Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σκύλος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σκύλος, ο, ουσ. [<αρχ. σκύλος], ο σκύλος. 1. (υβριστικά) άνθρωπος κακός, αδιάντροπος, κυνικός, ο παλιάνθρωπος: «τόσο καλό κορίτσι και παντρεύτηκε ένα σκύλο, που δε θέλεις να του πεις ούτε καλημέρα». 2. (υβριστικά) άνθρωπος άσπλαχνος, σκληρόκαρδος: «είναι τόσο σκύλος, που δεν έχει βοηθήσει ποτέ άνθρωπο». 3. άνθρωπος ακούραστος, ακατάβλητος: «φόρτωσέ τον όση δουλειά θέλεις και μη φοβάσαι, γιατί είναι σκύλος». 4. άνθρωπος ανυποχώρητος: «είναι τόσο σκύλος, που, αν του μπει κάτι στο μυαλό του, δεν μπορείς να του αλλάξεις γνώμη». 5. είδος καρχαρία: «ο σκύλος δεν έχει πολύ μεγάλο μέγεθος»· βλ. και λ. σκυλάς και σκυλί. (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- δουλεύει σαν σκύλος ή δουλεύει σαν τον σκύλο, βλ. φρ. δουλεύει σαν σκυλί, λ. σκυλί. (Λαϊκό τραγούδι: σε ξένα εργοστάσια δουλεύω σαν τον σκύλο, μανούλα μου κι αγάπη μου, λεφτά για να σας στείλω
- έγινε σκύλος, βλ. φρ. έγινε σκυλί, λ. σκυλί·
- εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος της ουράς του, λέγεται σε εκείνες τις περιπτώσεις που πράξεις ή καθήκοντα μεταβιβάζονται από τον έναν στον άλλον, κι έτσι δεν εκτελούνται οι εντολές που δόθηκαν αρχικά από κάποιον: «πώς να προχωρήσει γρήγορα η δουλειά μ’ αυτούς που μάζεψα τριγύρω μου, απ’ τη στιγμή που εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος της ουράς του!»·
- εδώ χάνει ο σκύλος τον αφέντη του, βλ. συνηθέστ. εδώ χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, λ. μάνα·
- είναι σκύλος που δαγκάνει, είναι πολύ πιστός στην υπηρεσία κάποιου πλούσιου, επώνυμου ή εξέχοντος προσώπου και γίνεται επικίνδυνος, όταν αντιληφθεί πως κάποιος τους απειλεί: «πρόσεχε, μην πλησιάζεις πολύ απροειδοποίητα στον τάδε, γιατί αυτός που στέκεται λίγο πίσω του είναι σκύλος που δαγκάνει»·
- είναι σκύλος στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. είναι σκυλί στη δουλειά, λ. σκυλί·
- είχαμε σκύλο κι εβόηθα το λύκο, βλ. λ. λύκος·
- θέλει και την πίτα αφάγωτη και το σκύλο χορτάτο ή θέλει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο ή θέλει και την πίτα σωστή και το σκύλο χορτάτο, βλ. λ. πίτα·
- και η πίτα αφάγωτη και ο σκύλος χορτάτος ή και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος ή και η πίτα σωστή και ο σκύλος χορτάτος, βλ. λ. πίτα·
- και του κουμπάρου ο σκύλος, σύντεκνος είναι κι εκείνος, βλ. λ. σύντεκνος·
- μαλώνουν σαν το σκύλο με τη γάτα, βλ. συνηθέστ. τρώγονται σαν το σκύλο με τη γάτα·
- μπάτε σκύλοι αλέστε (κι αλεστικά μη δώστε), λέγεται ειρωνικά για σπίτι, κατάστημα, επιχείρηση ή δημόσια υπηρεσία, όπου, γενικά, δε φυλάγονται καλά τα συμφέροντα: «θα διαλύσει σίγουρα αυτή η επιχείρηση, γιατί είναι μπάτε σκύλοι αλέστε || απ’ τη μέρα που ανέλαβε η τάδε κυβέρνηση, όλα τα υπουργεία είναι μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μη δώστε»·
- μπρος φίλος και πίσω σκύλος, βλ. λ. φίλος·
- να χάνει ο σκύλος τον αφέντη του, βλ. συνηθέστ. να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, λ. μάνα·
- όποιος κοιμάται με σκύλους, σηκώνεται με ψύλλους, όποιος μπλέκει σε βρόμικες, σε ύποπτες υποθέσεις, υφίσταται και τις δυσάρεστες συνέπειες: «ξέκοψε απ’ τις κακές παρέες που κάνεις, γιατί όποιος κοιμάται με σκύλους, σηκώνεται με ψύλλους». Συνών. όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες / όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια / όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του / όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του / όποιος πάει στο βάλτο να κυνηγήσει, θα γελαστεί·      
- πετώ (σε κάποιον κάτι) όπως πετάνε στο σκύλο το ψωμί, δίνω σε κάποιον κάτι με προσβλητικό, με υποτιμητικό τρόπο: «ξέχασε τι φτώχειες που είχε και τώρα που τα κονόμησε και του ζητάω κάτι, μου το πετάει όπως πετάνε στο σκύλο το ψωμί». (Λαϊκό τραγούδι: αυτά τα λίγα ψίχουλα κι αν θα μου τάξεις, σου τα πληρώνω μ’ οποιαδήποτε τιμή· και θα τα πάρω, και αν ακόμα τα πετάξεις, όπως πετάνε σ’ ένα σκύλο το ψωμί   
- σαν το σκύλο με τη γάτα, λέγεται σε περίπτωση έντονης και συνεχούς διαμάχης, ιδίως ανάμεσα σε δυο άτομα: «εξακολουθούν να μαλώνουν τα δυο αδέρφια; -Σαν το σκύλο με τη γάτα»·
- στου σκύλου το προσκέφαλο, ψωμί δεν ξημερώνει, οι άπληστοι επιδιώκουν να βγάλουν κέρδος από παντού: «μόνο αν μπλέξεις μ’ αυτόν το φαταούλα θα καταλάβεις, γιατί στου σκύλου το προσκέφαλο, ψωμί δεν ξημερώνει»·  
- το μπαστούνι για τους σκύλους κι η ψωλή είναι για τους φίλους, βλ. λ.ψωλή·
- τον έκανα σκύλο, βλ. συνηθέστ. τον έκανα σκυλί, λ. σκυλί·
- τρώγονται σαν το σκύλο με τη γάτα, δε μονοιάζουν ποτέ, δεν τα πάνε καθόλου καλά μεταξύ τους, βρίσκονται σε συνεχή διαμάχη, είτε επειδή έχουν κάποια οικονομική ή άλλη διαφορά είτε επειδή είναι κακότροποι είτε επειδή είναι ασυμβίβαστοι χαρακτήρες: «δυο αδέρφια είναι κι απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας τους, τρώγονται σαν το σκύλο με τη γάτα για τα κληρονομικά || είναι τόσο στραβόξυλα και οι δυο, που χρόνια τώρα τρώγονται σαν το σκύλο με τη γάτα». (Λαϊκό τραγούδι: το εξεφτέλισαν το αντρικό το φύλο. Κι όπως τρωγόμαστε σα γάτα με το σκύλο, το θηλυκό σε μια στιγμή, στην παραζάλη, μας αμολάει το βιτριόλι στο κεφάλι
- φαγώνονται σαν το σκύλο με τη γάτα, βλ. συνηθέστ. τρώγονται σαν το σκύλο με τη γάτα.

