Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σειρά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σειρά, η, ουσ. [<αρχ. σειρά], η σειρά. 1. κοινωνική ή οικονομική τάξη: «είναι από κατώτερη σειρά, γι’ αυτό δεν τον θέλουν στην παρέα τους». 2α. (στη γλώσσα του στρατού) το σύνολο των στρατιωτών που παρουσιάζονται κάθε δυο μήνες στα κέντρα εκπαιδεύσεως την ίδια ημερομηνία, η Ε.Σ.Σ.Ο. (= εκπαιδευτική σειρά στρατευσίμων οπλιτών): «η τελευταία σειρά είχε πολλούς Μακεδόνες». β. ο στρατιώτης που παρουσιάστηκε στο κέντρο εκπαιδεύσεως ταυτόχρονα με έναν άλλον: «ο τάδε είναι σειρά μου || τι γίνεται, ρε σειρά, θα πάρουμε καμιά άδεια;». (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- άνθρωπος της σειράς, βλ. λ. άνθρωπος·
- αφήνω τη σειρά, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τη σειρά·
- αφήνω τη σειρά μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τη σειρά μου·
- βάζω κάποια σειρά ή βάζω σε κάποια σειρά ή βάζω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. φρ. βάζω μια σειρά·
- βάζω μια σειρά ή βάζω σε μια σειρά ή βάζω σε μια σειρά και τάξη, α. νοικοκυρεύω, συγυρίζω, ιδίως έναν κλειστό χώρο: «είναι απ’ το πρωί στο υπόγειο και προσπαθεί να βάλει σε μια σειρά τα πράγματα». β. τακτοποιώ διάφορες εκκρεμότητες που είχα, τις βάζω σε μια σειρά, σε μια τάξη: «νιώθω εντελώς ήρεμος, απ’ τη μέρα που έβαλα μια σειρά στις υποθέσεις μου». γ. τακτοποιώ τα κακώς κείμενα σε μια δουλειά, σε μια επιχείρηση και την επαναφέρω σε καλή λειτουργία: «ο καινούριος διευθυντής έβαλε σε μια σειρά το εργοστάσιο κι όλοι δουλεύουν ρολόι». Συνών. βάζω μια αράδα ή βάζω σε μια αράδα / βάζω μια τάξη ή βάζω σε μια τάξη·
- βάζω στη σειρά (κάποιους ή κάτι), βάζω, τοποθετώ κάποιους τον έναν πίσω από τον άλλον ή κάποια πράγματα το ένα πίσω από το άλλο: «ο αξιωματικός έβαλε στη σειρά τους νεοσύλλεκτους για να τους μετρήσει || έβαλε τα κιβώτια στη σειρά για να μπορέσει να τα ελέγξει ευκολότερα». Συνών. βάζω στην αράδα (κάποιους ή κάτι) / βάζω στη γραμμή (κάποιους ή κάτι)·
- βγαίνω απ’ τη σειρά, βγαίνω από μια σειρά ανθρώπων που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον για τον ίδιο σκοπό με μένα: «βγήκα απ’ τη σειρά μου και πετάχτηκα μέχρι το περίπτερο ν’ αγοράσω τσιγάρα». Συνών. βγαίνω απ’ την αράδα / βγαίνω απ’ τη γραμμή·
- βγαίνω απ’ τη σειρά μου, βγαίνω από τον μέχρι τώρα οργανωμένο ρυθμό της ζωής μου, της εργασίας μου, αποδιοργανώνομαι: «τον τελευταίο καιρό το ’ριξα στα γλέντια και τα ξενύχτια και βγήκα απ’ τη σειρά μου». Συνών. βγαίνω απ’ την αράδα μου / βγαίνω απ’ τη γραμμή μου / βγαίνω απ’ την τάξη μου· βλ. και φρ. βγαίνω απ’ τη σειρά·
- δεν είναι της σειράς μου, δεν ανήκει στο ίδιο κοινωνικό ή οικονομικό, συνήθως ανώτερο, επίπεδο με το δικό μου: «δεν καταδέχομαι να τον κάνω παρέα, γιατί δεν είναι της σειράς μου». Συνών. δεν είναι αράδας μου / δεν είναι της τάξης μου·
- δεν έχει σειρά, α. δεν έχει οργάνωση, σύστημα, τάξη στη δουλειά του και γενικά στη ζωή του: «αντιμετωπίζει συνέχεια προβλήματα στη δουλειά του, γιατί δεν έχει σειρά». Συνών. δεν έχει αράδα / δεν έχει γραμμή / δεν έχει τάξη. β. (για το θάνατο) παίρνει ανθρώπους ανεξαρτήτου ηλικίας: «αυτή είναι ενενήντα χρονών και προχτές πέθανε ο εγγονός της, που ήταν μόλις είκοσι. -Δεν έχει σειρά, αγόρι μου, ο θάνατος». Συνών. δεν έχει αράδα·
- έχει τη σειρά της, (για γυναίκες) έχει στη σωστή ημερομηνία τα έμμηνά της, την περίοδό της: «απ’ τη μέρα που γνώρισα τη γυναίκα μου, έχει πάντα κανονικά τη σειρά της»·
