Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σοβαρός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σοβαρός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. σοβαρός <σοβῶ], σοβαρός· το ουδ. ως ουσ. το σοβαρό,(στη γλώσσα της αργκό) δηλώνει το μπλόκο (βλ. Ηλ. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα τραγούδια, σελ. 142). (Λαϊκό τραγούδι: πάρε σειρά, γιατί, μπορεί, ίσως, να μην προκάνεις, μη μας συμβεί το σοβαρό και τη σειρά σου χάνεις). Επίρρ. σοβαρά. Σε ερωτηματικό τύπο σοβαρά; α. δηλώνει έκπληξη ή απορία για κάτι που μας λέει κάποιος, επειδή μας φαίνεται απίστευτο: «τον άλλο μήνα παντρεύεται ο τάδε. -Σοβαρά; Αυτός ήταν κατά του γάμου!». β. δηλώνει και έκπληξη ή απορία με ειρωνική διάθεση: «θα μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου για μια βδομάδα; -Σοβαρά;»·
- δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά, είναι ανόητος, γελοίος, είναι ανάξιος λόγου: «ασ’ τον να λέει ό,τι θέλει, γιατί δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά»·
- είσαι σοβαρός; έκφραση απορίας, έκπληξης ή αγανάκτησης σε κάποιον που μας λέει ή μας ζητάει απίθανα ή παράλογα πράγματα: «είσαι σοβαρός, που θέλεις ν’ αφήσω τη δουλειά μου για να πάω να πληρώσω την επιταγή σου;»·
- έχει σοβαρές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχω σοβαρό σκοπό, βλ. λ. σκοπός·
- μεταξύ σοβαρού και αστείου, βλ. λ. αστείος·
- μιλάς σοβαρά; ή μιλάς στα σοβαρά; δηλώνει έκπληξη με την έννοια σίγουρα δε μιλάς σοβαρά, απορώ με αυτό που μου λες: «επειδή βαριέμαι να πάω μέχρι τη Δ.Ε.Η. να πληρώσω το φως του σπιτιού μου, θα πας εσύ να μου το πληρώσεις; -Μιλάς σοβαρά;»·
- μιλώ σοβαρά ή μιλώ στα σοβαρά, σοβαρολογώ: «άκουσε προσεκτικά αυτά που θα σου πω, γιατί μιλώ σοβαρά»·
- το λες σοβαρά; ή το λες στα σοβαρά; βλ. συνηθέστ. μιλάς σοβαρά(;)·
- το λέω σοβαρά ή το λέω στα σοβαρά, βλ. συνηθέστ. μιλώ σοβαρά·
- το παίρνω σοβαρά ή το παίρνω στα σοβαρά, υπολογίζω αυτό που μου λέει κάποιος ή αυτό που συμβαίνει και καθορίζω τη μετέπειτα στάση μου: «πρόσεχε πώς του μιλάς, γιατί, ό,τι του λες, το παίρνει στα σοβαρά και μπορεί να βρεθείς προ εκπλήξεων».