λύκος

λύκος, ο, θηλ. λύκαινα, η (βλ. λ.), ουσ. [<αρχ. λύκος], ο λύκος. 1α. το λυκόσκυλο: «επειδή το σπίτι του βρίσκεται σε μια ερημική τοποθεσία, έχει πάρει έναν λύκο για να το φυλάει». β. άνθρωπος άπληστος, άρπαγας, σκληρός: «μην κάνεις συνεταιρισμό μ’ αυτόν το λύκο, γιατί θα σε γδάρει». 2. ο επικρουστήρας παλιών πυροβόλων όπλων, ο κόκορας: «σήκωσε το λύκο και σημάδεψε». 3. επώδυνη μακροχρόνια δερματοπάθεια, που διαβρώνει τους ιστούς του δέρματος: «είχε ένα πρόβλημα με το δέρμα του κι όταν ο δερματολόγος διέγνωσε λύκο, πανικοβλήθηκε ο φουκαράς». 4. γενική ονομασία διάφορων παρασιτικών φυτών: «κάθε τόσο καθαρίζει το λύκο απ’ τον κήπο του, γιατί μπορεί και να του πνίξουν τα φυτά». 5. (στη γλώσσα της φυλακής) ο κρατούμενος που υπολογίζεται ως αρχηγός: «μόλις μπαίνει ο λύκος μέσα στο θάλαμο, όλοι στέκονται σούζα». (Ακολουθούν 52 φρ.)·
- άι στο λύκο! βλ. φρ. άι στον κόρακα! λ. κόρακας·
- απ’ τα μετρημένα τρώει ο λύκος ή ο λύκος απ’ τα μετρημένα τρώει, λέγεται γι’ αυτούς που έχουν την εντύπωση πως με την υπερβολική προφύλαξη της περιουσίας τους αποφεύγουν το ενδεχόμενο κλοπής ή σφετερισμού της: «αν θέλω να σε κλέψω, φίλε μου, θα σε κλέψω, γιατί πρέπει να ξέρεις πως απ’ τα μετρημένα τρώει ο λύκος»·
- αρνί που βλέπει ο Θεός, ο λύκος δεν το τρώει, βλ. λ. αρνί·
- αρνί που φεύγει απ’ το κοπάδι (απ’ τη στάνη, απ’ το μαντρί), το τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- αυτός που υπομένει, το λύκο διαφεντεύει, αυτός που ξέρει να έχει υπομονή, με τον καιρό επιβάλλεται και σε άτομο που μπορεί να είναι και ισχυρότερό του: «κράτα τα νεύρα σου και τους θυμούς σου γιατί, αυτός που υπομένει, το λύκο διαφεντεύει»·
- άφησαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, βλ. συνηθέστ. έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, βλ. λ. κεφάλι·
- γλίτωσα απ’ του λύκου τα δόντια, βλ. συνηθέστ. γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα·
- γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα, διέφυγα από μεγάλο, από θανάσιμο κίνδυνο: «την τελευταία στιγμή πετάχτηκα έξω απ’ τ’ αυτοκίνητο, που έπεσε στο γκρεμό, και γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα»·
- έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, λέγεται στην περίπτωση που αναθέτουν τη φύλαξη κάποιων πραγμάτων σε άτομο αναξιόπιστο. Συνών. έβαλαν την αλεπού να φυλάει τις κότες·
- είχαμε σκύλο κι εβόηθα το λύκο, λέγεται για εκείνους τους φίλους που ενώ έχουμε τη σιγουριά πως μας είναι πιστοί, στην πραγματικότητα μας προδίνουν και συμμαχούν με τους εχθρούς μας: «εγώ του εμπιστευόμουν όλα τα μυστικά της δουλειάς μου κι αυτός πήγαινε και τα μετέφερε στον ανταγωνιστή μου, και μέχρι να καταλάβω πως είχαμε σκύλο κι εβόηθα το λύκο, έπαθα μεγάλη ζημιά». Ο πλ. και όταν μιλάμε μόνο για τον εαυτό μας· 
- έπεσα στου λύκου τα δόντια, βλ. συνηθέστ. έπεσα στου λύκου το στόμα·
- έπεσα στου λύκου το στόμα, διέτρεξα σοβαρότατο, θανάσιμο κίνδυνο: «αν ήξερα πως θα ’πεφτα στου λύκου το στόμα, δε θ’ αποφάσιζα να πάω μ’ αυτούς τους ορειβάτες!»·
- θέλει και τα πρόβατα σωστά και το λύκο χορτάτο, βλ. λ. πρόβατο·
- θρέψε λύκο το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι, λέγεται για τους αχάριστους, που βλάπτουν τους ευεργέτες τους: «όσες φορές είχε ανάγκη, τον βοηθούσε, αλλ’ αυτός, αντί για ευχαριστώ, ψευδομαρτύρησε σε βάρος του στο δικαστήριο. -Θρέψε λύκο το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι». Συνών. φύλαξε φίδι το χειμώνα να σε δαγκώσει το καλοκαίρι·
- και τα πρόβατα σωστά και ο λύκος χορτάτος, βλ. λ. πρόβατο·
- κάποιος λύκος θα ψόφησε, α. λέγεται με απορία στην περίπτωση που κάποιος ενεργεί αντίθετα προς τις συνήθειές του: «μπορεί να μη δίνει ούτε στον άγγελό του νερό, όμως εμένα τα δανεικά που του ζήτησα μου τα ’δωσε αμέσως. -Κάποιος λύκος θα ψόφησε, γιατί αυτός είναι μεγάλος τσιγκούνης». β. λέγεται ειρωνικά σε άτομο που έρχεται ξαφνικά να μας επισκεφτεί ύστερα από πάρα πολύ καιρό: «βρε βρε, κάποιος λύκος θα ψόφησε για να ’ρθεις να με δεις». Συνών. κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε·
- λύκος με μορφή προβάτου, λέγεται για σκληρό, για αιμοβόρο άτομο, που μας ξεγελάει με το παρουσιαστικό του, γιατί έχει καλοκάγαθο πρόσωπο: «μην σε ξεγελάνε τα ευγενικά του χαρακτηριστικά, γιατί είναι λύκος με μορφή προβάτου»·
- λύκος μεταμφιεσμένος σε πρόβατο, βλ. φρ. λύκος με μορφή προβάτου·
- λύκος στα πρόβατα, έκφραση με την οποία τονίζουμε τις επιπτώσεις που έχει κανείς, όταν λέει συνεχώς ψέματα: «επειδή μας λέει συνεχώς ψέματα δεν τον πιστέψαμε, όταν μας είπε μια φορά αλήθεια και την έπαθε όπως με το λύκος στα πρόβατα, γιατί δεν τον βοηθήσαμε». Αναφορά σε μύθο του Αισώπου·   
- μ’ έστειλαν στου λύκου τα δόντια, βλ. συνηθέστ. μ’ έστειλαν στου λύκου το στόμα·
- μ’ έστειλαν στου λύκου το στόμα, αντιμετώπισα μεγάλο, θανάσιμο κίνδυνο: «αν ήξερα πως θα μ’ έστελναν στου λύκου το στόμα, θα καθόμουν στ’ αβγά μου»·
- μαύρος λύκος να σε φάει! είδος κατάρας·
- με τ’ αρνί είσαι ή με το λύκο; με ποιανού το μέρος είσαι, με του αδύνατου ή του δυνατού, με το μέρος του καλού ή του κακού(;): «ξέχνα για λίγο το συμφέρον σου και θέλω να μου μιλήσεις με το χέρι στην καρδιά. Με τ’ αρνί είσαι ή με το λύκο;»·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μπήκα στου λύκου το στόμα, διέτρεξα σοβαρότατο, θανάσιμο κίνδυνο: «είμαι δασοπυροσβέστης και δεν ξέρεις πόσες φορές, πέρσι με τις πυρκαγιές, μπήκα στου λύκου το στόμα»·
