Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σουβλερός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σουβλερός κ. σουγλερός, -η, -ο, επίθ. [<σουβλί + κατάλ. -ερός], σουβλερός· που είναι διαπεραστικός, που είναι πολύ έντονος: «φέτος το χειμώνα είχε σουβλερό κρύο || ξαφνικά, ένιωσα ένα σουβλερό πόνο στο στομάχι».