Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σαύρα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σαύρα, η, ουσ. [<αρχ. σαύρα], η σαύρα· άνθρωπος πολύ άσχημος, αποκρουστικός: «απορώ πώς ένα τέτοιο ομορφόπαιδο, παντρεύτηκε αυτή τη σαύρα! || αυτή είναι σαν τα κρύα τα νερά, ο άντρας της όμως είναι σκέτη σαύρα».