- να σε φάει ο λύκος! είδος κατάρας, που λέγεται χάριν αστεϊσμού. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μπα που·
- ο λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το νερό; βλ. λ. αρνί·
- ο λύκος γούνα αλλάζει, ο λύκος δεν αλλάζει, βλ. φρ. ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε, μηδέ την κεφαλή του·
- ο λύκος γούνα αλλάζει, το χούι δεν τ’ αλλάζει, βλ. φρ. ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε, μηδέ την κεφαλή του·
- ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη, δηλώνει πως περισσότερα κατορθώνει κανείς με την εξυπνάδα, την πονηριά, παρά με τη σωματική δύναμη: «ο άλλος ήταν πολύ πιο δυνατός, αλλά του ’κανε ένα τσαλιμάκι ο δικός σου και τον ξάπλωσε κάτω. -Ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη»·
- ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε μηδέ την κεφαλή του ή ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το πετσί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε μηδέ την κεφαλή του, το ήθος ή ο κακός χαρακτήρας του ανθρώπου δεν αλλάζει με τα χρόνια·
- ο λύκος με μύγες δε χορταίνει ή ο λύκος δε χορταίνει με μύγες, λέγεται για τους ισχυρούς, τους έξυπνους ή τους πλεονέκτες, που δε μένουν ικανοποιημένοι με μικρά οφέλη: «για να μου εγκρίνει το δάνειο, ήθελε το τριάντα τοις εκατό ο αθεόφοβος. -Ο λύκος με μύγες δε χορταίνει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. η αλεπού με ακρίδες δε χορταίνει ή η αλεπού δε χορταίνει με ακρίδες·  
- ο λύκος, όταν γερνάει, γίνεται των σκυλιών ο μασκαράς, όταν ο ισχυρός χάσει τη δύναμή του γίνεται περίγελος στο περιβάλλον του: «κάποτε τον έτρεμαν αλλά, τώρα που ξέπεσε τον κοροϊδεύουν όλοι γιατί, ο λύκος όταν γερνάει, γίνεται των σκυλιών ο μασκαράς»·
- ο λύκος στη γειτονιά του αρνί δεν αρπάζει, πολλοί άνθρωποι επιδεικνύουν καλή συμπεριφορά στο άμεσό τους περιβάλλον : «είναι πολύ αλήτης άνθρωπος αλλά, στη γειτονιά μας κάνει την αθώα περιστερά γιατί, βλέπεις, ο λύκος στη γειτονιά του αρνί δεν αρπάζει»·
- ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται, ο παράνομος, ο κακός ή ο φαύλος χαίρεται σε περίοδο κοινωνικής αναστάτωσης ή αναταραχής, γιατί τότε ευνοούνται ευκολότερα τα παράνομα σχέδια του ή οι άνομες επιδιώξεις του: «παρακαλάει να μην μπορέσει κανένα κόμμα να κάνει κυβέρνηση, γιατί χτίζει κάπου ένα αυθαίρετο κι ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται»·
- ο λύκος στην ανεμοζάλη χαίρεται, βλ. συνηθέστ. ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται·
- ο λύκος τρίχα αλλάζει, τη γνώμη δεν αλλάζει, βλ. φρ. ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε, μηδέ την κεφαλή του·
- οι λύκοι θέλουν πρόβατα, οι έξυπνοι, οι επιτήδειοι ή οι κακοί αναζητούν αφελείς ή αγαθούς ανθρώπους για να τους εκμεταλλευτούν: «μην μπλέξεις με τους ανθρώπους της πιάτσας, γιατί οι λύκοι θέλουν πρόβατα»·
- όποιος γίνεται αρνί, τον τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- όταν δεις λύκου αχνάρια, έχε το νου σου στα πρόβατα, πάντα πριν από ένα κακό ή μια αποτυχία, υπάρχουν σημάδια που μας προειδοποιούν για τον επερχόμενο κίνδυνο»·
- πεινώ σαν λύκος ή πεινώ σαν το λύκο, πεινώ υπερβολικά: «βάλε μου γρήγορα να φάω, γιατί πεινώ σαν λύκος». Από το ότι ο λύκος δε βρίσκει εύκολα τροφή·
- πέρασα απ’ του λύκου τα δόντια, βλ. συνηθέστ. πέρασα απ’ του λύκου το στόμα·
- πέρασα απ’ του λύκου το στόμα, διέτρεξα σοβαρότατο, θανάσιμο κίνδυνο: «ήταν τόσο δυνατή η τράκα, που πέρασα απ’ του λύκου το στόμα»·
- περιμένει σαν λύκος, είναι άπληστος, άρπαγας, σκληρός: «πηγαίνει στους χώρους που γίνονται πλειστηριασμοί και περιμένει σαν λύκος ν’ αρπάξει την ευκαιρία». (Λαϊκό τραγούδι: ο θάνατός σου η ζωή μου συναντούσα, βασανιζόμουνα, εδάκρυζα, πονούσα γιατί οι άνθρωποι σαν λύκοι καρτερούν
- πέφτω στον πρώτο λύκο, (στη γλώσσα της αργκό) χάνω ξαφνικά χρήματα, παθαίνω αναπάντεχη ζημιά: «όπως έγινε σήμερα η ζωή, μόλις κερδίσεις μερικά λεφτά, πέφτεις στον πρώτο λύκο και δε σου μένει πάλι φράγκο»·
- σώθηκα απ’ του λύκου τα δόντια, βλ. συνηθέστ. γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα·
- σώθηκα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. φρ. γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα·
- τα μετρημένα πρόβατα, ο λύκος δεν τα τρώει, όταν κάνουμε σωστούς λογαριασμός δεν υπάρχει περίπτωση να έχουμε καμιά απώλεια: «να προσέχεις καλά το βιος σου, να ελέγχεις κάθε τόσο το έχει σου για να ’χεις το κεφάλι σου ήσυχο γιατί, τα μετρημένα πρόβατα, ο λύκος δεν τα τρώει»·
- το μισιακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος, βλ. λ. μισιακός·
- τρώει σαν λύκος ή τρώει σαν το λύκο, είναι αχόρταγος, αδηφάγος: «μην πάρετε και τον τάδε στο γεύμα, γιατί τρώει σαν λύκος και δε θα προλάβετε να φάτε τίποτα». Από το ότι ο λύκος που βρίσκει δύσκολα τροφή, όταν τη βρίσκει, τρώει με μεγάλη λαιμαργία. Συνών. τρώει σαν βόδι / τρώει σαν δράκος / τρώει σαν φίδι·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι.

