Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σοβάς

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σοβάς κ. σουβάς, ο, ουσ. [<τουρκ. sova και suva], ο σοβάς· συνήθως στον πλ. οι σοβάδες, (ειρωνικά) τα διάφορα καλλυντικά του προσώπου, ιδίως αυτά που έχουν τη μορφή αλοιφής: «τον πιάνουν τα νεύρα, κάθε φορά που βλέπει τη γυναίκα του να πασαλείβεται με σοβάδες».