αστείος

αστείος, -εία, -είο, επίθ. [<αρχ. ἀστεῖος (= πολιτισμένος) <ἄστυ (= πόλη)], αστείος. 1. που στερείται σοβαρότητας, που προκαλεί ειρωνικά γέλια, που είναι γελοίος και, κατ’ επέκταση, που είναι ασήμαντος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «κατάντησες πολύ αστείος άνθρωπος με τις γελοιότητές σου || έχεις πολύ αστείο ντύσιμο || δεν ασχολούμαι με αστείες υποθέσεις || αυτά είναι αστεία κέρδη». 2. το ουδ. ως ουσ. το αστείο, έξυπνος λόγος, έξυπνη ενέργεια ή διήγηση που προκαλεί γέλιο: «μας είπε ένα πολύ πετυχημένο αστείο και ξεραθήκαμε στα γέλια». Υποκορ. αστειάκι, το. Επίρρ. αστεία. (Ακολουθούν 46 φρ.)·
- αθώο αστείο, που δεν έχει σκοπό να γελοιοποιήσει κάποιον, που είναι ανυστερόβουλο: «ήταν ένα αθώο αστείο, γι’ αυτό δεν πρέπει να μου κρατάς κακία»·
- άνοστο αστείο, που δεν προκαλεί γέλιο, που είναι σαχλό: «μας είπε τόσο άνοστο αστείο, που ήθελες γαργαλιέρα για να γελάσεις»·
- άσ’  τ’ αστεία, παρακλητική έκφραση σε κάποιον να σοβαρευτεί. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έλα·
- αστεία δικαιολογία, που δεν είναι σοβαρή, που δε γίνεται πιστευτή: «πες μου κάτι σοβαρό για το λόγο που άργησες, γιατί αυτό που μου λες είναι αστεία δικαιολογία»·
- αστεία δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αστεία λες; βλ. συνηθέστ. αστειεύεσαι; λ. αστειεύομαι·
- αστεία πράγματα! ή αστείο πράγμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- αστείο ποσό, βλ. λ. ποσό·
- γι’ αστεία ή γι’ αστείο, βλ. φρ. στ’ αστεία. (Λαϊκό τραγούδι: τσαντίστηκε ο Μαστραπάς κι έγινε πάλι σαματάς μες στης χήρας την ταβέρνα, με το κέρνα-ξανακέρνα, γιατί είπανε γι’ αστείο της μικρής: έλα στο θείο!
- δε σηκώνω αστεία, δε δέχομαι αστεϊσμούς, είτε γιατί είμαι σοβαρός είτε γιατί είμαι ιδιότροπος ή δύστροπος: «θέλω να ’σαι σοβαρός απέναντί μου, γιατί δε σηκώνω αστεία»·
- δεν είναι αστείο πράγμα να..., βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν είναι ώρα γι’ αστεία, βλ. λ. ώρα·
- δεν κάνω αστεία, α. μιλώ, ενεργώ σοβαρά, δεν αστειεύομαι, σοβαρολογώ: «πρόσεξέ με καλά, γιατί δεν κάνω αστεία». (Λαϊκό τραγούδι: ψηλά τα χέρια, φώναξε, ληστεία! Δεν κάνει το μπιστόλι μου αστεία). β. είμαι ιδιότροπος, δύστροπος: «θέλω να τον πάρεις πολύ στα σοβαρά, γιατί δεν κάνει αστεία»·
- δεν παίρνω από αστεία, βλ. λ. δε σηκώνω αστεία·
- δεν το λέω αστεία, μιλώ σοβαρά, σοβαρολογώ: «πρόσεξε καλά αυτό που θα σου πω, γιατί δεν το λέω αστεία»·
- έξυπνο αστείο, που προκαλεί το γέλιο: «μας είπε ένα έξυπνο αστείο και γελάσαμε με την καρδιά μας»·
- κάνω αστεία, συμπεριφέρομαι με τέτοιο τρόπο, ώστε να προκαλέσω το γέλιο στην ομήγυρη: «ευτυχώς που έχουμε στην παρέα μας τον τάδε και γελάμε κάθε τόσο με τ’ αστεία που μας κάνει». (Τραγούδι: του φέρνω δώρα, δεν τα φορά, του κάνω αστεία,δε μου γελά