πίτα

πίτα, η, ουσ. [<μσν. πίτα <αρχ. πίττα], η πίτα. 1. η βασιλόπιτα: «σε ποιον έπεσε το φλουρί της πίτας;». 2. αγαθό προς διανομή: «όλοι οι εργολάβοι δημόσιων έργων ενδιαφέρονται να πάρουν ένα μέρος της πίτας απ’ τα έργα της Ολυμπιάδας». 3. στον πλ. οι πίτες, (στη γλώσσα της αργκό) είδος χτενίσματος με τούφες μαλλιών προς το μέτωπο και λίγο πλάγια που από την πολλή μπριγιαντίνη ήταν πλακουτσωτές: «παρόμοιο χτένισμα με πίτες, έκαναν οι κουτσαβάκηδες»· βλ. και λ. αφέλεια (2β). 4α. ως επίρρ. (για χώρους) εντελώς γεμάτος: «είναι πίτα το μαγαζί || είναι πίτα το θέατρο». β. (για ανθρώπους ή αντικείμενα) πολύ στριμωχτά: «τα βάλαμε πίτα για να χωρέσουν τόσα ρούχα σ’ ένα βαλιτσάκι || καθίσαμε τέσσερις στις πίσω θέσεις του αυτοκινήτου και φτάσαμε πίτα». Υποκορ. πιτούλα, η και πιτίτσα, η και πιτάκι, το. (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί ή από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί, δεν πρέπει να ενδιαφέρεται κανείς για πράγματα που δεν τον αφορούν: «με την τακτική που ακολουθεί, θ’ αποτύχει στη δουλειά του, αλλά από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί;». Συνών. δε με νοιάζει για αέρα που δεν μπαίνει στα πανιά μου / μη σε νοιάζει Μαριωρή, ξένη πίτα κι αν καεί / τι μας νοιάζει εμάς, αν πέθανε ο ψωμάς! / τι μας νοιάζει εμάς για του Χατζηγιάννη τ’ αρνιά, αν είν’ εφτά, αν είν’ εννιά! / τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής(!)·
- γίναμε πίτα, στριμωχτήκαμε, συμπιεστήκαμε πάρα πολλά άτομα μαζί, ιδίως σε ένα κλειστό και δυσανάλογο για το πλήθος χώρο: «μπήκε τόσο πολύς κόσμος στο λεωφορείο, που γίναμε πίτα». Συνών. γίναμε αντσούγιες ή γίναμε σαν τις αντσούγιες / γίναμε σάντουιτς / γίναμε σαρδέλες ή γίναμε σαν τις σαρδέλες·
- γίνομαι πίτα, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «κάθε φορά που κάθεται να πιει, γίνεται πίτα». (Τραγούδι: έφαγα ήττα, έγινα πίτα και βγήκα. Πήρα από σένα τζάμια σπασμένα για προίκα). Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι· βλ. και φρ. έγινε πίτα·
- έγινε πίτα, καταστράφηκε εντελώς, ιδίως ύστερα από βίαιη πρόσκρουση ή γιατί καταπλακώθηκε από κάτι. Λέγεται συνήθως για αυτοκίνητα: «τράκαρε με μια νταλίκα κι έγινε πίτα το Φολξβάγκεν || γκρέμισε ολόκληρος τοίχος απάνω του κι έγινε πίτα τ’ αυτοκίνητο»·
- είμαι πίτα, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα απ’ αυτά που μου λες, γιατί είμαι πίτα». Για συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα σέρνει πίτα, βλ. λ. ψωμί·
- ένα κομμάτι απ’ την πίτα, λέγεται για κάποιο αγαθό που προσφέρεται σε ένα σύνολο από κάποια αρχή και από το οποίο ο καθένας μπορεί να επωφεληθεί ή να κερδίσει, αν έχει τις κατάλληλες ικανότητες ή τα κατάλληλα προσόντα: «όλοι οι μεγαλοεργολάβοι δημόσιων έργων εντείνουν τις ενέργειές τους εν όψει της Ολυμπιάδας του 2004, γιατί θα υπάρξουν τόσες δουλειές, που όλοι θα μπορέσουν να πάρουν ένα κομμάτι απ’ την πίτα». Από την εικόνα της πίτας, που, όταν βρίσκεται ακόμη στο ταψί ή στη λαμαρίνα άψητη, τη χαράζει η νοικοκυρά σε ομοιόμορφα περίπου κομμάτια, για να μπορέσει να πάρει πιο εύκολα, όταν αυτή ψηθεί αυτός που θα θελήσει να φάει·
- η πίτα τρώγεται ζεστή, λέγεται για δραστήρια ενέργεια που γίνεται συνήθως λόγω ελλείψεως χρόνου: «αν πρόκειται να κάνουμε αυτή τη δουλειά, πρέπει να την κάνουμε τώρα, γιατί η πίτα τρώγεται ζεστή, αλλιώς θα μάθουν και οι άλλοι περί τίνος πρόκειται και θα πετάξει το πουλί». Συνών. κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το / κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει (β) / όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε (α) / στη βράση κολλάει το σίδερο / το γοργόν και χάριν έχει. Αντίθ. δεν είναι βία / εις αύριον τα σπουδαία / κι αύριο μέρα είναι / σπεύδε βραδέως (β)·
- θα μας καεί η πίτα, α. θα μας πάρει πολύ περισσότερο χρόνο από τον κανονικό, θα καθυστερήσουμε αρκετά: «αν πάμε από το δρόμο που λες εσύ, θα μας καεί η πίτα». Από την εικόνα της νοικοκυράς που αφήνει την πίτα στο φούρνο πολύ περισσότερο από το κανονικό και την καίει. β. έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να βιαστεί να τελειώσει αυτό που κάνει ή να βιαστεί στο περπάτημα: «τέλειωνε μ’ αυτό που άρχισες, ρε παιδάκι μου, γιατί θα μας καεί η πίτα || άνοιξε το βήμα σου, ρε παιδάκι μου, θα μας καεί η πίτα». Από την εικόνα της νοικοκυράς που, καθώς ασχολείται με τα οικιακά της, θυμάται ξαφνικά πως ψήνει πίτα στο φούρνο και τρέχει να προλάβει για να μην της καεί. γ. όταν η έκφραση δίνεται σε ερωτηματικό τύπο με την πρόταξη πολλές φορές του γιατί ή του γιατί, μήπως, δηλώνει πλήρη αδιαφορία: «τέλειωνε, ρε παιδάκι μου, την κουβέντα με το φίλο σου για να φύγουμε. -Γιατί, μήπως θα μας καεί η πίτα;», δηλ. δεν υπάρχει κανένας λόγος που μας υποχρεώνει να βιαστούμε·
- θα σε κάνω πίτα στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θέλει και την πίτα αφάγωτη και το σκύλο χορτάτο ή θέλει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο ή θέλει και την πίτα σωστή και το σκύλο χορτάτο, λέγεται για πλεονέκτη ή για τσιγκούνη, που θέλει να απολαμβάνει ή να πετυχαίνει το σκοπό του, χωρίς να κουράζεται ή να πληρώνει το αντίτιμο·
