Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σβήσιμο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σβήσιμο, το, ουσ. [<σβήνω], η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σβήνω· λόγος, υπονοούμενο ή ενέργεια έντονα μειωτική για κάποιον ή στάση έντονης αδιαφορίας που μειώνει κάποιον σοβαρά: «του μιλούσε ο άλλος μια ώρα κι αυτός του ’κανε τέτοιο σβήσιμο, που στο τέλος τον ανάγκασε να φύγει».