Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σκιά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σκιά, η, ουσ. [<αρχ. σκιά], η σκιά. 1. πρόσωπο ή πράγμα που ξεχωρίζει αμυδρά μέσα στο σκοτάδι: «από το βάθος του δρόμου φάνηκε μια σκιά, που άρχισε να πλησιάζει προς το μέρος μας». 2. είδος καλλυντικού για το πρόσωπο, ιδίως εύχρηστο από τις γυναίκες και τους ηθοποιούς: «καθόταν μια ώρα μπροστά στον καθρέφτη κι έβαζε σκιά πάνω στα βλέφαρά της». 3. οπτασία: «είναι καιρός τώρα που χώρισαν, αλλά έχει ακόμα τη σκιά της μπροστά στα μάτια του». 4. απειλητική κατάσταση που δημιουργεί ψυχική καταπίεση: «η χώρα ζει στη σκιά ενός νέου καταστροφικού σεισμού». 5. (λαογραφία) πλάσμα χωρίς υλική υπόσταση, το φάντασμα, το αερικό: «του πάει τρεις τριανταμία να περάσει βράδυ έξω από νεκροταφείο, γιατί έχει την εντύπωση πως βλέπει όλο σκιές». (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- έγινε σκιά μου (κάποιος ή κάτι), δε με αφήνει στιγμή από τα μάτια του, έρχεται συνεχώς πίσω μου, με παρακολουθεί παντού κάποιος ή κάτι: «το ’χει βάλει πείσμα να τον πιάσει επ’ αυτοφώρω με την κόρη του, γι’ αυτό έγινε σκιά του || λίγο να κάνει πως φυσάει, αρπάζω αμέσως γρίπη λες κι έγινε σκιά μου». Από την εικόνα της σκιάς του ανθρώπου, που πάντοτε τον συνοδεύει. (Λαϊκό τραγούδι: δε γίνεται, δε γίνεται απλά έτσι να σ’ αφήσω, θα γίνω η σκιά σου εγώ και θα σε κυνηγήσω
- έγινε σκιά του εαυτού του, βλ. συνηθέστ.  κατάντησε σκιά του εαυτού του·
- είμαι η σκιά (κάποιου), δεν τον αφήνω στιγμή από τα μάτια μου, πηγαίνω συνεχώς πίσω του, τον παρακολουθώ παντού: «έχει τόσες παγίδες σήμερα η ζωή που τρέμω για τα παιδιά μου, γι’ αυτό είμαι η σκιά τους». (Λαϊκό τραγούδι: τι σου ζητάω, να ’μαι η σκιά σου όπου πας, τι σου ζητάω, άσε με, άσε με, άσε με να σ’ αγαπάω
- έμεινε στη σκιά (κάτι), δεν εμφανίστηκε, δεν έγινε γνωστή ή αντιληπτή η ύπαρξή του, έμεινε στην αφάνεια: «για χρόνια ολόκληρα έμεινε στη σκιά το τραγικό τέλος αυτού του ανθρώπου, που κάποτε υπήρξε για όλους μας το μεγάλο πρότυπο»·
- ζει με τη σκιά του, ζει εντελώς μονάχος: «σιχάθηκε την ψευτιά του κόσμου και τον τελευταίο καιρό ζει με τη σκιά του»·
- ζει στη σκιά, ζει έξω από την επικαιρότητα, ιδίως με τη θέλησή του: «απ’ ό,τι ξέρω, απ’ τη μέρα που άρχισε να ζει στη σκιά, έχει βρει την ηρεμία του»·
- ζει κάτω απ’ τη σκιά (του τάδε) ή ζει στη σκιά (του τάδε), είναι κατά πολύ κατώτερος ή λιγότερο ικανός, ιδίως σε μια τέχνη ή άλλη κοινωνική ή επαγγελματική δραστηριότητα από κάποιον του στενού του περιβάλλοντος και ως εκ τούτου, ζει στην αφάνεια: «είναι καλός ζωγράφος, αλλά πάντα θα ζει στη σκιά του πατέρα του || είναι καλός έμπορος, αλλά πάντα θα ζει κάτω απ’ τη σκιά του αδερφού του, που είναι μεγάλος επιστήμονας». Πρβλ. προκειμένου να είσαι της ζωής μου η σκιά, κοίτα βρες κάποιον άλλον, πριν γεράσει η καρδιά (Λαϊκό τραγούδι)·
- θέατρο σκιών, βλ. λ. θέατρο·
