Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σπρώχνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σπρώχνω, ρ,. [<μσν. σπρώχνω <αρχ. προωθῶ, με ανάπτυξη προθετ. σ-], σπρώχνω. 1. προτρέπω, παρακινώ κάποιον: «όσο και να τον σπρώχνω να δουλέψει, αυτός τίποτα, γιατί καλόμαθε στην τεμπελιά». 2. προωθώ, βοηθώ κάποιον: «λίγο τον έσπρωξε στη δουλειά του ο φίλος του κι αμέσως ορθοπόδησε ο άνθρωπος». 3. εξωθώ κάποιον στα άκρα, τον σπρώχνω στα άκρα: «το πάθος του γι’ αυτή τη γυναίκα τον έσπρωξε στο έγκλημα». 4. (για εμπορεύματα ή ναρκωτικά) προωθώ τη διακίνησή του στην αγορά, διαθέτω στην αγορά: «έφερε καινούριο εμπόρευμα και ψάχνει να βρει τρόπο να το σπρώξει». 5. επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «πήρε την γκόμενα στην γκαρσονιέρα του και την έσπρωχνε όλη τη νύχτα». Από την κίνηση του άντρα κατά την επιβολή της σεξουαλικής πράξης·
- σπρώχνω τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τα σπρώχνω (ενν. τα λεφτά μου, τα χρήματά μου), τα βάζω, τα ποντάρω στο τζόγο: «όσα λεφτά βγάζει, πάει και τα σπρώχνει σαν βλάκας»·
- τον σπρώχνω στα άκρα, βλ. λ. άκρο·
- του τα σπρώχνω (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), τον δωροδοκώ: «έχω βρει έναν μέσα στη Νομαρχία και κάθε φορά που έχω πάρε δώσε με το δημόσιο, του τα σπρώχνω και μου τελειώνει τη δουλειά στο άψε σβήσε».