- και η πίτα αφάγωτη και ο σκύλος χορτάτος ή και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος ή και η πίτα σωστή και ο σκύλος χορτάτος, λέγεται στην περίπτωση εκείνη που κάποια τελική συμφωνία ή λύση ικανοποιεί όλους τους ενδιαφερόμενους·
- κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη, βλ. λ. κότα·
- κούφια καρύδια, πίτα δεν κάνουν, βλ. λ. καρύδι·
- μη σε νοιάζει Μαριωρή, ξένη πίτα κι αν καεί, βλ. συνηθέστ. από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί(;)·
- ξέρει η μάνα μας να φτιάσει πίτα, μα σαν έχει αλεύρι, βλ. λ. μάνα·
- πάτησες στην πίτα! ή πάτησες την πίτα! έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε σε κάποιον, που μας ζητάει κάτι, ότι ήρθε σε εντελώς ακατάλληλη στιγμή, γιατί δεν έχουμε προς το παρόν αυτή τη δυνατότητα: «δώσε μου, σε παρακαλώ, εκατό χιλιάδες δανεικά. -Πάτησες την πίτα, γιατί μόλις πλήρωσα μια επιταγή μου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- πατώ στην πίτα ή πατώ την πίτα, αποτυχαίνω να φέρω σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση, μου τυχαίνει ακριβώς αυτό που θέλω να αποφύγω: «ήθελα να παραδώσω τη δουλειά στην ημερομηνία της, αλλά πάτησα στην πίτα, γιατί μου ’τυχαν χίλιες δυο αναποδιές και καθυστέρησα»·
- πέσε πίτα να σε φάω, λέγεται ειρωνικά για άτομα που περιμένουν επιτυχίες ή οφέλη, χωρίς να κάνουν καμιά προσπάθεια: «στη ζωή δεν είναι πέσε πίτα να σε φάω, γιατί, αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια»·
- τέτοιος φίλος, τέτοια πίτα, τον καθένα τον συμπεριφερόμαστε, τον περιποιούμαστε ανάλογα με το ποιόν του χαρακτήρα του ή την κοινωνική του θέση: «όταν έρχεται ο τάδε στο σπίτι του σκοτώνεται να τον εξυπηρετήσει κι όταν έρχεται ο άλλος, κάνει αμάν και πώς για να τον διώξει, γιατί βλέπεις, τέτοιος φίλος, τέτοια πίτα»· 
- το ’κανε πίτα, το κατέστρεψε εντελώς, ιδίως ύστερα από βίαιη πρόσκρουση ή γιατί καταπλακώθηκε από κάτι. Λέγεται συνήθως για αυτοκίνητα: «έριξε τ’ αμάξι του πάνω σ’ ένα τοίχο και το ’κανε πίτα || με το σεισμό έπεσε ένα τριώροφο κι όσα αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα δίπλα στο πεζοδρόμιο, τα ’κανε πίτα»·
- τον έκανε πίτα στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον κάνω πίτα, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι γίνεται από το πολύ μεθύσι: «όποιος καθίσει να πιει μαζί του, τον κάνει πίτα κι ύστερα τον αφήνει να σέρνεται». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι·
- τσίτα πίτα, πολύ όμορφα, πολύ προσεγμένα και με πολύ φροντίδα: «έχει πάντα τα ρούχα του τσίτα πίτα || το δωμάτιό του ήταν τσίτα πίτα». Συνών. στην πένα / στην τρίχα / τσίτα κόρδα·
- χωριάτικη πίτα, πίτα που είναι φτιαγμένη με αγνά υλικά: «μ’ αρέσουν όλες οι χωριάτικες πίτες, γιατί είναι νοστιμότατες».

σκυλί

σκυλί, το, ουσ. [<μσν. σκυλίν <αρχ. σκύλιον, υποκορ. του ουσ. σκύλος], το σκυλί. 1. γυναίκα πολλή άσχημη: «πώς κυκλοφορείς με τέτοιο σκυλί;». 2. άνθρωπος άσπλαχνος, σκληρός, σκληρόκαρδος και κατ’ επέκταση ο αστυνομικός: «είναι τόσο σκυλί ο διευθυντής μας που δε χαρίζεται σε κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: πενθηφορεί η Αγιά Σοφιά κι όλη η Νέα Κοκκινιά· κλαίγε κι εσύ τώρα ντουνιά, πιάσαν τον Στέλιο τα σκυλιάβλ. και λ. σκύλος. (Ακολουθούν 57 φρ.) ·
- άσπρα σκυλιά, μαύρα σκυλιά, όλοι οι σκύλοι μια κοιλιά, όλοι οι αρπακτικοί και φαύλοι άνθρωποι, συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο·
- βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα, βλ. λ. διαταγή·
- βγήκε σκυλί, (για πρόσωπα ή πράγματα) αποδείχτηκε πολύ σκληρός, πολύ ανθεκτικός: «φαινόταν σοκολατόπαιδο, αλλά, μόλις του ανέθεσα να κάνει κάτι βαριές δουλειές, βγήκε σκυλί, γιατί τις ξεπέταξε στο τάκα τάκα || τ’ αυτοκίνητό μου τ’ αγόρασα μεταχειρισμένο, αλλά βγήκε σκυλί»·
- βρήκες το χωριό χωρίς σκυλί και γυρίζεις χωρίς ραβδί, βλ. λ. χωριό·
- γυρίζει σαν αδέσποτο σκυλί ή γυρίζει σαν τ’ αδέσποτο σκυλί, α. περιφέρεται άσκοπα μέσα στους δρόμους, αλητεύει: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ γυρίζει σαν αδέσποτο σκυλί». β. είναι ολομόναχος, δεν έχει παρέα: «απ’ τη μέρα που τον διώξαμε απ’ την παρέα μας, γυρίζει σαν τ’ αδέσποτο σκυλί»·
- δε γνωρίζει το σκυλί τον αφέντη του, επικρατεί μεγάλη σύγχυση και φασαρία, γενική αναστάτωση, οπότε δεν αναγνωρίζει κανείς τον ανώτερό του: «μόλις μαθεύτηκε πως υπήρχε βόμβα μέσα στον κινηματογράφο, έτρεξαν όλοι προς την έξοδο και για ένα διάστημα δε γνώριζε το σκυλί τον αφέντη του»·
- δεν είναι ούτε για τα σκυλιά (στη νεοαργκό),επιτείνει την έκφραση είναι για τα σκυλιά. Συνών. δεν είναι ούτε για τα μπάζα / δεν είναι ούτε για τα φίδια·
- δεν έχει μήτε γατιά μήτε σκυλιά ή δεν έχει νε γατιά νε σκυλιά ή δεν έχει ούτε γατιά ούτε σκυλιά, βλ. λ. γατί·
- δεν το πετάω καλύτερα στα σκυλιά! δηλώνει την αμετακίνητη θέση μας να μη δώσουμε σε κάποιον κάτι: «δεν το πετάω καλύτερα στα σκυλιά, που θα δώσω το μερίδιό μου σ’ αυτόν τον αχάριστο!»·