- κατάντησε σκιά του εαυτού του, α. αδυνάτισε πάρα πολύ: «πέρασε τόσο μακροχρόνια αρρώστια, που κατάντησε σκιά του εαυτού του || πέρασε τέτοια πείνα στην Κατοχή, που ’χε καταντήσει σκιά του εαυτού του || της είπαν να κάνει δίαιτα κι αυτή κατάντησε σκιά του εαυτού της». β. έχασε την παλιά του λάμψη, την παλιά του αίγλη: «κάποτε ήταν σπουδαίος πολιτικός, αλλά τώρα κατάντησε σκιά του εαυτού του»·
- κινείται στη σκιά, ενεργεί αθόρυβα, κάνει κρυφά τις δουλειές του και, κατ’ επέκταση, είναι άτομο επικίνδυνο, ύπουλο: «αν θέλεις τη γνώμη μου, πρέπει να τον προσέχεις πάρα πολύ, γιατί είναι τύπος που κινείται στη σκιά»·
- μ’ ακολουθάει σαν σκιά (κάποιος ή κάτι), βλ. φρ. έγινε σκιά μου (κάποιος ή κάτι). (Λαϊκό τραγούδι: η σύλληψη σαν ένταλμα μ’ ακολουθάει σαν σκιά και ο βραχνάς του έιτζ στο λαιμό μου σαν θηλιά, σαν φόβος του τερματοφύλακα, πριν απ’ το πέναλτι σαν όπλο που με σημαδεύει απ’ απέναντι)·
- μένει κάτω απ’ τη σκιά (του τάδε) ή μένει στη σκιά (του τάδε), βλ. συνηθέστ. ζει κάτω απ’ τη σκιά (του τάδε)·
- περί όνου σκιάς, λέγεται για κάτι που είναι εντελώς ασήμαντο: «είναι σοβαρός άνθρωπος και δε δέχεται να κάνει συζητήσεις περί όνου σκιάς»·
- ρίχνω σκιά ή ρίχνω τη σκιά μου, σκιάζω με το κορμί μου ή με άλλο αντικείμενο κάποιον ή κάτι: «πήγαινε λίγο πιο δεξιά, γιατί ρίχνεις τη σκιά σου απάνω μου και μου κρύβεις τον ήλιο»· 
- τηλέφωνο σκιά, βλ. λ. σκιά·
- τον έχω στη σκιά μου, τον έχω υπό την προστασία μου: «δε θέλω να πάθει κανένα κακό ο τάδε, γιατί τον έχω στη σκιά μου». Από την εικόνα του ατόμου που προστατεύει κάποιον από τον ήλιο·
- τον παίρνω στη σκιά μου, τον παίρνω υπό την προστασία μου: «όποιον παίρνω στη σκιά μου, αργά ή γρήγορα προοδεύει». Από την εικόνα του ατόμου που δέχεται κάποιον στο σκιερό μέρος στο οποίο στέκεται·
- τρέμει και τη σκιά του, βλ. φρ. φοβάται και τη σκιά του·
- φοβάται και τη σκιά του, είναι υπερβολικά φοβητσιάρης, υπερβολικά δειλός: «έχω δει πολλούς φοβητσιάρηδες στη ζωή μου, αλλά τόσο φοβητσιάρη, που να φοβάται και τη σκιά του, πρώτη μου φορά έχω συναντήσει». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ακόμα. (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη μου επικίνδυνη, φοβάμαι και τη σκιά σου, ερείπιο με κατάντησες με τον άπιστο τον έρωτά σου). Συνών. φοβάται και τον ίσκιο του.

θέατρο

θέατρο, το, ουσ. [<αρχ. θέατρον <θεάομαι-ῶμαι], το θέατρο. 1. το επάγγελμα του ηθοποιού, η ενεργός συμμετοχή του στη θεατρική ζωή: «δεν ήταν για το θέατρο γι’ αυτό άλλαξε επάγγελμα || ασχολείται με το θέατρο από τα νεανικά του χρόνια». 2. το σύνολο των θεατών που παρακολουθούν μια θεατρική παράσταση: «μόλις έκανε την εμφάνισή του ο τάδε ηθοποιός, όλο το θέατρο ξέσπασε σε χειροκροτήματα». 3. τόπος που διαδραματίζεται ή που διαδραματίστηκε ένα γεγονός: «το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων μεταφέρθηκε πάλι στα σύνορα || το τάδε χωριό έγινε το θέατρο ενός από τα αγριότερα εγκλήματα για λόγους τιμής»·
- βγαίνω στο θέατρο, πρωτοεμφανίζομαι ως ηθοποιός σε θεατρική παράσταση: «οι αδερφές Καλουτά, βγήκαν στο θέατρο σε μικρή ηλικία»·
- γίνομαι θέατρο, γελοιοποιούμαι μπροστά σε κόσμο: «κοτζάμ επιστήμονες αρπάχτηκαν στα χέρια κι έγιναν θέατρο μπροστά στον κόσμο»·