- έχει τη σειρά του, α. είναι οικονομικά τακτοποιημένος, είναι νοικοκυρεμένος: «έχει το εργοστασιάκι του, την οικογένειά του και γενικά έχει τη σειρά του αυτός ο άνθρωπος || τα θέλει όλα στη θέση τους, γιατί είναι άνθρωπος που έχει τη σειρά του». (Λαϊκό τραγούδι: είχα ο μάγκας τη σειρά μου ένα σπίτι, πέντε φίλους, τη δουλειά μου, κι έχω γίνει ένα κουρέλι που ο άνεμος το σέρνει όπου θέλει). Συνών. έχει την αράδα του / έχει τη γραμμή του·
- ήρθε η σειρά μου (σου, του, της κ.λπ.), έφτασε η στιγμή να ενεργήσω ή να υποστώ κάτι ύστερα από κάποιον άλλον: «αφού πήρες κι εσύ μέρος στην κατάληψη του εργοστασίου, ήρθε η σειρά σου ν’ απολυθείς». (Λαϊκό τραγούδι: βασανίσου, βασανίσου, όπως έστρωσες κοιμήσου, βασανίσου, βασανίσου, τώρα ήρθε και η σειρά η δική σου
- κάθε πράγμα στη σειρά του, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κατά σειρά, α. ο ένας μετά τον άλλον: «έρχονταν συνέχεια κατά σειρά και ζητούσαν εισιτήρια του αγώνα». β. σύμφωνα με το πρόγραμμα: «ήταν ο πέμπτος κατά σειρά αγώνας, που έδινε η ομάδα μας εκτός έδρας»·
- κατά σειρά προτεραιότητας, σύμφωνα με τη σειρά προσέλευσης ή κατάταξης: «δεν υπάρχει λόγος να σπρώχνεστε, γιατί οι επιβάτες θα επιβιβαστούν κατά σειρά προτεραιότητας, σύμφωνα με τον κατάλογο στον οποίο αναγράφονται τα ονόματά τους»·
- με τη σειρά, α. ο ένας πίσω από τον άλλον και με ηρεμία, με τάξη: «θέλω να  έρθετε με τη σειρά, αλλιώς δε θα πάρει κανένας σας εισιτήριο για τον αγώνα». (Λαϊκό τραγούδι: στη Μαγνησιά πού φτάσαμε οι μπέηδες προστάζουν, με τη σειρά πέρνανε και σαν αρνιά μας σφάζουν). Συνών. με την αράδα / με τάξη. β. την κατάλληλη στιγμή: «όλα όσα σας υποσχέθηκα θα γίνουν, αλλά με τη σειρά»·
- μπαίνω σε κάποια σειρά ή μπαίνω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. φρ. μπαίνω σε μια σειρά·
- μπαίνω σε μια σειρά ή μπαίνω σε μια σειρά και τάξη, α. τακτοποιώ, διευθετώ, νοικοκυρεύω τη ζωή μου, τη δουλειά μου, την εργασία μου: «απ’ τη μέρα που μπήκε σε μια σειρά και τάξη, άρχισε να προκόβει το παιδί». β. αρχίζω να ζω ήρεμη ζωή: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, μπήκε σε μια σειρά και τάξη». Συνών. μπαίνω σε μια αράδα / μπαίνω σε μια γραμμή / μπαίνω σε μια τάξη·
- μπαίνω στη σειρά, α. μπαίνω πίσω από αυτούς που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον και που περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «μπήκα στη σειρά κι εγώ και περίμενα να βγάλω εισιτήριο». Συνών. μπαίνω στην αράδα / μπαίνω στη γραμμή. β. βρίσκομαι σε αναμονή, ή σε διαδικασία ολοκλήρωσης: «μην ανησυχείς για την υπόθεσή σου, γιατί μπήκε στη σειρά και αργά ή γρήγορα θα τελειώσει»· βλ. και φρ. παίρνω σειρά·
- ξεφεύγω απ’ τη σειρά μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τη σειρά μου·
- παίρνω σειρά, α. μπαίνω πίσω από αυτούς, που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον και περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «πήρα σειρά πίσω απ’ τους άλλους για να βγάλω κι εγώ εισιτήριο». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε σειρά,γιατί μπορεί, ίσως, να μην προκάνεις, μη μας συμβεί το σοβαρό και τη σειρά σου χάνεις). β. έρχεται η στιγμή να πάρω κάτι: «εγώ πότε παίρνω σειρά για το εισιτήριο;»·
- παίρνω στη σειρά, επισκέπτομαι διαδοχικά διάφορους ανθρώπους, διάφορους χώρους ή σημεία, διάφορα στέκια: «πήρα στη σειρά τους φίλους του και ζητούσε δανεικά || πήρα στη σειρά τα μπαράκια για να σε βρω». Συνών. παίρνω αράδα ή παίρνω στην αράδα / παίρνω γραμμή·
