Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σημαδούρα
σημαδούρα κ. σαμαδούρα κ. τσαμαδούρα, η, ουσ., [<σημάδι + κατάλ. -ούρα], η σημαδούρα· άνθρωπος κοντός και χοντρός: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι σκέτη σημαδούρα».
σημαδούρα κ. σαμαδούρα κ. τσαμαδούρα, η, ουσ., [<σημάδι + κατάλ. -ούρα], η σημαδούρα· άνθρωπος κοντός και χοντρός: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι σκέτη σημαδούρα».