Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σκαμνί

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σκαμνί, το, ουσ. [<μσν. σκαμνί(ο)ν, υποκορ. του σκάμνον <λατιν. scamnum], το σκαμνί· το εδώλιο του κατηγορουμένου: «ποιος είναι αυτός που βρίσκεται στο σκαμνί;». Υποκορ. σκαμνάκι, το (βλ. λ.)·
- δάσκαλος από δώδεκα σκαμνιά, βλ. λ. δάσκαλος·
- θα σε καθίσω στο σκαμνί, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε πάω στο δικαστήριο ως κατηγορούμενο: «αν σε ξαναπιάσω να βάζεις χέρι στο ταμείο, θα σε καθίσω στο σκαμνί»·
- κάθομαι στο σκαμνί, βρίσκομαι στο εδώλιο του κατηγορουμένου, είμαι κατηγορούμενος: «μια φορά όλο κι όλο στη ζωή μου κάθισα στο σκαμνί και δεν έχω σκοπό ν’ αντιμετωπίσω στο μέλλον παρόμοια κατάσταση». (Λαϊκό τραγούδι: κι ας με καθίσουν στο σκαμνί να με δικάσουνε, αγάπησα και πόνεσα κι ας με κρεμάσουνε
- τον κάθισα στο σκαμνί, τον πήγα στο δικαστήριο ως κατηγορούμενο: «ήταν η τρίτη φορά που τον έπιασα να βάζει χέρι στο ταμείο μου, γι’ αυτό τον κάθισα στο σκαμνί».