- δεν τον πετάω καλύτερα στα σκυλιά! (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο), δηλώνει την καθολική μας άρνηση να βρεθούμε ερωτικά με μια γυναίκα, άσχετα αν είναι όμορφη ή άσχημη: «α πα πα πα, δεν τον πετάω καλύτερα στα σκυλιά, που θα πάω εγώ μ’ αυτή την αχώνευτη!»·  
- δουλεύει σαν σκυλί ή δουλεύει σαν το σκυλί, εργάζεται σκληρά, εντατικά: «έχει μεγάλη οικογένεια και δουλεύει σαν σκυλί όλη τη μέρα για να τη θρέψει || εσύ μου λες πως τεμπελιάζει, αλλά εγώ έμαθα πως δουλεύει σαν το σκυλί». Συνών. δουλεύει γαϊδουρινά / δουλεύει σαν γαϊδούρι ή δουλεύει σαν το γαϊδούρι / δουλεύει σαν είλωτας ή δουλεύει σαν τον είλωτα / δουλεύει σαν ζώο ή δουλεύει σαν το ζώο / δουλεύει σαν μαύρος ή δουλεύει σαν το μαύρο / δουλεύει σαν μηχανή ή δουλεύει σαν τη μηχανή / δουλεύει σαν μουλάρι ή δουλεύει σαν το μουλάρι / δουλεύει σαν μυρμήγκι ή δουλεύει σαν το μυρμήγκι / δουλεύει σαν πούστης ή δουλεύει σαν τον πούστη / δουλεύει σαν ρομπότ ή δουλεύει σαν το ρομπότ / δουλεύει σαν σκλάβος ή δουλεύει σαν το σκλάβο / δουλεύει σαν σκύλος ή δουλεύει σαν τον σκύλο / δουλεύει σαν το μαύρο το σκυλί / δουλεύει σκυλίσια·
- δουλεύει σαν το μαύρο το σκυλί, βλ. φρ. δουλεύει σαν σκυλί·
- έγινε ρεζίλι των σκυλιών, βλ. λ. ρεζίλι·
- έγινε ρεντίκολο των σκυλιών, βλ. λ. ρεντίκολο·
- έγινε σκυλί, εξοργίστηκε πάρα πολύ: «μόλις έμαθε πως του ακύρωσαν την άδεια, έγινε σκυλί»·
- έγινε σκυλί εναντίον μου, είναι πολύ θυμωμένος μαζί μου, μου θύμωσε πάρα πολύ με κάποια συμπεριφορά μου: «μόλις έμαθε πως τον κατηγόρησα, έγινε σκυλί εναντίον μου || απ’ τη μέρα που τα ’φτιαξα με την αδερφή του, έγινε σκυλί εναντίον μου»·
- είναι για τα σκυλιά (στη νεοαργκό), έχει πολύ άσχημο παρουσιαστικό, είναι χαμηλής κοινωνικής ή κακής οικονομικής κατάστασης, δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος, είναι ανόητος, χαζός, άχρηστος: «τα ’χει φτιάξει με μια που είναι για τα σκυλιά, αλλά, βλέπεις, έχει λεφτά η λεγάμενη || μπορεί να είναι για τα σκυλιά το παλικάρι, αλλά όλοι τ’ αγαπάμε, γιατί έχει χρυσή καρδιά || αυτός είναι για τα σκυλιά, μ’ αυτόν θα κάνω παρέα!». Συνών. είναι για τα μπάζα / είναι για τα φίδια·
- είναι σαν σκυλί, (ιδίως για γυναίκα) είναι πολύ άσχημη: «μπορεί να είναι σαν σκυλί η γυναίκα που μου λες, αλλά με τα λεφτά που έχει θα πάρει τον καλύτερο»·
- είναι σκυλί, (για πρόσωπα ή πράγματα) βλ. φρ. βγήκε σκυλί·   
- είναι σκυλί εναντίον μου, βλ. φρ. έγινε σκυλί εναντίον μου·  
- είναι σκυλί μαύρο, βλ. φρ. είναι σκυλί μονάχο·
- είναι σκυλί μονάχο, είναι ακούραστος, ακατάβλητος: «δώσ’ του όση δουλειά θες και μη φοβάσαι, γιατί είναι σκυλί μονάχο»·
- είναι σκυλί στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι σκυλί στη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- εξαιτίας του αφεντικού του, το σκυλί δεν το χτυπάνε, βλ. λ. αφεντικό·
- έφυγε σαν βρεγμένο σκυλί, βλ. συνηθέστ. έφυγε σαν δαρμένο σκυλί·
- έφυγε σαν δαρμένο σκυλί, έφυγε καταντροπιασμένος: «μόλις αποκάλυψε ο τάδε τις κομπίνες του, έφυγε σαν δαρμένο σκυλί»·
- έφυγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, βλ. συνηθέστ. πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι·
- ζει σαν σκυλί ή ζει σαν το σκυλί, ζει μόνος του και μέσα στις στερήσεις και τις ταλαιπωρίες: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, το ’ριξε στο πιοτό και ζει σαν το σκυλί». Από την εικόνα του αδέσποτου σκυλιού·
- κακό σκυλί ψόφο δεν έχει, α. ο σκληραγωγημένος ή ο πολύπειρος στη ζωή του, δεν παθαίνει εύκολα κακό, έχει μεγάλη αντοχή στα δεινά ή στις δυσκολίες που του παρουσιάζονται: «ό,τι και να πάθει ο τάδε, μην τον φοβάσαι, γιατί κακό σκυλί ψόφο δεν έχει». β. οι κακοί άνθρωποι δεν παθαίνουν τίποτα, μόνο οι καλοί άνθρωποι χάνονται: «αλίμονο σε μας τους ήσυχους και τίμιους ανθρώπους, γιατί, όσον αφορά αυτόν τον παλιάνθρωπο, κακό σκυλί ψόφο δεν έχει»·
- μετάνιωσα σαν σκυλί ή μετάνιωσα σαν το σκυλί, μετάνιωσα πάρα πολύ για κάτι που έκανα ή δεν έκανα: «μετάνιωσα σαν σκυλί, που βοήθησα κάποτε αυτόν τον παλιάνθρωπο || μετάνιωσα σαν το σκυλί, που δε βοήθησα αυτόν τον άνθρωπο, ενώ μπορούσα»·
- ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα, βλ. λ. δρόμος·
- ο λύκος, όταν γερνάει, γίνεται των σκυλιών ο μασκαράς, βλ. λ. λύκος·
- παιδιά σκυλιά δεν έχει, βλ. λ. παιδί·
- πάρε σκυλί από μαντρί και γυναίκα από σπίτι, όταν πρόκειται να κάνει κανείς κάποιο δεσμό, κάποια φιλία, ένα συνεταιρισμό ή κυρίως ένα γάμο, πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός στην επιλογή του·
- πέθανε σαν σκυλί ή πέθανε σαν το σκυλί, βλ. συνηθέστ. ψόφησε σαν σκυλί·
- πήγε σαν αδέσποτο σκυλί ή πήγε σαν τ’ αδέσποτο σκυλί, πέθανε ή σκοτώθηκε φτωχός και χωρίς οικογένεια ή φίλους, ιδίως μέσα στο δρόμο: «κάποτε ήταν πλούσιος κι ευτυχισμένος με την οικογένειά του, αλλά η μοίρα τα ’φερε έτσι, που πήγε σαν αδέσποτο σκυλί»·
- πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, δολοφονήθηκε από άγνωστο ή δολοφονήθηκε χωρίς να συλληφθεί ο δολοφόνος του: «γυρνούσε αργά το βράδυ σπίτι του και πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι». Από το ότι μας είναι συνήθως άγνωστο το άτομο που σκότωσε κάποιο σκυλί και το πέταξε στις ερημιές ή μας είναι αδιάφορο και δεν επιδιώκουμε να το ανακαλύψουμε·
- πήγε σαν το σκυλί στο δρόμο, βλ. συνηθέστ. πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι·
- σκυλί που γαβγίζει, δε δαγκάνει, ο άνθρωπος που φωνάζει ή που προσποιείται τον άγριο, είναι συνήθως ακίνδυνος: «άσ’ τον να φωνάζει όσο θέλει, αφού το ξέρεις πως, σκυλί που γαβγίζει, δε δαγκάνει»·
- σκυλί που δε σε βλάπτει, άφησέ το να γαβγίζει, όταν κάποιος εχθρός σου δεν μπορεί να σε βλάψει, άσ’ τον να λέει ό,τι θέλει, αγνόησέ τον: «αφού ο ανταγωνιστή σου είναι ακίνδυνος, μη σε νοιάζει τι λέει για σένα, γιατί σκυλί που δε σε βλάπτει, άφησέ το να γαβγίζει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. Συνών. άνεμος που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να φυσάει / γάιδαρο που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να γκαρίζει / το φίδι που δε βλάπτει να ζήσει χίλια χρόνια· 
- σκοτώθηκε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, βλ. συνηθέστ. πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι·
- τα νηστικά σκυλιά φούρνους χαλάνε, πολλές φορές, οι πολύ φτωχοί, οι πεινασμένοι, εξεγείρονται και προκαλούν πάνω στην απελπισία τους καταστροφές: «μωρέ, να μη φτάσει ο κόσμος στο σημείο ν’ αρχίσει να πεινάει γιατί, τα νηστικά σκυλιά φούρνους χαλάνε»·
- το σκυλί αρνί δε γίνεται, βλ. λ. αρνί·
- το ψωριάρικο σκυλί, το σύντροφό του θε να βρει, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος ξεπεσμένος, ταλαιπωρημένος, αποδιωγμένος ψάχνει να βρει συντροφιά κάποιον όμοιό του: «όσο και να κατρακύλησε χαμηλά, το ψωριάρικο σκυλί, το σύντροφό του θε να βρει»·
- τον έκανα σκυλί, τον έκανα να θυμώσει, να εκνευριστεί έντονα: «του αντιμιλούσα συνέχεια, ώσπου στο τέλος τον έκανα σκυλί και δεν ήξερε τι έλεγε»·
- τον έκανε ρεζίλι των σκυλιών, βλ. λ. ρεζίλι·
- τον έκανε ρεντίκολο των σκυλιών, βλ. λ. ρεντίκολο·
- τον (την) έχει σκυλί πίσω της (του) ή τρέχει σαν σκυλάκι πίσω της (του), βλ. συνηθέστ. τον (την) έχει σκυλάκι πίσω της (του), λ. σκυλάκι·
- τον καιρό που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα, λέγεται για παλιότερες εποχές που επικρατούσε μεγάλη αφθονία υλικών αγαθών και ευτυχία. (Λαϊκό τραγούδι: πού ’ν’ τα χρόνια που περνούσαμε αλάνικα, και που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα
- τον πέρασα απ’ του σκυλιού τ’ άντερο, τον έβρισα με πολύ βαριές βρισιές, τον καταξεφτίλισα: «απ’ τη στιγμή που παρά τις προειδοποιήσεις μου εξακολουθούσε να ενοχλεί την κόρη μου, τον έπιασα μια μέρα στο δρόμο και τον πέρασα απ’ του σκυλιού τ’ άντερο»·
- τον πέταξε σαν σκυλί στο δρόμο ή τον πέταξε σαν το σκυλί στο δρόμο, έδιωξε άσπλαχνα κάποιον από κοντά του, από την οικογένειά του: «έχει πάρα πολύ σκληρό πατέρα κι επειδή παράκουσε τις εντολές του, τον πέταξε σαν το σκυλί στο δρόμο»·   
- τότε που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα, βλ. συνηθέστ. τον καιρό που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα·
- τρέχει σαν κυνηγιάρικο σκυλί, έχει βάλει όλες του τις δυνάμεις για να φέρει σε πέρας κάτι: «του λείπουν αρκετά λεφτά για να καλύψει την επιταγή του, γι’ αυτό τρέχει σαν κυνηγιάρικο σκυλί για να τα βρει». Από το ότι, το σκυλί που είναι εκπαιδευμένο στο κυνήγι, τρέχει πολύ γρήγορα·
- τρώγονται σαν σκυλιά ή τρώγονται σαν τα σκυλιά, δε μονοιάζουν ποτέ, δεν τα πάνε καθόλου καλά μεταξύ τους, βρίσκονται σε συνεχή διαμάχη, είτε επειδή έχουν κάποια οικονομική ή άλλη διαφορά είτε επειδή είναι κακότροπα είτε επειδή είναι ασυμβίβαστοι χαρακτήρες: «δυο αδέρφια είναι κι απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας τους, τρώγονται σαν τα σκυλιά για τα κληρονομικά || είναι τόσο στραβόξυλα κι οι δυο τους, που χρόνια τώρα τρώγονται σαν τα σκυλιά»·
- φαγώνονται σαν σκυλιά ή φαγώνονται σαν τα σκυλιά, βλ. συνηθέστ. τρώγονται σαν σκυλιά·
- ψόφησε σαν σκυλί ή ψόφησε σαν το σκυλί, πέθανε ολομόναχος, χωρίς καμιά περίθαλψη: «τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε αποτραβηγμένος σ’ ένα ερημικό σπιτάκι και ψόφησε εκεί, σαν το σκυλί».

σύντεκνος

σύντεκνος, ο, θηλ. συντέκνισσα, η, ουσ.[<μτγν. σύντεκνος (= θετός αδερφός)]. 1. ο κουμπάρος: «δε θα ’ρθω μαζί σας, γιατί περιμένω τον σύντεκνο με τη γυναίκα του». 2. (ειδικά) ο Κρητικός: «έπιασα φιλίες μ’ έναν σύντεκνο». Από το ότι η λ. βρίσκεται σε ευρεία χρήση στην Κρήτη·
- και του κουμπάρου ο σκύλος, σύντεκνος είναι κι εκείνος, όταν εμπιστευόμαστε ή αγαπάμε πραγματικά κάποιον, πρέπει να εμπιστευόμαστε και να αγαπάμε και τους φίλους του: «αφού είσαι γνωστός του φίλου μου κάτσε κι εσύ στο τραπέζι, γιατί, και του κουμπάρου ο σκύλος, σύντεκνος είναι κι εκείνος || τι πάει να πει μας είναι άγνωστος. Αφού είναι κολλητός του φίλου μου θα πάρει κι αυτός μέρος στην κομπίνα, γιατί, και του κουμπάρου ο σκύλος, σύντεκνος είναι κι εκείνος». 

