Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σκιάχτρο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σκιάχτρο, το, ουσ. [από το έσκιαξα, αόρ. του ρ. σκιάζω (= φοβίζω) + κατάλ. -τρο], το σκιάχτρο. 1. άνθρωπος πολύ αδύνατος και πολύ άσχημος: «αν δεν είχε τόσο μεγάλη προίκα, κανένας άντρας δε θα παντρεύονταν αυτό το σκιάχτρο || έμεινε ένα μήνα στο νοσοκομείο κι όταν βγήκε, ήταν σαν σκιάχτρο». Από το ανθρωπόμορφο κατασκεύασμα των αγροτών, που το στήνουν σε χωράφια, αμπέλια και κήπους, για να φοβούνται τα πουλιά και να μην καταστρέφουν τις καλλιέργειές τους. 2. οτιδήποτε προκαλεί φόβο, το φόβητρο: «πώς να μην τρομάξω που πετάχτηκες μπροστά μου σαν σκιάχτρο!». Από το ότι το ειδικό αυτό κατασκεύασμα των αγροτών έχει τη μορφή πολύ αδύνατου και πολύ άσχημου ανθρώπου. (Κρητική μαντινάδα: τέτοια γυναίκα σαν κι αυτή την πάν’ στα γονικά τους ή σκιάχτρο τηνε βάζουνε στ’ αμπελοχώραφά τους).