- κρύο αστείο, που είναι ανόητο, σαχλό, που δεν προκαλεί το γέλιο: «μας είπε ένα κρύο αστείο και περίμενε να γελάσουμε κι από πάνω!»·
- λέει αστεία, λέγεται ειρωνικά για άτομο που μας ζητάει απίθανα ή παράλογα πράγματα. Συνήθως της φρ. προτάσσεται διπλό ή τριπλό χα και είναι πολλές φορές που η φρ. κλείνει με το ο άνθρωπος, οπότε έχουμε χα χα, λέει αστεία ο άνθρωπος·
- λέω αστεία, λέω ανέκδοτα που προκαλούν το γέλιο: «ξέρει και λέει έξυπνα αστεία»· βλ. και φρ. το λέω γι’ αστεία·
- με τ’ αστεία, α. χωρίς σοβαρότητα, με τα ψέματα: «με τ’ αστεία δε γίνονται δουλειές». β. λέγεται για επιτυχία που δεν την περίμενε κανείς, γιατί δεν υπήρχε η επιδίωξη, τα φόντα ή οι προϋποθέσεις: «μπλέχτηκε με μια δουλειά για να περνάει την ώρα του και με τ’ αστεία έκανε ολόκληρη περιουσία»·
- μεταξύ σοβαρού και αστείου, λέγεται για κάτι που υποτίθεται πως το λέμε χωρίς να σοβαρολογούμε, αλλά κατά κάποιον τρόπο το εννοούμε: «μόλις ήρθαν στο κέφι, του ζήτησε μεταξύ σοβαρού και αστείου να του επιστρέψει εκείνα τα λεφτά που του είχε δανείσει πριν από καιρό»·
- μην το πεις ούτε γι’ αστείο, έκφραση με την οποία απαγορεύουμε κατηγορηματικά σε κάποιον να εκφραστεί για κάποιο θέμα αντίθετα από τη δική μας άποψη: «δηλαδή δε θα τον βοηθήσουμε; -Μην το πεις ούτε γι’ αστείο», δηλ. αποκλείεται να τον βοηθήσουμε·
- να λείπουν τ’ αστεία, λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε σοβαρότητα σε μια συζήτηση ή μια διαδικασία: «από δω και πέρα να λείπουν τ’ αστεία, γιατί πρέπει να συζητήσουμε σοβαρά»· βλ. και φρ. δε σηκώνω αστεία·
- νόστιμο αστείο, που είναι ευχάριστο και προκαλεί γέλιο: «μας είπε ένα νόστιμο αστείο και γελάσαμε»·
- ούτε γι’ αστείο, έκφραση που δηλώνει την αμετάκλητη απόφαση που πήραμε για κάτι και που συνήθως είναι αρνητική: «αν σου ζητήσει τη βοήθειά σου δε θα τον βοηθήσεις; -Ούτε γι’ αστείο || αν σου στείλει πρόσκληση θα πας; -Ούτε γι’ αστείο», δηλ. δε θα τον βοηθήσω, δε θα πάω·
- όχι, αστεία, έκφραση με την οποία δηλώνουμε τη σοβαρότητα κάποιας ενέργειας ή υπόθεσης. Συνήθως δίνεται ως απάντηση σε κάποιον που από άγνοια μας ρωτάει σοβαρά(;)·
- όχι αστεία! έκφραση για να δηλωθεί η ένταση μιας έκφρασης, μιας ενέργειας ή το μέγεθος, ο όγκος ενός πράγματος: «αυτή είναι αγάπη, όχι αστεία! || αυτό ήταν μάλωμα, όχι αστεία! || αυτή είναι βίλα, όχι αστεία!»·
- παίρνω γι’ αστεία ή παίρνω γι’ αστείο, θεωρώ ότι έγινε ή ειπώθηκε κάτι με κύριο σκοπό την πρόκληση γέλιου: «έχε χάρη που πήρα γι’ αστείο αυτό που έκανες, γιατί αλλιώς θα ’χες κακά ξεμπερδέματα»·
