Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σκορ
σκορ, το,
άκλ. ουσ. [<αγγλ. score], το αποτέλεσμα αθλητικής
συνάντησης σε βαθμούς, πόντους ή γκολ: «το παιχνίδι έληξε με σκορ δύο ένα υπέρ
της τάδε ομάδας (όταν πρόκειται για ποδόσφαιρο) || ο αγώνας έληξε με δέκα
πόντους διαφορά υπέρ της τάδε ομάδας (όταν πρόκειται για αγώνα μπάσκετ)»·
-
κάνω σκορ, δημιουργώ, πετυχαίνω το μεγαλύτερο αποτέλεσμα σε βαθμούς,
πόντους ή γκολ που έχω πετύχει ποτέ σε βάρος κάποιου αντιπάλου μου: «με το εφτά
μηδέν που νίκησε η ομάδα μας, έκανε σκορ στο φετινό πρωτάθλημα».