Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σουβλιά
σουβλιά κ. σουγλιά, η, ουσ. [<σουβλί + κατάλ. -ιά], η σουβλιά· στιγμιαίος διαπεραστικός σωματικός ή ψυχικός πόνος: «ξαφνικά ένιωσα μια σουβλιά στην καρδιά || κάθε του λόγος ήταν και μια σουβλιά για μένα».
σουβλιά κ. σουγλιά, η, ουσ. [<σουβλί + κατάλ. -ιά], η σουβλιά· στιγμιαίος διαπεραστικός σωματικός ή ψυχικός πόνος: «ξαφνικά ένιωσα μια σουβλιά στην καρδιά || κάθε του λόγος ήταν και μια σουβλιά για μένα».