φίλος

φίλος, ο, θηλ. φίλη, η, ουσ. [<αρχ. φίλος], ο φίλος. 1. ο γκόμενος, ο εραστής, ο ερωμένος: «αυτός που βλέπεις, είναι ο φίλος της τάδε || μπορείς να την κολλήσεις, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, δεν έχει φίλο». (Λαϊκό τραγούδι κάπου θα σμίξουμε, να καθαρίσουμε, κι αν έχεις τώρα φίλο άλλο, κάπου το άχτι μου θα βγάλω). Με τη λ. φίλος, γίνεται και το εξής λογοπαίγνιο: φίλος έδωσε σε φίλο τριαντάφυλλο από φίλο κι είπε ο φίλος εις τον φίλο μην το δώσεις σ’ άλλο φίλο. 2. το θηλ. η φίλη, η ερωμένη, η γκόμενα: «δεν πάει πουθενά, αν δεν έχει μαζί του και τη φίλη του || τον είδα με τη φίλη του να κάνει βόλτες στα μαγαζιά». 3. στην κλητ. φίλε, προσφώνηση σε άτομο που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «πώς μπορώ να πάω, ρε φίλε, σ’ αυτή τη διεύθυνση;». Υποκορ. φιλαράκι, το (βλ. λ.) και φιλαράκος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 39 φρ.)·
- αγάπα το φίλο σου με τα ελαττώματά του, (συμβουλευτικά ή προτρεπτικά) αποδέξου το φίλο σου με τις όποιες αδυναμίες μπορεί να έχει: «η πραγματική φιλία είναι ανυστερόβουλη, γι’ αυτό αγάπα το φίλο σου με τα ελαττώματά του»·
- αλάργα φίλε, βλ. λ. αλάργα·
- άλλοι κάνουν φίλους, κι άλλοι κάνουν φίδια, έκφραση απογοητευμένου ανθρώπου που συνεχώς αποτυχαίνει οικτρά στους φιλικούς του δεσμούς·
- αν δεν έχεις φίλο, είσαι μ’ ένα χέρι, ο φίλος είναι ανεκτίμητος θησαυρός: «μη ζεις σαν κούτσουρο, κάνε γνωριμίες, πιάσε έναν φίλο, γιατί, αν δεν έχεις φίλο, είσαι μ’ ένα χέρι»·
- από μακριά και φίλοι, βλ. συνηθέστ. από μακριά κι αγαπημένοι, λ. αγαπημένος·
- από μπρος φίλος κι από πίσω σκύλος, βλ. φρ. μπρος φίλος και πίσω σκύλος·
- αφέντης ένας και πολύς, και φίλοι χίλιοι, λίγοι, θα πρέπει κανείς να προσπαθεί να έχει όσο γίνεται λιγότερα αφεντικά και περισσότερους φίλους, γιατί οι φίλοι είναι πάντοτε χρήσιμοι: «εγώ ξεκαθάρισα μέσ’ στη ζωή μου ένα απ’ τα πιο βασικά πράγματα που είναι, αφέντης ένας και πολύς, και φίλοι χίλιοι, λίγοι»·
- γιατρό μη διαλέγεις φίλο σου, αλλά τον καλύτερο, βλ. λ. γιατρός·
- δείξε μου το φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι, βλ. φρ. πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι·
- δεν είμαι φίλος (+ γενική), α. (για ορισμένα φαγητά ή ποτά) δεν το προτιμώ, δε μου αρέσει: «δεν είμαι φίλος του μουσακά, γιατί είναι βαρύ φαγητό και μου δημιουργεί προβλήματα στο στομάχι || δεν είμαι φίλος της βότκας». β. (γενικά) δε μου αρέσει, δε με συγκινεί κάτι: «δεν είμαι φίλος των ταξιδιών || δεν είμαι φίλος των μπουζουκιών»·
- δοκίμαζε τους φίλους σου, όταν σε βρίσκει η φτώχεια, ο πραγματικός ο φίλος φαίνεται όταν βρισκόμαστε σε δύσκολη κατάσταση και μάλιστα οικονομική: «όταν έχεις λεφτά μάτσο οι φίλοι γι’ αυτό, δοκίμαζε τους φίλους σου, όταν σε βρίσκει η φτώχεια»·
- είπα την αλήθεια στο φίλο μου κι έγινε εχθρός μου, βλ. λ. αλήθεια·
- έχω φίλη, (για άντρες) έχω ερωμένη: «τριγυρνώ με διάφορες, επειδή δεν έχω μόνιμη φίλη»·
- έχω φίλο, (για γυναίκες) έχω ερωμένο: «μα είναι δυνατό να μην έχεις φίλο κοτζάμ γυναίκα;». (Λαϊκό τραγούδι: έμαθα πως έχεις φίλο, πονηρή σουπιά, πριν να παίξουμε και ξύλο, μάζεψέ τα πια
- με το φίλο, φίλο κάνεις και μ’ ένα φίλο τονε χάνεις, δηλώνει το ευμετάβλητο των ανθρώπινων σχέσεων·
- μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα, αυτός που εκ συστήματος προσποιείται σε κάποιον το φίλο με μόνο σκοπό να τον εκμεταλλεύεται, έρχεται η στιγμή που αποκαλύπτεται ο ρόλος του και αποπέμπεται οριστικά·
- μπρος φίλος και πίσω σκύλος, λέγεται για διπρόσωπο άτομο που, όταν είμαστε παρόντες, παριστάνει το φίλο, ενώ, όταν αποχωρούμε, μηχανεύεται το κακό μας: «μη μου παριστάνεις τον καλό, γιατί ξέρω πως είσαι μπρος φίλος και πίσω σκύλος». Συνών. μπροστά σου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους·
- ο διπρόσωπος ο φίλος είναι φίδι κολοβό, βλ. λ. φίδι·
- ο φίλος που αγαπά, δαγκάνει, ο φίλος που αγαπά πραγματικά τον φίλο του, τον ελέγχει αυστηρά για τις πράξεις του: «δε θέλω να του χαϊδεύω τ’ αφτιά μόνο και μόνο για να μην τον στενοχωρήσω, γιατί ο φίλος που αγαπά, δαγκάνει»·
- ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται, η έμπρακτη απόδειξη της φιλίας είναι η συμπαράσταση στις δύσκολες στιγμές: «ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται, γιατί, όταν δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, όλοι φίλοι είναι!»·
- οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς τους φίλους, βλ. λ. λογαριασμός·
- όποιος έχει φίλο εκλεκτό, έχει μεγάλο θησαυρό, δηλώνει πως ο καλός ο φίλος είναι μεγάλο απόκτημα: «ανάμεσα σε χρήμα και σ’ ένα καλό φίλο επιλέγω το φίλο, γιατί όποιος έχει φίλο εκλεκτό, έχει μεγάλο θησαυρό»· 
- όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον του οποίου οι φίλοι του συμπεριφέρονται περισσότερο εχθρικά παρά φιλικά. (Λαϊκό τραγούδι: όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς, ο Θεός να σε φυλάει από φίλους γκαρδιακούς
- πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι, ο κοινωνικός μας περίγυρος, η επιλογή των φίλων μας, διαμορφώνει και το χαρακτήρα μας, δείχνει και το ποιόν μας·
- τέτοιος φίλος, τέτοια πίτα, βλ. λ. πίτα·
- την έπιασε φίλη, (για άντρες) δημιούργησε μαζί της ερωτικό δεσμό: «ήταν από καιρό ερωτευμένος μαζί της, ώσπου στο τέλος κατάφερε και την έπιασε φίλη»·
- το γεμάτο πορτοφόλι έχει πολλούς φίλους, βλ. λ. πορτοφόλι·
- το μπαστούνι για τους σκύλους κι η ψωλή είναι για τους φίλους, βλ. λ. ψωλή·
- το φίδι φίλος δεν πιάνεται, βλ. λ. φίδι·
- τον έπιασε φίλο, (για γυναίκες) δημιούργησε μαζί του ερωτικό δεσμό: «ήταν από καιρό ερωτευμένη μαζί του, ώσπου στο τέλος κατάφερε και τον έπιασε φίλο». (Λαϊκό τραγούδι: μου ρίχνεσαι χωρίς ντροπή, για να με ξελογιάσεις και φίλο να με πιάσεις, μαζί σου εγώ αν θα μπλεχτώ, το ξέρω θα καταστραφώ
- τον (την) κάνω φίλο (φίλη), συνδέομαι μαζί του (της) με φιλικό δεσμό: «όποιος είναι καλός και τίμιος, τον κάνω φίλο». (Λαϊκό τραγούδι: όποιος θα σου δώσει ξύλο, από εχθρό τον κάνω φίλο
- φίλοι της κούπας, βλ. λ. κούπα·
- φίλοι της ταβέρνας, βλ. λ. ταβέρνα·
- φίλοι του καφενείου, βλ. λ. καφενείο·
- φίλοι του μπαρ, βλ. λ. μπαρ·
-φίλοι του ποτηριού, βλ. λ. ποτήρι·
- φίλοι φίλοι, αλλά δεν τρώμε απ’ το ίδιο το σταφύλι, λέγεται στην περίπτωση που παρά το φιλικό δεσμό δυο ατόμων, σε θέματα χρημάτων ή άλλων απολαβών υπάρχει μόνο το προσωπικό συμφέρον·   
- φίλοι φίλοι, καριοφίλι, βλ. λ. καριοφίλι·
- χίλιοι φίλοι τίποτα, όταν εχθρός είναι ένας, βλ. λ. εχθρός.