σμίξιμο
σμίξιμο, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. σμίγω + κατάλ. -ιμο]. 1.
η συνάντηση δυο ή περισσοτέρων ατόμων: «χαροποίησε όλους το σμίξιμο της παλιάς
παρέας μας || το σμίξιμο του ζευγαριού ύστερα από πολύμηνο χωρισμό έφερε τη χαρά
στις δυο οικογένειες». 2. η ερωτική συνεύρεση: «απ’ τη μέρα που
πρωτοπήγε με γυναίκα, έχει συνέχεια το σμίξιμο στο μυαλό του»·
- το πολύ το σμίξιμο φέρνει και το μπήξιμο, βλ. λ. μπήξιμο.
μπήξιμο
μπήξιμο,
το,ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ.
μπήγω + κατάλ. -ιμο], το μπήξιμο· η επιβολή της σεξουαλικής πράξης με βίαιο
τρόπο: «της έκανε τέτοιο μπήξιμο, που ούρλιαζε μια ώρα απ’ τον πόνο»·
- το
συχνό το σμίξιμο, φέρνει και το μπήξιμο, οι συχνές επαφές ανάμεσα σε έναν άντρα και μια
γυναίκα έχουν ως φυσικό επακόλουθο τη συνουσία: «το συχνό το σμίξιμο, φέρνει
και το μπήξιμο, κι αφού αυτός κι αυτή είναι κάθε μέρα μαζί, αποκλείεται να μην
το έχουν κάνει».