιασε το περιστέρι στα βρόχια»·
-πέφτω στα βρόχια (κάποιου), βλ. φρ. πιάνομαι στα βρόχια (κάποιου)·
- πιάνομαι στα βρόχια (κάποιου), α. παγιδεύομαι: «οι δραπέτες πιάστηκαν στα βρόχια της αστυνομίας». β. υποκύπτω στις απατηλές υποσχέσεις ή στα θέλγητρα κάποιου, πέφτω θύμα πλεκτάνης: «πιάστηκε στα βρόχια της ομορφιάς της και θα τινάξει το σπίτι του στον αέρα || πιάστηκε στα βρόχια ενός λωποδύτη και δεν μπορεί να ξεμπλέξει». γ. οτιδήποτε λειτουργεί ως θέλγητρο για την αιχμαλώτιση, την παγίδευση κάποιου: «είναι δύσκολη η ζωή σε όποιον πιαστεί στα βρόχια του έρωτά της». (Λαϊκό τραγούδι: αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς, κανείς δε θα μπορέσει να σε βγάλει, μονάχος βρες την άκρη της κλωστής κι αν είσαι τυχερός ξεκίνα πάλι
- στήνω βρόχια ή στήνω τα βρόχια, (γενικά) στήνω παγίδα: «έστησε τα βρόχια σ’ ένα σημείο απ’ όπου περνούν πολλοί λαγοί»
- τυλίγομαι στα βρόχια (κάποιου), βλ. φρ. πιάνομαι στα βρόχια (κάποιου).

γέφυρα

γέφυρα, η, ουσ. [<αρχ. γέφυρα], η γέφυρα. 1. οτιδήποτε χρησιμεύει ως μέσο προσέγγισης για την εξομάλυνση των τεταμένων σχέσεων ή των διαφορών, που έχουμε με κάποιον ή κάποιους: «ο αδερφός του απετέλεσε τη γέφυρα ανάμεσα σ’ αυτόν και στη γυναίκα του, μήπως και μπορέσουν να τα βρουν πάλι». 2. υπερυψωμένο τμήμα πάνω από το κατάστρωμα πλοίου, από όπου διευθύνεται και ελέγχεται το πλοίο: «ο καπετάνιος καθόταν στη γέφυρα και παρακολουθούσε τους ναύτες, που δούλευαν στο κατάστρωμα». 3. μεταλλική κατασκευή που συνδέει δυο μη συνεχόμενα ή και περισσότερα δόντια: «πήγε στον οδοντογιατρό του να περάσει μια γέφυρα, γιατί, κάθε φορά που γελούσε, ήταν υποχρεωμένος να βάζει την παλάμη μπροστά στο στόμα του». 4. γυμναστική άσκηση, που απαιτεί καλογυμνασμένο και ελαστικό κορμί. Τα δυο χέρια περνούν πάνω από το κεφάλι και, λυγίζοντας προς τα πίσω τη μέση του, ο αθλητής τα ακουμπάει στη γη ή στις φτέρνες του. Υποκορ. γεφυρίτσα και γεφυρούλα, η·
- η γέφυρα της ομορφιάς, η πασαρέλα των καλλιστείων: «η γέφυρα της ομορφιάς ήταν γεμάτη από καλλονές των ευρωπαϊκών χωρών»·
- κόβω τις γέφυρες (πίσω μου), διακόπτω οριστικά κάθε επικοινωνία ή συνεννόηση με κάποιον ή με κάποιους: «η αμετακίνητη θέση της κυβέρνησης στις αρχικές της προτάσεις έκοψε τις γέφυρες με τους συνδικαλιστές για την εξεύρεση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης || κάποτε ήμουν μπλεγμένος με τα ναρκωτικά, αλλά έκοψα τις γέφυρες μ’ αυτόν το διάβολο κι άρχισα νέα ζωή || όταν μαλώνω με κάποιον, κόβω τις γέφυρες πίσω μου και δεν τον ξαναμιλάω». Από την εικόνα του στρατού, που υποχωρεί καταδιωκόμενος και γκρεμίζει κατά την υποχώρησή του τις γέφυρες που περνάει για να καθυστερήσει τους διώκτες του·
- κόντρα γέφυρα, κατασκευή πάνω από τη γέφυρα του πλοίου στην οποία υπάρχει τιμόνι και πυξίδα για να μπορεί να κυβερνιέται και από κει το πλοίο: «ο καπετάνιος από την κόντρα γέφυρα αγνάντευε πέρα ως πέρα το υγρό στοιχείο»·
- όταν διαβαίνεις γέφυρα, ξεπέζευε, όταν αντιμετωπίζεις κάτι δύσκολο ή επικίνδυνο, να είσαι προσεκτικός, να ενεργείς προσεκτικά: «μην τα παίρνει όλα μπόσικα και, όταν διαβαίνεις γέφυρα, ξεπέζευε»˙
- ρίχνω γέφυρα ή ρίχνω γέφυρες, προσπαθώ, επιδιώκω να προσεγγίσω κάποιον για να εξομαλύνω τις τεταμένες σχέσεις ή τις διαφορές που έχω μαζί του: «κάθε φορά που μαλώνει με τη γυναίκα του, ρίχνει γέφυρα ο αδερφός του για να τα ξαναβρούν || δεν μπορώ να κάθομαι να ρίχνω γέφυρες, κάθε φορά που μαλώνετε»·
- στήνω γέφυρα ή στήνω γέφυρες, βλ. συνηθέστ. ρίχνω γέφυρα.

