Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σιχαμερός
σιχαμερός, -ή, -ό, επίθ. [<όψιμο μσν. σιχαμερός], που προκαλεί
αηδία, απέχθεια, αποστροφή, ο αηδιαστικός: «τόσο σιχαμερό άνθρωπο δεν έχω
ματαδεί στη ζωή μου». Επίρρ. σιχαμερά·
-
σιχαμερά πράματα, πράξεις ή λόγια που προκαλούν αηδία, απέχθεια,
αποστροφή: «τι σιχαμερά πράματα είν’ αυτά που κάνεις! || τι σιχαμερά λόγια
είναι αυτά που λες!».