Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σπουδάζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σπουδάζω, ρ. [<αρχ. σπουδάζω (= βιάζομαι) <σπουδή], σπουδάζω. 1. αποκτώ πολλές γνώσεις, μεγάλη πείρα: «εμένα να μ’ ακούς γιατί τη σπούδασα τη ζωή». 2. συμβουλεύω, καθοδηγώ, προσφέρω τις γνώσεις μου σε κάποιον για καλό ή για κακό: «ποιος σε σπούδασε και μας τα λες αυτά;». (Λαϊκό τραγούδι: σε γελάσανε, μη χάνεις τον καιρό σου, δε σε σπούδασε καλά ο δάσκαλός σου).