δίχτυ

δίχτυ, το, ουσ. [<αρχ. δίκτυον], το δίχτυ. 1. η παγίδα: «το πουλί πήγε κι έπεσε στο δίχτυ του κυνηγού». 2. είδος δικτυωτής τσάντας από σχοινί ή νάιλον, που χρησιμοποιεί κανείς για να μεταφέρει διάφορα καταναλωτικά αγαθά, ιδίως τρόφιμα: «ο πατέρας είχε το δίχτυ γεμάτο με τρόφιμα και άλλα ζαρζαβατικά». Συνών. πλεμάτι (1) / φιλέ (3). 3. το πλέγμα από σχοινί ή νάιλον που χρησιμοποιείται κατά περίπτωση σε διάφορα αθλητικά παιχνίδια, όπως πιγκ πογκ, τένις, βόλεϊ, μπάσκετ: «η μπάλα καρφώθηκε στα δίχτυα της εστίας». Συνών. φιλέ (2α, β). 4α. στον πλ. τα δίχτυα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τα δίχτυα της εστίας: «η μπάλα καρφώθηκε στα δίχτυα». Συνών. μπακλαβωτό ή μπακλαβαδωτό / πλεμάτι (3 / πλεχτό (4) / φιλέ (2α). β. οργανωμένος μηχανισμός, που λειτουργεί παράνομα με σκοπό να παγιδεύσει, να εμπλέξει κάποιον ή κάποιους σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση από την οποία πολύ δύσκολα θα μπορέσουν να γλιτώσουν, να ξεμπερδέψουν: «τα δίχτυα του οργανωμένου εγκλήματος || τα δίχτυα των ναρκωτικών». Υποκορ. διχτάκι, το. (Ακολουθούν 17 φρ.)·     
- απλώνω το δίχτυ ή απλώνω τα δίχτυα, βλ. φρ. στήνω το δίχτυ·
- βρίσκω δίχτυα, (στο γλώσσα του ποδοσφαίρου) πετυχαίνω τέρμα, γκολ: «πάλι βρήκε δίχτυα ο παιχταράς μας || αυτός ο παίχτης μπορεί και βρίσκει δίχτυα σε κάθε παιχνίδι»·
- έπεσε στα δίχτυα της αράχνης, παγιδεύτηκε ύστερα από οργανωμένη επιχείρηση: «ύστερα απ’ το ανελέητο κυνηγητό, που είχε εξαπολύσει η αστυνομία εναντίον του, έπεσε στα δίχτυα της αράχνης». Από την ομοιότητα που μπορεί να έχει το δίχτυ με τον ιστό της αράχνης·
- μ’ έριξε στα δίχτυα της, υπέκυψα στη σαγήνη της με καταστρεπτικές συνέπειες: «απ’ τη μέρα που μ’ έριξε στα δίχτυα της, τρέχω σαν σκυλάκι από πίσω της». (Λαϊκό τραγούδι: πεισματάρα, μ’ έριξες στα δίχτυα σου, εγώ θα σε λατρεύω για το πείσμα σου  
- μπλέκομαι στα δίχτυα της ή μπλέκω στα δίχτυα της, βλ. φρ. πιάνομαι στα δίχτυα της. (Λαϊκό τραγούδι: που έμπλεξα στα δίχτυα σου χήρα μου ζηλεμένη, και κάθε νύχτα βρίσκομαι με την καρδιά καμένη
- πέφτω στα δίχτυα της, βλ. φρ. πιάνομαι στα δίχτυα της. (Λαϊκό τραγούδι: όποιος θα πέσει στα δίχτυα τα δικά σου, σαν το γαρίφαλο κι αυτός θα μαραθεί, σαν τριαντάφυλλο θα σβήσει δε θ’ αντέξει, κατάκαρδα κι αυτός θα πληγωθεί
- πέφτω στο δίχτυ ή πέφτω στα δίχτυα, βλ. φρ. πιάνομαι στο δίχτυ·
- πιάνομαι στα δίχτυα της, υποκύπτω στη σαγήνη μιας γυναίκας με καταστρεπτικές συνέπειες: «απ’ τη μέρα που πιάστηκε στα δίχτυα της, διέλυσε την οικογένειά του». (Τραγούδι: πώς τα κατάφερα και πιάστηκα μέσα στα δίχτυα σου ο καημένος, σ’ όλους τους φίλους μου ντροπιάστηκα γιατί ’μαι ερωτευμένος
- πιάνομαι στο δίχτυ ή πιάνομαι στα δίχτυα, α. παγιδεύομαι: «πιάστηκε στα δίχτυα της αστυνομίας». β. ξεγελιέμαι, εξαπατώμαι: «με τόσα πράγματα που μ’ έταξε αν τον βοηθούσα, ο καθένας θα πιάνονταν στα δίχτυα»·
