Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σκριν

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σκριν, το, άκλ. ουσ. [<αγγλ. screen (= προπέτασμα)], (στη νεοαργκό) η επίδειξη, η λεζάντα, η μόστρα: «έχει ένα αυτοκίνητο που το χρησιμοποιεί στη δουλειά του, αλλά έχει κι ένα γκάμπριο για το σκριν του || έχει μια πολύ όμορφη ξαδέρφη κι όταν ξεμένει από γκόμενα, την παίρνει μαζί του στις νυχτερινές εξόδους του, έτσι για το σκριν». Από την μπασκετική ορολογία.