δάσκαλος

δάσκαλος, ο, θηλ. δασκάλα, η (βλ. λ.), ουσ. [<αρχ. διδάσκαλος <διδάσκω], ο δάσκαλος. 1. (στη γλώσσα της αργκό) ηλικιωμένος παράνομος με μεγάλη πείρα στην πιάτσα, που συμβουλεύει τους νεώτερους και που ο λόγος του τις πιο πολλές φορές επέχει θέση νόμου, αφού, εκτός από τις συμβουλές που δίνει, εκτελεί άτυπα και χρέη δικαστή στις διαφορές των νεότερων παρανόμων: «κάθε φορά που δημιουργείται κάποιο πρόβλημα, τρέχουν στο δάσκαλο να τους λύσει τη διαφορά». 2. (στη γλώσσα της αργκό) ο κατά τόπους αστυνομικός υπεύθυνος, ο αστυνόμος: «μόλις είδαν από μακριά να ’ρχεται ο δάσκαλος, έκατσαν όλοι στ’ αβγά τους». 3α. ως επιφών. δάσκαλε! τιμητική προσφώνηση σε φτασμένο πνευματικό άνθρωπο ή καλλιτέχνη: «καλημέρα σας, δάσκαλε!». β. φιλική προσφώνηση σε άτομο ανεξαρτήτου επαγγέλματος ή ιδιότητας: «να σε ξαναδούμε, δάσκαλε, απ’ τα μέρη μας!». Συνών. μάστορα! (3α, β). 4α. τιμητική προσφώνηση σε οικείο άτομο ή σε άτομο που αναγνωρίζουμε την αξία του, που αναγνωρίζουμε την ανωτερότητά του και του δίνουμε το προβάδισμα: «περάστε, δάσκαλε, καθίστε!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «τι θα γίνει με σένα, ρε δάσκαλε, πάλι κοπάνα απ’ τη δουλειά σου έκανες!». Συνών. αρχηγέ! (2α, β) / αφεντικό! (3α, β) / γιατρέ! (3α, β) / γίγαντα! (4α, β) / καπετάνιε! (4α, β) / μάστορα! (4α, β) / μεγάλε! (9α, β) / ντόκτορ! (3α, β) / στρατηγέ! / τσιφ! (3α, β). 5. αυτός που διδάσκει, που συμβουλεύει, που καθοδηγεί κάποιον: «ποιος είναι ο δάσκαλός σου στη ζωγραφική; || για να συμπεριφερθείς με τον τρόπο που συμπεριφέρθηκες, πάει να πει πως δεν είχες καλό δάσκαλο». (Λαϊκό τραγούδι: σε γελάσαμε, μη χάνεις τον καιρό σου, δε σε σπούδασε καλά ο δάσκαλός σου). 6. τεχνίτης, επαγγελματίας ή πνευματικός άνθρωπος, που κατέχει πάρα πολύ καλά τη δουλειά του, το επάγγελμά του ή την τέχνη του, η αυθεντία, ο μετρ: «όταν παρουσιάζει κάποια βλάβη τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε, που είναι δάσκαλος στ’ αυτοκίνητα || είναι δάσκαλος στις συναλλαγές || είναι δάσκαλος στη δουλειά του || ο Σεφέρης υπήρξε δάσκαλος στην ποίηση». (Λαϊκό τραγούδι: όσο υπάρχει τράπουλα, θα βγαίνουνε ρηγάδες κι όσο υπάρχουν δάσκαλοι, θα βγαίνουν μαθητάδες). Συνών. μάστορας (4). 7. αυτός που είναι έμπειρος, επιδέξιος, δεξιοτέχνης με ό,τι καταπιάνεται: «είναι δάσκαλος στη διπλωματία || είναι δάσκαλος να κατακτά τις γυναίκες». Συνών. καλλιτέχνης (1) / μάστορας (6). 8. αυτός που ξέρει να κάνει κάτι καλά ή να παίζει πολύ καλά κάποιο παιχνίδι: «είναι δάσκαλος στο κλέψιμο || είναι δάσκαλος στα χαρτιά || είναι δάσκαλος στο τάβλι || είναι δάσκαλος στην τρίπλα». Συνών. καλλιτέχνης (2) / μάστορας (7). Υποκορ. δασκαλάκος, ο κ. δασκαλάκι, το, θηλ. δασκαλίτσα, η·
- απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο, βλ. λ. αφτί·
- βρίσκω το δάσκαλό μου, αντιμετωπίζω κάποιον που αποδεικνύεται ανώτερος, αξιότερος ή δυνατότερος από μένα, χάνω τα πρωτεία, νικιέμαι: «μην κοκορεύεσαι, γιατί μπορεί κι εσύ μια μέρα να βρεις το δάσκαλό σου». Από την εικόνα των μαθητών που, όταν συναντούν το δάσκαλό τους, συμπεριφέρονται με σεμνότητα, ή από την εικόνα των παρανόμων, που, όταν συναντούν τον αστυνομικό, διακόπτουν από φόβο κάθε παράνομη δραστηριότητά τους. Συνών. βρίσκω το μάστορά μου ή βρίσκω το μάστορή μου·
- δάσκαλε που δίδασκες και λόγο δεν εκράτεις ή δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις, λέγεται ειρωνικά σε άτομο που δεν τηρεί το ίδιο αυτά που συμβουλεύει στους άλλους. (Λαϊκό τραγούδι: δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν κρατούσες, εμένανε συμβούλευες κι εσύ παραστρατούσες
- δάσκαλος από δώδεκα καρέκλες ή δάσκαλος από δώδεκα σκαμνιά, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ μορφωμένο: «ότι απορία κι αν έχουμε, τη λύνει ο τάδε, γιατί είναι δάσκαλος από δώδεκα καρέκλες»·
- κάνει το δάσκαλο, συμβουλεύει κάποιον, χωρίς να έχει αυτό το δικαίωμα ή χωρίς να τηρεί αυτά που συμβουλεύει: «του αρέσει, χωρίς να του ζητάνε τη γνώμη του, να πετάγεται και να κάνει το δάσκαλο || είναι εύκολο να κάνει το δάσκαλο, αλλά άλλα λέει κι άλλα κάνει»·
- μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις, λέγεται επιτιμητικά για εκείνους που έχουν κακές συναναστροφές και συμπεριφέρονται ανάλογα: «πώς να μην πας φυλακή με τις παλιοπαρέες που είχες, αφού, μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις». Συνών. κατά τον Μαστρογιάννη και τα κοπέλια του / με (το) στραβό αν (σαν) κοιμηθείς, το πρωί θ’ αλληθωρίσεις·
- ο θυμός είναι κακός δάσκαλος, βλ. λ. θυμός·
- ουδείς μωρότερος των γιατρών, αν δεν υπήρχαν οι δάσκαλοι, βλ. λ. γιατρός.