- ρίχνω δίχτυα ή ρίχνω τα δίχτυα ή ρίχνω τα δίχτυα μου, φλερτάρω γυναίκα για να την κατακτήσω: «κάθε απόγευμα σενιαρίζεται και κατεβαίνει στα μπαράκια της παραλίας να ρίξει τα δίχτυα του». (Λαϊκό τραγούδι: τα δίχτυα ρίχνουνε κι όποια πετύχουνε, τα δυο να ζουν χρήμα και έρως, και βγαίνουν άσοι οι τρεις Καμπαλέρος). Συνών. κάνω καμάκι / ρίχνω παραγάδι (α)·
- ρίχνω παντού τα δίχτυα μου, δημιουργώ ποικίλες σχέσεις και σε διάφορους επαγγελματικούς, κοινωνικούς ή οικονομικούς χώρους για την πραγματοποίηση του σκοπού μου: «όταν πρόκειται να κάνει μια καινούρια δουλειά, ρίχνει παντού τα δίχτυα του για να οργανωθεί καλά»·
- στήνω το δίχτυ ή στήνω τα δίχτυα, α. στήνω παγίδα: «η αστυνομία έστησε τα δίχτυα της στο κύκλωμα των ναρκωτικών». β. μηχανορραφώ: «έστησε μεθοδικά το δίχτυ του γύρω απ’ τον τάδε, μέχρι που τον κατάστρεψε»·
- τα δίχτυα της αράχνης, ο ιστός της αράχνης: «στα δίχτυα της αράχνης είχαν παγιδευτεί δυο μυγάκια και μια πεταλουδίτσα»·
- τινάζω τα δίχτυα στον αέρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πετυχαίνω γκολ ύστερα από δυνατό σουτ: «σούταρε από είκοσι μέτρα μακριά κατά της αντίπαλης εστίας και τίναξε τα δίχτυα στον αέρα»·
- τον τύλιξε στα δίχτυα της, έπεσε θύμα της γοητείας της: «απ’ τη μέρα που τον τύλιξε στα δίχτυα της, κινδυνεύει να τινάξει το σπίτι του στον αέρα»·
- τον τύλιξε στα δίχτυα του, τον ξεγέλασε, τον εξαπάτησε, έπεσε θύμα του: «τον τύλιξε στα δίχτυα του με διάφορες υποσχέσεις και του ’φαγε τα λεφτά του». (Λαϊκό τραγούδι: νάζια μου κάνεις να με ρίξεις και με κοιτάζεις τρυφερά, με τέχνη θες να με τυλίξεις στα δίχτυα σου τα πονηρά
- του τίναξε τα δίχτυα (ενν. της εστίας που υπερασπίζεται), (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) κατάφερε να πετύχει γκολ με πολύ δυνατό σουτ: «έκανε αλλεπάλληλες τρίπλες μέσα στη μικρή περιοχή και με μια ξαφνική βολίδα του τίναξε τα δίχτυα».

κάλπη

κάλπη, η, ουσ. [<αρχ. κάλπη (= δοχείο για τέφρα νεκρού)], η κάλπη· η ψηφοφορία ή το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας: «την άλλη βδομάδα ο λαός θα προσέλθει στις κάλπες || οι κάλπες ανέδειξαν νικητή το τάδε κόμμα»·
- ανοίγουν οι κάλπες, αρχίζει η διαδικασία της ψηφοφορίας: «σύμφωνα με το Σύνταγμα, οι κάλπες ανοίγουν με την ανατολή του ηλίου»·
- βάζω κάλπη, βάζω υποψηφιότητα με κάποιο πολιτικό κόμμα ή ως ανεξάρτητος: «του έχουν υποσχεθεί πως, αν βάλει κάλπη, θα τον υποστηρίξουν όλα τα συνδικάτα»·
- κλείνουν οι κάλπες, τελειώνει η διαδικασία της ψηφοφορίας: «σύμφωνα με το Σύνταγμα, οι κάλπες κλείνουν με τη δύση του ηλίου»·
- στήνω (τις) κάλπες, προκηρύσσω εκλογές: «τον άλλο μήνα η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να στήσει τις κάλπες».

