Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σεμνός
σεμνός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. σεμνός], σεμνός. Επίρρ. σεμνά, α. κόσμια, σοβαρά, ταπεινά, με
ευπρέπεια: «εκεί που θα πάμε, θέλω να φέρεσαι σεμνά». β. πολλές φορές,
ως προτρεπτικό ή απειλητικό επιφώνημα σε κάποιον που ενεργεί προκλητικά, για να
συμμαζευτεί: «εγώ δεν έχω να φοβηθώ κανέναν κι ό,τι θέλω θα λέω κι ό,τι θέλω θα
κάνω. -Σεμνά!». Συνών. ήρεμα! (β)·
- η σεμνή τελετή, βλ. λ. τελετή.