- παίρνω στ’ αστεία ή παίρνω στ’ αστείο, δε δίνω την απαιτούμενη προσοχή, την απαιτούμενη σοβαρότητα: «μην παίρνεις στ’ αστεία την υπόθεση, γιατί μπορεί να μπλέξουμε όλοι»·
- παράγινε τ’ αστείο, λέγεται στην περίπτωση που κάποια συζήτηση ή κατάσταση έχει υπερβεί το όριο της σοβαρότητας: «σοβαρευτείτε, επιτέλους, λιγάκι για να κουβεντιάσουμε, γιατί παράγινε τ’ αστείο»·
- σαχλό αστείο, που είναι ανόητο, χαμηλής ποιότητας, που δεν προκαλεί το γέλιο: «μας είπε ένα σαχλό αστείο κι εμείς βάλαμε τις γαργαλιέρες μας για να γελάσουμε»·
-  στ’ αστεία, όχι σοβαρά, στα ψέματα: «μην τα παίρνεις τοις μετρητοίς, γιατί, ό,τι είπα, το ’πα στ’ αστεία». (Λαϊκό τραγούδι: χορεύαμ’ ένα βαλς ίδιο μ’ εκείνα που κάποτε μαγεύαν την Αθήνα και γίνηκε για χάρη μου ληστεία. Τι κρίμα που όλ’ αυτά ήταν στ’ αστεία
- τέλειωσαν τ’ αστεία, βλ. φρ. τέρμα τ’ αστεία·
- τέρμα τ’ αστεία, βλ. λ. τέρμα·
- το αστείο είναι ότι…, το περίεργο είναι ότι…: «το αστείο είναι ότι, αντί να μου επιστρέψει τα δανεικά που μου χρωστούσε, ήρθε και μου ζητούσε κι άλλα!»·
- το αστείο στην υπόθεση είναι ότι…, βλ. φρ. το αστείο του πράγματος είναι ότι(…)·
- το αστείο του πράγματος είναι ότι…, το περίεργο στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι…: «το ότι δε μου επέστρεψε τα δανεικά που μου χρωστάει, μπορώ να του το συγχωρήσω αλλά το αστείο του πράγματος είναι ότι έρχεται συνεχώς και μου ζητάει κι άλλα»·
- το γυρίζω στ’ αστείο, βλ. φρ. το ρίχνω στ αστείο·
- το κάνω γι’ αστεία ή το κάνω γι’ αστείο ή το κάνω στ’ αστεία ή το κάνω στ’ αστείο, η συμπεριφορά μου έχει ως κύριο σκοπό την πρόκληση του γέλιου: «μην τον παρεξηγείς, γιατί, ό,τι κάνει, το κάνει γι’ αστεία»·
- το λέω γι’ αστεία ή το λέω γι’ αστείο ή το λέω στ’ αστεία ή το λέω στ’ αστείο, αστειεύομαι, δε σοβαρολογώ: «εγώ το ’πα γι’ αστεία κι αυτός παρεξηγήθηκε»·
- το ρίχνω στ’ αστείο, αρχίζω να κάνω ή να λέω αστεία, αστειεύομαι, διακωμωδώ μια κατάσταση: «επειδή μια ζωή την έχουμε, κάθε φορά που μου ’ρχονται δύσκολα τα πράγματα, το ρίχνω στ’ αστείο». (Τραγούδι: το χρήμα το περιφρονώ και κάθε μεγαλείο κι αν τύχει κάπου και πονώ το ρίχνω στο αστείο
- φτηνό αστείο, αστεϊσμός, αστείο που ενοχλεί, που είναι χαμηλής ή κακής ποιότητας, που θίγει. (Λαϊκό τραγούδι: μεγάλες κουβέντες, αστείο φτηνό, αφού σ’ αγαπάω, όπου κι αν πάω, για σένα ρωτώ
- χοντρό αστείο, βλ. φρ. χοντροκομμένο αστείο·
- χοντροκομμένο αστείο, χυδαίος αστεϊσμός, που γελοιοποιεί πρόσωπα ή καταστάσεις: «όταν υπάρχουν οι γυναίκες μας στην παρέα, δε θέλω χοντροκομμένα αστεία από κανέναν»·
- χωρίς αστεία, εντελώς σοβαρά: «μεταξύ μας και χωρίς αστεία, ο τάδε είναι μεγάλος απατεώνας». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό ο Μάρκος, βρε παιδιά, και σεις χωρίς αστεία, να τρέξετε στον υπουργό να πάρω αμνηστία).