κομπίνα1

κομπίνα1, η, ουσ. [<μσν. κομβίνα <γαλλ. combine]. 1. πρόχειρο, βιαστικό στήσιμο δουλειάς, νόμιμης ή παράνομης, χωρίς μεγάλη χρονική διάρκεια με κύριο σκοπό το γρήγορο κέρδος: «είναι μάνα αυτός ο άνθρωπος στις κομπίνες || αποκαλύφθηκε μεγάλη κομπίνα με ανταλλακτικά αυτοκινήτων». 2. η απάτη, η απατεωνιά, κόλπο, τέχνασμα δυο ή περισσοτέρων ανθρώπων για εξαπάτηση: «αυτοί οι άνθρωποι έχουν την κομπίνα στο αίμα τους». (Λαϊκό τραγούδι: όλο κόλπα και κομπίνες ο Αγαθοκλής πότε λέει είμ’ επιστήμων, πότε ερευνητής). 3. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) το τέχνασμα που κάνουν οι παίχτες για να ξεγελάσουν τους αντιπάλους παίχτες με σκοπό την επιτυχία τέρματος: «ο καινούριος προπονητής τους έχει μάθει ένα σωρό κομπίνες»·
- κάνω κομπίνα ή κάνω κομπίνες, (γενικά) μηχανεύομαι απάτες, ζω από τις κομπίνες που κάνω: «κι εκεί που λες πως δεν έχει ούτε ευρώ, κάνει μια κομπίνα και τα κονομάει»·
- στήνω κομπίνα, προετοιμάζω δουλειά ή επιχείρηση, ιδίως παράνομη: «είναι καιρός τώρα που στήνει μια κομπίνα, αλλά κανείς δεν ξέρει τι».

μέτρο

μέτρο, το, ουσ. [<αρχ. μέτρον], το μέτρο. 1. η περίσκεψη, η σύνεση: «δεν έχει μέτρο αυτός ο άνθρωπος». 2. στον πλ. τα μέτρα, το σύνολο των ενεργειών, ιδίως μιας αρχής ή εξουσίας, για την επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού: «τα μέτρα της τροχαίας δεν απέδωσαν και, το Σαββατοκύριακο που πέρασε, θρηνήσαμε πάλι ένα σωρό θύματα». (Ακολουθούν 29 φρ.)·
- αναγκαστικά μέτρα, το σύνολο των ενεργειών, ιδίως μιας αρχής ή εξουσίας, για την επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού σε περίοδο έκρυθμης κατάστασης: «η κυβέρνηση πήρε μια σειρά αναγκαστικών μέτρων για να πατάξει τις διαδηλώσεις»·
- άντρας δυο μέτρα ή δυο μέτρα άντρας, βλ. λ. άντρας·
- (δεν) είναι στα μέτρα μου, (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) (δεν) μου ταιριάζει απόλυτα ως προς το μέγεθος: «αυτό το πουκάμισο είναι στα μέτρα μου || αυτά τα παπούτσια δεν είναι στα μέτρα μου»· βλ. και φρ. δεν είναι στο νούμερό μου, λ. νούμερο·
- (δεν) έχει την αίσθηση του μέτρου, (δεν) ξεπερνάει με μεγάλη ευκολία τα παραδεκτά όρια: «μπορεί να κάνει και τα πιο παράλογα πράγματα, γιατί δεν έχει την αίσθηση του μέτρου || ευτυχώς έχει την αίσθηση του μέτρου και ξέρει πότε πρέπει να σοβαρευτεί»·
- είναι ένα μέτρο με τα χέρια στην ανάταση, πρόκειται για πάρα πολύ κοντό άνθρωπο: «παραπονιέται που δεν τον συμπεριέλαβαν στο τμήμα του σχολείου που παρέλασε και δε βλέπει που είναι ένα μέτρο με τα χέρια στην ανάταση!»· 
- είναι κομμένο στα μέτρα μου ή είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μου, (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) βλ. φρ. (δεν) είναι στα μέτρα μου· βλ. και λ. κομμένος·
- είναι στα μέτρα μου, α. είναι της ίδιας αξίας, ιδίως είναι της ίδιας σωματικής δύναμης με μένα: «μ’ αυτόν δέχομαι να παλέψω, γιατί είναι στα μέτρα μου». β. (για δουλειές ή υποθέσεις) είναι σύμφωνα με τις δυνατότητές μου: «αυτή τη δουλειά θα την αναλάβω, γιατί είναι στα μέτρα μου·
- εφαρμόζει δυο μέτρα και δυο σταθμά, δεν είναι αμερόληπτος, δεν κρίνει αντικειμενικά: «τι κρίση να κάνει αυτός ο άνθρωπος, απ’ τη στιγμή που εφαρμόζει δυο μέτρα και δυο σταθμά;»·
- έχει δυο μέτρα και δυο σταθμά, βλ. φρ. εφαρμόζει δυο μέτρα και δυο σταθμά·
