Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σουσάμι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σουσάμι, το, ουσ. [<τουρκ. susam <αραβ. sisam <αρχ. σήσαμον], το σουσάμι, ιδίως εύχρ. στη φρ. άνοιξε σουσάμι!μαγική υποτίθεται φρ. που πραγματοποιεί με θαυματουργό τρόπο κάποια επιθυμία μας. Αναφορά στο ανατολίτικο παραμύθι της Χαλιμάς Ο Αλή Μπαμπάς και οι σαράντα κλέφτες, όπου η φρ. αυτή χρησίμευε ως μαγικό πρόσταγμα για να κυλήσει ένας μεγάλος βράχος που έκλεινε το άνοιγμα της σπηλιάς, όπου οι κλέφτες έκρυβαν τους θησαυρούς που έκλεβαν.