σκοπός

σκοπός, ο, ουσ. [<αρχ. σκοπός]. 1. οτιδήποτε έχει κανείς στο νου του για πραγματοποίηση, οτιδήποτε προτίθεται κανείς να κάνει, η επιδίωξη, ο στόχος, η πρόθεση: «σκοπός του είναι να περάσει στο πανεπιστήμιο || δεν έχει σκοπό να παντρευτεί». 2. η μελωδία ενός μουσικού κομματιού, ενός τραγουδιού: «το τραγούδι είχε έναν παραπονιάρικο σκοπό». (Λαϊκό τραγούδι: με τη σειρά μου θα το πιω, τώρα τις τσίλιες μου κρατώ, αυτοί τον πίνουνε κι εγώ σφυρίζω της μαστούρας το σκοπό). 3. (στη γλώσσα του στρατού) ο φρουρός στρατιώτης: «ποιος είναι σκοπός μετά από σένα;». (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- αλλάζω σκοπό ή αλλάζω το σκοπό, ενεργώ, συμπεριφέρομαι διαφορετικά από ό,τι προηγουμένως προς το καλό ή προς το κακό: «κοίτα ν’ αλλάξεις σκοπό στη ζωή σου, γιατί έτσι όπως πας θα καταστραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: μια με θέλεις μια με διώχνεις άλλο τώρα δε βαστώ, πάψε κόλπα να μου κάνεις πριν αλλάξω το σκοπό).Συνών. αλλάζω βιολί / αλλάζω δρόμο (α) / αλλάζω τακτική·
- αντικειμενικός σκοπός, η κύρια, η βασική επιδίωξη: «ο κάθε άνθρωπος  έχει διαφορετικό αντικειμενικό σκοπό στη ζωή του. Άλλοι νοιάζονται για τα λεφτά κι  άλλοι νοιάζονται για το πνεύμα»·
- από σκοπού, επίτηδες, σκόπιμα: «ό,τι είπε, το ’πε από σκοπού για να σε πληγώσει || ό,τι κι αν έκανε, το ’κανε από σκοπού για να σε προσβάλει». (Λαϊκό τραγούδι: από σκοπού το κάνουνε και κακοσυζητούνε, μαζί μου σαν μιλήσουνε, αθώο θα με βρούμε
- βάζω σκοπό να…, βλ. φρ. το βάζω σκοπό να(…)·
- δεν έχει σκοπό να… ή δεν το ’χει σκοπό να…, δεν έχει την πρόθεση να…, δεν προβλέπεται να…: «ήρθε να με δει για λίγο και δεν έχει σκοπό να φύγει || απ’ ότι ξέρω, δεν το ’χει σκοπό να σου επιστρέψει τα λεφτά που σου χρωστάει || άδικα σε τραβολογάει τόσα χρόνια, κοπέλα μου, γιατί δεν έχει σκοπό να σε παντρευτεί»·
- δίνω σκοπό (σε κάποιον), βοηθώ, ενθαρρύνω κάποιον να επιτύχει στην επιδίωξή του: «όταν είσαι πελαγωμένος, κανείς δε σου δίνει σκοπό». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος θα μου κάνει κουράγιο να ζω, ποιος στη ζωή θα μου δίνει σκοπό, αν δεν έχω εσένα που τόσο αγαπώ)·  
- δίνω το σκοπό (σε κάποιον ή σε κάποιους), δίνω το ρυθμό για την εκτέλεση ενός μουσικού κομματιού, ενός τραγουδιού ή ενέργειας: «αρχικά ο δάσκαλος έδωσε το σκοπό, και οι μαθητές στη συνέχεια άρχισαν να τραγουδούν || οι εργάτες τεμπέλιαζαν, γιατί κανείς υποδείκνυε και δεν έδινε το σκοπό στο εργοτάξιο»·  
- είμαι σκοπός, φρουρώ: «ποιος είναι σκοπός μετά από μένα;»·
- επί σκοπόν! στρατιωτικό παράγγελμα που καλεί τους στρατιώτες να σημαδέψουν το στόχο τους. Αν χρειαστεί να γίνει η βολή, το παράγγελμα είναι πυρ(!)·
- έχω καλό σκοπό, (για άντρες) προτίθεμαι να δώσω αίσιο τέλος σε έναν ερωτικό μου δεσμό, προτίθεμαι να παντρευτώ τη γυναίκα με την οποία έχω ερωτικό δεσμό: «επειδή έχω καλό σκοπό, ο πατέρας της μ’ αφήνει να μπαινοβγαίνω στο σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν σ’ αγάπησα, κουκλί μου, πώς να σου το πω, σε λατρεύω κι έχω πάντα τον καλό σκοπό