- θα σε στήσω στα έξι μέτρα, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπείς κακιά κουβέντα για μένα, θα σε στήσω στα έξι μέτρα»·
- θα σου πάρω τα μέτρα! θα σε τιμωρήσω πάρα πολύ σκληρά, θα σε τιμωρήσω παραδειγματικά: «αν ξαναβάλεις χέρι στο ταμείο, θα σου πάρω τα μέτρα!». Από την εικόνα του υπαλλήλου του γραφείου τελετών, που παίρνει τα μέτρα του νεκρού, προκειμένου να βρει ή να κατασκευάσει την κατάλληλη νεκρόκασα σύμφωνα με το ύψος του·
- κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα, βλ. λ. κεφάλι·
- κρίνει με δυο μέτρα και δυο σταθμά, βλ. φρ. εφαρμόζει  δυο μέτρα και δυο σταθμά·
- λαμβάνω μέτρα, βλ. φρ. παίρνω μέτρα·
- λαμβάνω τα μέτρα μου, βλ. φρ. παίρνω τα μέτρα μου·
- μ’ έστησε στα έξι μέτρα, με τιμώρησε πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «επειδή μ’ έπιασε να κάνω κοπάνα, μ’ έστησε στα έξι μέτρα»·
- με μέτρο, χωρίς υπερβολή, συντηρητικά: «πρέπει κανείς να ξοδεύει με μέτρο, αν θέλει να ’χει κι αύριο»·
- με το μέτρο, (ως μονάδα μέτρησης ή πώλησης, ιδίως για υφάσματα) όχι παρακάτω από το μέτρο: «μπορείς να μου κόψεις εβδομήντα εκατοστά από αυτό το ύφασμα; -Δε γίνεται, κυρία μου, γιατί αυτό το ύφασμα πουλιέται με το μέτρο»·
- μέτρα χωρίς αντίκρισμα, το σύνολο των ενεργειών, ιδίως αρχής ή εξουσίας, για την επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού, που όμως δεν απέδωσαν: «όσα μέτρα κι αν πήρε η τροχαία, ήταν μέτρα χωρίς αντίκρισμα, γιατί οι δρόμοι γέμισαν πάλι με νεκρούς»·
- όλοι παίρνουν δυο μέτρα γη, βλ. λ. γη·
- παίρνω μέτρα, κάνω συγκεκριμένες ενέργειες, ιδίως ως αρχή ή εξουσία, για να αντιμετωπίσω κάποιο σοβαρό πρόβλημα ή κάποια δύσκολη κατάσταση: «η κυβέρνηση πήρε μέτρα για να αντιμετωπίσει την εξάπλωση των ναρκωτικών || η κυβέρνηση πήρε μέτρα για την πάταξη της φοροδιαφυγής»·
- παίρνω τα μέτρα, α. μετρώ τις διαστάσεις: «ο πολιτικός μηχανικός πήρε τα μέτρα του οικοπέδου». β. (για ράφτες ή μοδίστρες) μετρώ τις διαστάσεις του κορμιού κάποιου, για να του ράψω ένα ρούχο: «θέλω να ράψω καινούριο κουστούμι και πηγαίνω στο ράφτη μου για να μου πάρει τα μέτρα || θέλει να ράψει δικό της νυφικό για το γάμο της, γι’ αυτό ήρθε η μοδίστρα για να της πάρει τα μέτρα»·
- παίρνω τα μέτρα μου, κάνω συγκεκριμένες ενέργειες για να προστατεύσω τον εαυτό μου από ενδεχόμενη ατυχία ή από ενδεχόμενο κακό: «επειδή το σπίτι μου είναι στην ερημιά, πήρα τα μέτρα μου κι έβαλα παντού συστήματα συναγερμού»·
- στο μέτρο του δυνατού, βλ. λ. δυνατό·
- στο μέτρο των δυνάμεων (κάποιου), βλ. λ. δύναμη·
- στο μέτρο των δυνατοτήτων (κάποιου), βλ. λ. δυνατότητα·
- του παίρνω τα μέτρα, (για ράφτες) μετρώ τις διαστάσεις ή το ύψος του, προκειμένου να του ράψω κάποιο ένδυμα: «του παίρνω τα μέτρα, για να του ράψω ένα κοστούμι»·
- φέρνω στα μέτρα μου, α. προσαρμόζω κάποιο ρούχο στις ακριβείς διαστάσεις του κορμιού μου: «επειδή το παντελόνι που αγόρασα ήταν φαρδύ, το πήγα στο ράφτη για να το φέρει στα μέτρα μου». β. προσαρμόζω κάτι στις ικανότητες ή τις δυνατότητές μου ή σύμφωνα με τις επιθυμίες ή τα συμφέροντά μου: «έφερα στα μέτρα μου την κατάσταση και τώρα απολαμβάνω || απ’ τη στιγμή που έφερα στα μέτρα μου τη δουλειά, θα την παραδώσω στις προθεσμίες που του υποσχέθηκα»·
- χωρίς μέτρο, ασύδοτα: «σκορπά τα λεφτά του χωρίς μέτρο».