- είμαι στο θέατρο, ασχολούμαι με το θέατρο ως ηθοποιός, ως θεατρικός επιχειρηματίας ή ως τεχνικός: «είμαι στο θέατρο από την εποχή που απολύθηκα απ’ το στρατό»·
- θέατρο σκιών, παραδοσιακό θέατρο λαϊκού τύπου, όπου κάποιος προβάλλει προς το κοινό διάφορες φιγούρες πίσω από ένα κατάλληλα φωτισμένο πανί, μιμούμενος και τις φωνές των πρωταγωνιστών, κοινώς ο Καραγκιόζης (βλ. λ.): «ο Σπαθάρης υπήρξε από τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες του θεάτρου σκιών»·
- κάνω θέατρο, ασχολούμαι επαγγελματικά ως ηθοποιός με το θέατρο: «τα τελευταία  δέκα χρόνια, κάνω θέατρο»· βλ. και φρ. παίζω θέατρο·
- παίζω θέατρο, υποκρίνομαι, προσποιούμαι: «πάψε να παίζεις θέατρο, γιατί μάθαμε καλά τι θεατρίνος είσαι!»·
- χέσε θέατρο, η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίσσεται καλά. Συνήθως δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πάει η δουλειά ή πώς πάει η υπόθεση·
- χέσε θέατρο, κατούρα παράσταση, η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίσσεται καθόλου καλά, πηγαίνει κατά διαβόλου. Συνήθως δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πάει η δουλειά ή πώς πάει η υπόθεση.

σκιά

σκιά, η, ουσ. [<αρχ. σκιά], η σκιά. 1. πρόσωπο ή πράγμα που ξεχωρίζει αμυδρά μέσα στο σκοτάδι: «από το βάθος του δρόμου φάνηκε μια σκιά, που άρχισε να πλησιάζει προς το μέρος μας». 2. είδος καλλυντικού για το πρόσωπο, ιδίως εύχρηστο από τις γυναίκες και τους ηθοποιούς: «καθόταν μια ώρα μπροστά στον καθρέφτη κι έβαζε σκιά πάνω στα βλέφαρά της». 3. οπτασία: «είναι καιρός τώρα που χώρισαν, αλλά έχει ακόμα τη σκιά της μπροστά στα μάτια του». 4. απειλητική κατάσταση που δημιουργεί ψυχική καταπίεση: «η χώρα ζει στη σκιά ενός νέου καταστροφικού σεισμού». 5. (λαογραφία) πλάσμα χωρίς υλική υπόσταση, το φάντασμα, το αερικό: «του πάει τρεις τριανταμία να περάσει βράδυ έξω από νεκροταφείο, γιατί έχει την εντύπωση πως βλέπει όλο σκιές». (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- έγινε σκιά μου (κάποιος ή κάτι), δε με αφήνει στιγμή από τα μάτια του, έρχεται συνεχώς πίσω μου, με παρακολουθεί παντού κάποιος ή κάτι: «το ’χει βάλει πείσμα να τον πιάσει επ’ αυτοφώρω με την κόρη του, γι’ αυτό έγινε σκιά του || λίγο να κάνει πως φυσάει, αρπάζω αμέσως γρίπη λες κι έγινε σκιά μου». Από την εικόνα της σκιάς του ανθρώπου, που πάντοτε τον συνοδεύει. (Λαϊκό τραγούδι: δε γίνεται, δε γίνεται απλά έτσι να σ’ αφήσω, θα γίνω η σκιά σου εγώ και θα σε κυνηγήσω
- έγινε σκιά του εαυτού του, βλ. συνηθέστ.  κατάντησε σκιά του εαυτού του·
- είμαι η σκιά (κάποιου), δεν τον αφήνω στιγμή από τα μάτια μου, πηγαίνω συνεχώς πίσω του, τον παρακολουθώ παντού: «έχει τόσες παγίδες σήμερα η ζωή που τρέμω για τα παιδιά μου, γι’ αυτό είμαι η σκιά τους». (Λαϊκό τραγούδι: τι σου ζητάω, να ’μαι η σκιά σου όπου πας, τι σου ζητάω, άσε με, άσε με, άσε με να σ’ αγαπάω
- έμεινε στη σκιά (κάτι), δεν εμφανίστηκε, δεν έγινε γνωστή ή αντιληπτή η ύπαρξή του, έμεινε στην αφάνεια: «για χρόνια ολόκληρα έμεινε στη σκιά το τραγικό τέλος αυτού του ανθρώπου, που κάποτε υπήρξε για όλους μας το μεγάλο πρότυπο»·
- ζει με τη σκιά του, ζει εντελώς μονάχος: «σιχάθηκε την ψευτιά του κόσμου και τον τελευταίο καιρό ζει με τη σκιά του»·
