Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σοφάς

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σοφάς, ο, ουσ. [<τουρκ. sofa], χαμηλός καναπές ή κρεβάτι, το μεντέρι και, παλιότερα, ιδίως στα σπίτια της επαρχίας, ο ιδιαίτερος χώρος, που ήταν υπεριψωμένος στο βάθος δωματίου και που προοριζόταν για κατάκλιση, για ανάπαυση, καθώς και το δωμάτιο στο οποίο υπήρχε ο σοφάς: «ξάπλωσε για λίγο στο σοφά να ξεκουράσει το κορμί του || ήταν όλοι μαζεμένοι στο σοφά κι άκουγαν τον παππού να διηγείται παλιές ιστορίες». (Λαϊκό τραγούδι: στο σοφά τ’ αρχοντολόι τρώει, πίνει, ξανατρώει καφεδάκι, κομπολόι κι ας ψοφάει το φτωχολόι).