τοίχος

τοίχος, ο, ουσ. [<αρχ. τοῖχος], ο τοίχος. (Ακολουθούν 37 φρ.)·
- απ’ τον τοίχο θα τα κόψω; ή απ’ τον τοίχο να τα κόψω; (ιδίως για χρήματα) λέγεται στην περίπτωση που δεν υπάρχει τρόπος να βρούμε το χρηματικό ποσό που μας ζητάει κάποιος: «πώς να σ’ αγοράσω αυτοκίνητο, ρε παιδάκι μου, απ’ τη στιγμή που δεν έχω λεφτά, απ’ τον τοίχο θα τα κόψω; || δεν έχω να σου δώσω αυτά τα λεφτά που μου ζητάς, τι να κάνω, απ’ τον τοίχο να τα κόψω;»·  
- ασβεστώνει τον τοίχο, βλ. φρ. σοβατίζει τον τοίχο·
- βάζω στον τοίχο, βλ. συνηθέστ. στήνω στον τοίχο·
- βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν άφησαν παρά τους τέσσερις τοίχους, έκλεψαν όλα τα αντικείμενα, όλα τα πράγματα από ένα σπίτι ή από ένα μαγαζί: «μπήκαν τα κλεφτρόνια στο σπίτι τους και δεν άφησαν παρά τους τέσσερις τοίχους»·
- είμαι με την πλάτη στον τοίχο, βλ. λ. πλάτη·
- είναι (για) να βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο ή είναι (για) να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο, βλ. λ. κεφάλι·
- είναι κλεισμένος ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. συνηθέστ. ζει κλεισμένος ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους·
- ένας τοίχος μας χωρίζει ή μας χωρίζει ένας τοίχος, κατοικούμε σε διαμερίσματα που τα χωρίζει μια μεσοτοιχία: «τον ξέρω αυτόν που λες, γιατί μας χωρίζει ένας τοίχος στην πολυκατοικία που μένουμε»·
- ζει κλεισμένος ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, ζει απομονωμένος στο σπίτι του, στο δωμάτιό του, χωρίς να δέχεται να δει κανέναν: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, εξαφανίστηκε απ’ την παρέα μας και ζει κλεισμένος ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους». Πρβλ. εγώ δεν είδα ποτέ τον ήλιο, εγώ δεν είδα ποτέ το φως, για μένα ο κόσμος είναι μονάχα τέσσερις τοίχοι κι ένας σκοπός (ενν. δεσμοφύλακας) (Λαϊκό τραγούδι)·  
- ζει τη ζωή του ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. συνηθέστ. ζει κλεισμένος ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους·
- θα σε στήσω στον τοίχο, θα σε τιμωρήσω πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπιάσεις τ’ όνομα της οικογένειάς μου στο στόμα σου, θα σε στήσω στον τοίχο»·
- και οι τοίχοι έχουν αφτιά, προτροπή σε κάποιον, που θέλει να μας εμπιστευθεί κάτι σπουδαίο, να μιλήσει χαμηλόφωνα, γιατί υπάρχει φόβος να ακούσουν και κάποιοι άλλοι αυτό που θα μας πει: «πες μου σιγά αυτό που θέλεις να μου πεις, γιατί και οι τοίχοι έχουν αφτιά»·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κλείστηκε ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. φρ. ζει κλεισμένος ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους·
- μ’ έστησε στον τοίχο ή μ’ έχει στήσει στον τοίχο, α. με έφερε σε πολύ δύσκολη θέση, κατάσταση: «απαιτούσε φορτικά να του επιστρέψω τα δανεικά και μ’ έστησε στον τοίχο μέχρι να τα βρω». (Λαϊκό τραγούδι: έφυγες κι έγινε η ζωή καταστροφή κι έχω ανοίξει με το Χάρο αλισβερίσι, μ’ ένα καρφί μέσα μου έχω σταυρωθεί και το αντίο σου στον τοίχο μ’ έχει στήσει). β. με τιμώρησε σκληρά, παραδειγματικά: «επειδή μ’ έπιασε να κάνω κοπάνα, μ’ έστησε στον τοίχο για να συμμορφωθούν και οι άλλοι κοπανατζήδες»·
- μιλώ στον τοίχο, βλ. φρ. τα λέω στον τοίχο·
- πηγαίνω τοίχο τοίχο, προχωρώ κολλητά στον τοίχο προσπαθώντας να μη φαίνομαι, να μη γίνομαι αντιληπτός από κάποιον ή κάποιους, προχωρώ αργά, με προφυλάξεις: «πήγαινε τοίχο τοίχο για να μην τον αντιληφθούν». (Λαϊκό τραγούδι: η σούστα πήγαινε μπροστά κι ο μάγκας τοίχο τοίχο
