Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σκέπη
σκέπη, η, ουσ.
[<αρχ. σκέπη], η σκέπη·
- τον έχω κάτω από τη σκέπη μου ή τον έχω υπό την σκέπη(ν)
μου, τον έχω υπό την προστασία μου, τον προστατεύω: «δε θέλω να τον ενοχλεί
κανένας, γιατί τον έχω υπό την σκέπην μου».
σκέπη, η, ουσ.
[<αρχ. σκέπη], η σκέπη·
- τον έχω κάτω από τη σκέπη μου ή τον έχω υπό την σκέπη(ν)
μου, τον έχω υπό την προστασία μου, τον προστατεύω: «δε θέλω να τον ενοχλεί
κανένας, γιατί τον έχω υπό την σκέπην μου».