- έχω πονηρό σκοπό, (για άντρα) προτίθεμαι, σκοπεύω να εκμεταλλευτώ κάποια γυναίκα ερωτικά: «κατάλαβε πως είχα πονηρό σκοπό και δεν ήρθε στο ραντεβού μας»· 
- έχω σκοπό, προτίθεμαι, σκοπεύω: «μόλις πάρω την άδειά μου, έχω σκοπό να πάω διακοπές στη Χαλκιδική»·
- έχω σοβαρό σκοπό, βλ. φρ. έχω καλό σκοπό·
- έχω το σκοπό μου, υπάρχει συγκεκριμένη πρόθεση, συγκεκριμένος λόγος που κάνω ή που θέλω να κάνω κάτι: «για να έρθει αυτός έτσι κουστουμαρισμένος στη δουλειά, σίγουρα έχει το σκοπό του». (Λαϊκό τραγούδι: έχεις το σκοπό σου κι όλα αυτά που κάνεις, ή να φύγω θέλεις ή να με πεθάνεις
- κάθομαι σκοπός, βλ. φρ. είμαι σκοπός·
- κάνω σκοπό ή κάνω σκοπό μου (κάτι), επιδιώκω επίμονα να πετύχω κάτι καλό ή κακό: «έφυγε μικρός απ’ το χωριό κι από τότε έκανε σκοπό να πετύχει στη ζωή του». (Τραγούδι: στρατιώτη, αν θες τη μάχη να κερδίσεις, μια κοπελίτσα κοίτα ν’ αγαπήσεις. όποιος το γυρισμό σκοπό δεν κάνει στρατιώτη μου, τον πόλεμο τον χάνει)·   
- με σκοπό, με μόνη επιδίωξη, με πρόθεση: «ήρθε στο μπαράκι μας με σκοπό να μαλώσει». (Λαϊκό τραγούδι: στην πλάκα στους Αέρηδες δυο ψευτοντερμπεντέρηδες καρτέρι μ’ έχουν στήσει, με πρόγραμμα και με σκοπό απ’ τα σένα π’ αγαπώ να κόψω αλισβερίσι
- ο παλιός σκοπός, μελωδία τραγουδιού παλαιότερης εποχής: «όταν πιάνω κάποιον παλιό σκοπό, πλημμυρίζει μέσα μου η νοσταλγία». (Λαϊκό τραγούδι: για χατίρι σου, κυρά μου, ξαναρχίζω τα παλιά μου· το ξενύχτι πάλι το πιοτό και καντάδες σε παλιό σκοπό
- ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, για την πραγματοποίηση ενός σκοπού, επιτρέπεται κάθε ενέργεια ακόμη και αθέμιτη. Πολλές φορές, λέγεται και ως δικαιολογία από το άτομο εκείνο που για την πραγματοποίηση του σκοπού του χρησιμοποίησε αθέμιτα μέσα·
- ο σκοπός είναι να..., η κύρια επιδίωξη, η κύρια πρόθεση είναι να…, κύριο μέλημά μας είναι να…: «ο σκοπός είναι να μπορέσουμε να βρούμε έναν χρηματοδότη, αν θέλουμε να στήσουμε τη δουλειά || ο σκοπός είναι να μπορέσουμε να φέρουμε τον τάδε τραγουδιστή στο χορό μας, αν θέλουμε να ’χουμε επιτυχία»·
- στον ίδιο σκοπό ή στον ίδιο το σκοπό, λέγεται για τη μηχανική και μονότονη επανάληψη των ίδιων καθημερινών πραγμάτων χωρίς την παραμικρή  πρωτοτυπία, πράγμα που δημιουργεί πλήξη και ανία: «βαρέθηκα να ζω τόσα χρόνια στον ίδιο το σκοπό». (Λαϊκό τραγούδι: ξημερώνει και βραδιάζει πάντα στον ίδιο το σκοπό· φέρτε μου να πιω το ακριβότερο πιοτό· εγώ πληρώνω τα μάτια π’ αγαπώ
- το βάζω σκοπό να…, επιδιώκω επίμονα να επιτύχω κάτι, καλό ή κακό: «το ’βαλα σκοπό να πάρω φέτος το πτυχίο μου, γι’ αυτό δε σηκώνω κεφάλι απ’ το βιβλίο || απ’ τη μέρα που τον κατηγόρησες στο διευθυντή του, το ’βαλε σκοπό να σε καταστρέψει». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, μετά το σκοπό ακολουθεί το της ζωής μου· 
- χορεύω στο δικό του (το) σκοπό, ενεργώ σύμφωνα με τις εκάστοτε επιθυμίες του: «έχουμε πολύ αυστηρό διευθυντή στο εργοστάσιο που δουλεύω και βαρέθηκα να χορεύω στο δικό του το σκοπό».