- περνάει τη ζωή του ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. συνηθέστ. ζει κλεισμένος ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους·
- σαν να μιλάω στον τοίχο, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος ή κάποιοι δεν προσέχουν, δε λογαριάζουν, δεν υπολογίζουν αυτά που λέω: «κάθομαι μια ώρα και τον συμβουλεύω, αλλά, σαν να μιλάω στον τοίχο»·
- σοβατίζει τον τοίχο, αυνανίζεται, μαλακίζεται: «μόλις του σηκωθεί, κάθεται σε μια γωνιά και σοβατίζει τον τοίχο». Από την εικόνα του ατόμου που, προσποιούμενος πως κατουρά μπροστά σε ένα τοίχο, αυνανίζεται και εκσπερματώνει πάνω σε αυτόν·
- σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, βλ. λ. κεφάλι·
- στήνω στον τοίχο, α. φέρνω κάποιον σε πολύ δύσκολη θέση, κατάσταση: «για να μαζέψει τα λεφτά του, έστησε στον τοίχο όλους αυτούς που του χρωστούσαν». β. τιμωρώ κάποιον σκληρά, παραδειγματικά: «βαρέθηκα να στήνουν κάθε φορά εμένα στον τοίχο για ξένες αμαρτίες!». (Λαϊκό τραγούδι: κι εκείνη απ’ το κάδρο της στον τοίχο να σε στήνει και να σου λέει άπονα πως πια δε σ’ αγαπά).γ. τοποθετώ κάποιον με την πλάτη στον τοίχο για να τον εκτελέσω με τουφεκισμό: «κατά τον εμφύλιο και οι δυο πλευρές έστησαν αρκετούς στον τοίχο»·
- στον τοίχο τα παιδιά μου, (στη νεοαργκό) έκφραση που υπονοεί τον αυνανισμό, τη μαλακία: «αυτός δεν έχει πρόβλημα αν του λείπει η γυναίκα, γιατί, κάθε τόσο στον τοίχο τα παιδιά μου». Από την εικόνα του ατόμου που στέκεται σε κάποιο απόμερο μέρος, συνήθως βράδυ, μπροστά σε ένα τοίχο και αυνανίζεται· βλ. και φρ. στο σώβρακο τα παιδιά μου, λ. σώβρακο·
- τα λέω στον τοίχο, δεν έχω επικοινωνία με την ομήγυρη, με τον κόσμο, δεν έχω απήχηση, δεν εισακούομαι, δεν ακούει κανείς, δεν προσέχει, δε λογαριάζει, δεν υπολογίζει κανείς αυτά που λέω: «αν είναι αυτά που θα πω να τα λέω στον τοίχο, τότε καλύτερα να μην πω τίποτα»·
- τοίχο τοίχο, α. προχωρώντας με δυσκολία, παραπατώντας, ιδίως λόγω μέθης: «μόλις βγήκε απ’ την ταβέρνα, πήρε τοίχο τοίχο το δρόμο για το σπίτι του». β. κολλητά με τον τοίχο και αργά αργά, με προφυλάξεις: «για να μην τον πάρουν μυρουδιά, τους ακολουθούσε τοίχο τοίχο». (Λαϊκό τραγούδι: θα ’ρθω νύχτα τοίχο τοίχο και για σύνθημα θα βήχω). Συνών. κολόνα κολόνα·
- τον κάρφωσε στον τοίχο, βλ. φρ. τον κόλλησε στον τοίχο·
- τον κόλλησε σαν μακαρόνι στον τοίχο, βλ. λ. μακαρόνι·
- τον κόλλησε σαν σκατό στον τοίχο, βλ. λ. σκατό·
- τον κόλλησε στον τοίχο, α. τον αποστόμωσε: «τον άφησε να τα πει όπως ήθελε, κι όταν ήρθε η σειρά του να μιλήσει, τον κόλλησε στον τοίχο με τα επιχειρήματα που είχε». β. τον έδειρε άγρια, τον κατανίκησε: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τον άρπαξε στα χέρια του και τον κόλλησε στον τοίχο»·
- τον έφερα με τη ράχη στον τοίχο, βλ. λ. ράχη·
- τον έφερα με την πλάτη στον τοίχο, βλ. λ. πλάτη·
- του κόλλησα την πλάτη στον τοίχο ή τον κόλλησα με την πλάτη στον τοίχο, βλ. βλ. πλάτη·
- υψώνεται ένας τοίχος ανάμεσά τους, οι σχέσεις τους είναι ψυχρές, δεν έχουν καμιά ψυχική επαφή μεταξύ τους: «ήταν χρόνια φίλοι, αλλά, απ’ τη μέρα που μάλωσαν για μια γυναίκα, υψώνεται ένας τοίχος ανάμεσά τους»·
- υψώνω τοίχο, χτίζω: «σκέφτομαι να βγάλω τα συρματοπλέγματα και να υψώσω τοίχο γύρω απ’ την αυλή». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα·
- χάρτινοι τοίχοι, που είναι πολύ λεπτοί: «τα διαμερίσματα στις πολυκατοικίες έχουν χάρτινους τοίχους κι έτσι, χωρίς να θέλεις, μαθαίνεις όλα τα μυστικά των γειτόνων σου»·
- χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, βλ. λ. κεφάλι.