- σειρά σου και σειρά μου, ανταποδίδω με τη σειρά μου τα ίσα ή κάνω με τη σειρά μου τα ίδια: «αφού με ξεγέλασες, σε ξεγέλασα κι εγώ. Σειρά σου και σειρά μου || αφού έπαιξες, τώρα θα παίξω κι εγώ. Σειρά σου και σειρά μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α. Συνών. μία σου και μία μου ·
- στέκομαι στη σειρά, στέκομαι πίσω από αυτούς που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον και περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «στεκόμουν στη σειρά μισή ώρα, μέχρι να βγάλω εισιτήριο». Συνών. στέκομαι στην αράδα / στέκομαι στη γραμμή·
- στη σειρά, α. ο ένας πίσω από τον άλλον με ηρεμία και τάξη: «έτσι σας θέλω όλους στη σειρά και χωρίς ομιλίες». β. χωρίς διάκριση: «πάνω στα νεύρα του άρχισε να τους βρίζει όλους στη σειρά». γ. χωρίς διακοπή: «πέντε μήνες στη σειρά δε σήκωσε κεφάλι απ’ το διάβασμα και πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο». Συνών. στην αράδα·  
- της σειράς, α. (για πρόσωπα) που δεν είναι ιδιαίτερος, που είναι κοινός, κατώτερης κοινωνικής τάξης, που είναι ανάξιος λόγου: «έμπορος της σειράς || δικηγόρος της σειράς». β. (για πράγματα) που είναι χωρίς καμιά πρωτοτυπία ή αξία, που είναι κοινό, συνηθισμένο: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο της σειράς || αγόρασε μια τηλεόραση της σειράς». Συνών. της αράδας·
- της σειράς μου (σου, του κ.λ.π.), του ίδιου κοινωνικού ή οικονομικού, συνήθως ανωτέρου, επιπέδου με το δικό μου: «εγώ κάνω παρέα μόνο μ’ ανθρώπους της σειράς μου». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ ήθελες με μένα συ να μπλέξεις; δε βρήκες άλλον, στη σειρά σου, να διαλέξεις;). Συνών. της αράδας μου (σου, του κ.λπ.)· 
- τον βγάζω απ’ τη σειρά του, τον υποχρεώνω να ενεργεί διαφορετικά από ό,τι είχε προγραμματισμένο, τον αποδιοργανώνω: «ήταν νοικοκύρης κι είχε συνέχεια το μυαλό του στη δουλειά, μέχρι που γνώρισε αυτή την παρδαλή και τον έβγαλε απ’ τη σειρά του». Συνών. τον βγάζω απ’ την αράδα του / τον βγάζω απ’ τη γραμμή του·
- του πήρα τη σειρά, τον υποσκέλισα και στάθηκα μπροστά του: «κάποια στιγμή πετάχτηκε ν’ αγοράσει τσιγάρα και του πήρα τη σειρά». Συνών. του πήρα την αράδα·
- του ’φαγα τη σειρά, τον υποσκέλισα με πονηριά και στάθηκα μπροστά του: «έπιασε την κουβέντα μ’ έναν γνωστό του και του ’φαγα τη σειρά χωρίς να πάρει μυρουδιά»·
- τους βάζω σε κάποια σειρά ή τους βάζω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. φρ. τους βάζω σε μια σειρά·
- τους βάζω σε μια σειρά ή τους βάζω σε μια σειρά και τάξη, οργανώνω μια ομάδα ανθρώπων έτσι ώστε να δουλέψουν πιο αποδοτικά, να αποδώσουν περισσότερο έργο: «ο καινούριος διευθυντής τους έβαλε σε μια σειρά και τάξη και η δουλειά πάει ρολόι». Συνών. τους βάζω σε μια αράδα / τους βάζω σε μια γραμμή / τους βάζω σε μια τάξη·
- φεύγω απ’ την αράδα, βλ. φρ. βγαίνω απ’ την αράδα·
- φεύγω απ’ την αράδα μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ την αράδα μου·
- χάνω τη σειρά μου, α. βγαίνω από μια σειρά ανθρώπων που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον για τον ίδιο σκοπό με μένα και δεν μπορώ να επανακτήσω την ίδια θέση που είχα και προηγουμένως: «κάποια στιγμή πετάχτηκα μέχρι την τουαλέτα κι έχασα τη σειρά μου». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε σειρά γιατί, μπορεί, ίσως να μην προκάνεις, μη μας συμβεί το σοβαρό και τη σειρά σου χάνεις). β. χάνω τον μέχρι τώρα οργανωμένο ρυθμό της ζωής μου, της εργασίας μου, αποδιοργανώνομαι. Συνών. χάνω την αράδα μου / χάνω τη σειρά μου.