- ζει στη σκιά, ζει έξω από την επικαιρότητα, ιδίως με τη θέλησή του: «απ’ ό,τι ξέρω, απ’ τη μέρα που άρχισε να ζει στη σκιά, έχει βρει την ηρεμία του»·
- ζει κάτω απ’ τη σκιά (του τάδε) ή ζει στη σκιά (του τάδε), είναι κατά πολύ κατώτερος ή λιγότερο ικανός, ιδίως σε μια τέχνη ή άλλη κοινωνική ή επαγγελματική δραστηριότητα από κάποιον του στενού του περιβάλλοντος και ως εκ τούτου, ζει στην αφάνεια: «είναι καλός ζωγράφος, αλλά πάντα θα ζει στη σκιά του πατέρα του || είναι καλός έμπορος, αλλά πάντα θα ζει κάτω απ’ τη σκιά του αδερφού του, που είναι μεγάλος επιστήμονας». Πρβλ. προκειμένου να είσαι της ζωής μου η σκιά, κοίτα βρες κάποιον άλλον, πριν γεράσει η καρδιά (Λαϊκό τραγούδι)·
- θέατρο σκιών, βλ. λ. θέατρο·
- κατάντησε σκιά του εαυτού του, α. αδυνάτισε πάρα πολύ: «πέρασε τόσο μακροχρόνια αρρώστια, που κατάντησε σκιά του εαυτού του || πέρασε τέτοια πείνα στην Κατοχή, που ’χε καταντήσει σκιά του εαυτού του || της είπαν να κάνει δίαιτα κι αυτή κατάντησε σκιά του εαυτού της». β. έχασε την παλιά του λάμψη, την παλιά του αίγλη: «κάποτε ήταν σπουδαίος πολιτικός, αλλά τώρα κατάντησε σκιά του εαυτού του»·
- κινείται στη σκιά, ενεργεί αθόρυβα, κάνει κρυφά τις δουλειές του και, κατ’ επέκταση, είναι άτομο επικίνδυνο, ύπουλο: «αν θέλεις τη γνώμη μου, πρέπει να τον προσέχεις πάρα πολύ, γιατί είναι τύπος που κινείται στη σκιά»·
- μ’ ακολουθάει σαν σκιά (κάποιος ή κάτι), βλ. φρ. έγινε σκιά μου (κάποιος ή κάτι). (Λαϊκό τραγούδι: η σύλληψη σαν ένταλμα μ’ ακολουθάει σαν σκιά και ο βραχνάς του έιτζ στο λαιμό μου σαν θηλιά, σαν φόβος του τερματοφύλακα, πριν απ’ το πέναλτι σαν όπλο που με σημαδεύει απ’ απέναντι)·
- μένει κάτω απ’ τη σκιά (του τάδε) ή μένει στη σκιά (του τάδε), βλ. συνηθέστ. ζει κάτω απ’ τη σκιά (του τάδε)·
- περί όνου σκιάς, λέγεται για κάτι που είναι εντελώς ασήμαντο: «είναι σοβαρός άνθρωπος και δε δέχεται να κάνει συζητήσεις περί όνου σκιάς»·
- ρίχνω σκιά ή ρίχνω τη σκιά μου, σκιάζω με το κορμί μου ή με άλλο αντικείμενο κάποιον ή κάτι: «πήγαινε λίγο πιο δεξιά, γιατί ρίχνεις τη σκιά σου απάνω μου και μου κρύβεις τον ήλιο»· 
- τηλέφωνο σκιά, βλ. λ. σκιά·
- τον έχω στη σκιά μου, τον έχω υπό την προστασία μου: «δε θέλω να πάθει κανένα κακό ο τάδε, γιατί τον έχω στη σκιά μου». Από την εικόνα του ατόμου που προστατεύει κάποιον από τον ήλιο·
- τον παίρνω στη σκιά μου, τον παίρνω υπό την προστασία μου: «όποιον παίρνω στη σκιά μου, αργά ή γρήγορα προοδεύει». Από την εικόνα του ατόμου που δέχεται κάποιον στο σκιερό μέρος στο οποίο στέκεται·
- τρέμει και τη σκιά του, βλ. φρ. φοβάται και τη σκιά του·
- φοβάται και τη σκιά του, είναι υπερβολικά φοβητσιάρης, υπερβολικά δειλός: «έχω δει πολλούς φοβητσιάρηδες στη ζωή μου, αλλά τόσο φοβητσιάρη, που να φοβάται και τη σκιά του, πρώτη μου φορά έχω συναντήσει». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ακόμα. (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη μου επικίνδυνη, φοβάμαι και τη σκιά σου, ερείπιο με κατάντησες με τον άπιστο τον έρωτά σου). Συνών. φοβάται και τον ίσκιο του.