φαγητό

φαγητό, το, ουσ. [<μσν. φαγητόν], το φαγητό. 1. η τροφή, ιδίως η μαγειρεμένη: «υπάρχει φαγητό για όλους». 2. η λήψη τροφής, καθώς και ο χρόνος που διαθέτουμε για το σκοπό αυτό: «τους είδα που πήγαιναν για φαγητό || μετά το φαγητό καπνίζω πάντα ένα τσιγάρο»· βλ. και λ. φαΐ. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- άρπαξε το φαγητό, βρίσκεται στα όρια του καψίματος: «ξεχάστηκε στην κουβέντα με τη φιλενάδα της κι άρπαξε το φαγητό»·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
- είναι φαγητό χωρίς αλάτι, βλ. λ. αλάτι·
- έπιασε το φαγητό, κάηκε ελαφρά στον πάτο του μαγειρικού σκεύους μέσα στο οποίο το μαγειρεύαμε: «την πήρε η φιλενάδα της στο τηλέφωνο και με το μπλα μπλα πέρασε η ώρα κι έπιασε το φαγητό που μαγείρευε»·
- κάνω φαγητό, μαγειρεύω: «αχ, τι ωραία που μυρίζει! Καλέ, τι φαγητό κάνεις;». Πρβλ.: και θα σου πάρω, κούκλα μου, του γάλακτος αρνάκι, για να το κάνεις φρικασέ με φρέσκο μαρουλάκι (Λαϊκό τραγούδι)· 
- κόλλησε το φαγητό, κάηκε μεγάλη ποσότητα φαγητού και βρίσκεται στον πάτο του μαγειρικού σκεύους μέσα στο οποίο το μαγειρεύαμε: «ξεχάστηκε στην τηλεόραση και κόλλησε το φαγητό που μαγείρευε»·
- μιλάμε για την κατσαρόλα και δεν ξέρουμε ακόμα τι φαγητό θέλουμε να κάνουμε, βλ. λ. κατσαρόλα·
- ξαναζεσταμένο φαγητό, λέγεται για υπόθεση, ιδίως για ερωτική σχέση, που διαταράχθηκε και έχασε το αρχικό της ενδιαφέρον, που ξεθύμανε: «δε θα επιδιώξω να τα ξαναφτιάξω μαζί της, γιατί δε μ’ αρέσει ξαναζεσταμένο φαγητό»· βλ. και φρ. ξαναζεσταμένη σούπα, λ. σούπα·
- πλαστικό φαγητό, το φαγητό που προσφέρεται από τα φαστφουντάδικα και το οποίο, σύμφωνα με τις τελευταίες ιατρικές μελέτες, είναι αιτία της παχυσαρκίας αλλά και άλλων ασθενειών: «στην Αμερική, όπου το πλαστικό φαγητό έχει μπει στην καθημερινή ζωή των Αμερικανών, παρατηρείται μια έξαρση της παχυσαρκίας»·  
- σβήνω το φαγητό (με κάποιο ποτό), προσθέτω στο φαγητό κάποιο ποτό (κονιάκ, ουίσκι, μπίρα, ιδίως κρασί) και το αφήνω να πάρει μια τελευταία βράση, πριν το κατεβάσω από τη φωτιά: «λίγο πριν κατεβάσει το στιφάδο απ’ τη φωτιά, έσβησε το φαγητό με κρασί»·    
- στήνω το φαγητό, το ετοιμάζω και το βάζω στη φωτιά: «όση ώρα η μητέρα έστηνε το φαγητό, ο πατέρας μαστόρευε στον κήπο»·
- το ρίχνω στο φαγητό, τρώω, ιδίως συχνά και σε ποσότητες: «απ’ τον καιρό που το ’ριξα στο φαγητό, έγινα διπλός || όταν είμαι πολύ στενοχωρημένος, το ρίχνω στο φαγητό»·
- τσιμπάει το φαγητό, είναι αρμυρό: «μου ξέφυγε λίγο παραπάνω αλάτι και τσιμπάει το φαγητό».