Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σαλτανάτι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σαλτανάτι, το, ουσ. [<τουρκ. saltanat (= μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα, πομπή)]. 1. η λαμπρή, η μεγαλόπρεπη παρουσία: «κάθε τόσο έπαιρνε το καινούριο του αυτοκίνητο και περνούσε όλο σαλτανάτι έξω απ’ το σπίτι της». 2. το ξαφνικό τίναγμα, το επικίνδυνο σκέρτσο, ιδίως κατά το οδήγημα αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας: «σταμάτα αυτά τα σαλτανάτια, γιατί θα το φας το κεφάλι σου!». 3. δηκτικό πείραγμα, πρόκληση, ιδίως για καβγά: «όπου και να πάμε, είναι όλο σαλτανάτια και μας δημιουργεί κάθε τόσο προβλήματα»·
- κάνω σαλτανάτια, α. κάνω επικίνδυνα σκέρτσα, ιδίως κατά το οδήγημα του αυτοκινήτου ή της μοτοσικλέτας: «απ’ τη μέρα που πήρε κι αυτός αυτοκίνητο, δεν έλεγε να βάλει μυαλό κι έκανε συνέχεια σαλτανάτια, μέχρι που πετάχτηκε κάποια φορά έξω απ’ το δρόμο και τώρα οδηγάει σαν κυρία». β. προκαλώ, επιδιώκω καβγά: «μην του κάνεις σαλτανάτια, γιατί αυτός δεν τα σηκώνει κάτι τέτοια και θα στις βρέξει».