Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σκαθάρι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σκαθάρι, το, ουσ. [<μσν. σκαθάριν <μτγν. κανθάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κάνθαρος, με προθετ. σ], το σκαθάρι. 1. άνθρωπος έξυπνος, πονηρός: «μη στενοχωριέσαι γι’ αυτόν, γιατί κάτι τέτοια σκαθάρια τη βγάζουν μια χαρά στη ζωή τους». 2α. ο καθένας από το μουσικό συγκρότημα των Μπητλς: «το κάθε σκαθάρι ζούσε μόνο για το συγκρότημά του». β. στον πλ. τα σκαθάρια, το μουσικό συγκρότημα των Μπητλς: «τα σκαθάρια άρχισαν μια παγκόσμια περιοδεία».