Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σίδερο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σίδερο, το, ουσ. [<μσν. σίδερον <αρχ. σίδηρος], το σίδερο. 1. οικιακή συσκευή για το σιδέρωμα των ρούχων: «μόλις μπήκα σπίτι, βρήκα τη γυναίκα μου να σιδερώνει με το σίδερο τα ρούχα». 2. οτιδήποτε είναι πάρα πολύ δυνατό. (Λαϊκό τραγούδι: δεν εγνώριζε όμως ότι τα ’χε μ’ έναν Περαιώτη, Περαιώτη ντερμπεντέρη, σίδερο το χέρι, άσο στη μπουνιά ). 3. το σιδερικό (βλ. λ.). 4. στον πλ. τα σίδερα, (στη γλώσσα της αργκό) τα κάγκελα της φυλακής και, κατ’ επέκταση, η φυλακή. (Λαϊκό τραγούδι: για φέρτε τον κατάδικο, η μάνα τον ζητάει, δε λογαριάζει σίδερα η μάνα σαν πονάει). Συνών. αλυσίδες (3) / κάγκελα (3) / μπουζού (3) / στενή (2) / στρουγκού / φρέσκο / χάψη / ψειρού. 5. οι χειροπέδες: «για να μην προσπαθήσει ξανά να το σκάσει, του φόρεσαν τα σίδερα». (Λαϊκό τραγούδι: τα σίδερα τους φόρεσαν και στη στενή τους πάνε κι αν δε βρεθούν τα λάχανα το ξύλο που θα φάνε!). Συνών. αλυσίδες (2) / βραχιόλια (1) / κελεψέδες / χαλκάδες (2). 6. πιο σπάνια τα κάγκελα του τρελοκομείου και, κατ’ επέκταση, το τρελοκομείο: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, σάλεψε ο φουκαράς και τον έκλεισαν στα σίδερα». 7. οτιδήποτε είναι πάρα πολύ βαρύ: «βάλε ένα χεράκι να σηκώσω αυτό το κιβώτιο, γιατί είναι σίδερο». 8. (ειδικά για τα πόδια) που είναι πάρα πολύ κρύα, που είναι παγωμένα: «μόλις ξάπλωσε στο κρεβάτι, τα πόδια του ήταν σίδερο και τα ’βαλε ανάμεσα στα μπούτια της γυναίκας του για να ζεσταθούν». Τέλος, (τουλάχιστο παλιότερα) τοποθετούνταν ένα σίδερο στην πόρτα του σπιτιού γυναίκας που μόλις γέννησε, και θεωρούνταν ξόρκι που διώχνει κάθε κακό και βοηθάει το νεογέννητο να γίνει πολύ δυνατό (σαν το σίδερο). (Ακολουθούν 34 φρ.)·  
- βάζω σίδερο, (για νοικοκυρές) ετοιμάζομαι, οργανώνομαι για να σιδερώσω τα ρούχα του νοικοκυριού μου και ιδίως αυτά που προέρχονται από πλύση: «αν θέλεις τη φιλενάδα σου, είναι στην κουζίνα και βάζει σίδερο»·
- βγαίνω απ’ τα σίδερα, αποφυλακίζομαι: «σε δυο μήνες και τρεις μέρες βγαίνω απ’ τα σίδερα». (Λαϊκό τραγούδι: φωτιά μεγάλη μ’ άναψες, βρε άτιμη γυναίκα, μόλις θα βγω απ’ τα σίδερα,θα σφάξω άλλους δέκα
- δαγκάνω σίδερα, είμαι πολύ ανήσυχος, πολύ εκνευρισμένος: «δεν επέστρεψε ακόμα η κόρη του στο σπίτι απ’ την εκδρομή της και δαγκάνει σίδερα || είναι στο γραφείο του και δαγκάνει σίδερα, γιατί δεν ήρθαν τρεις από τους υπαλλήλους του»· βλ. και φρ. τρώω σίδερα·
- διά πυρός και σιδήρου, βλ. λ. πυρ·
- δουλεύει κρύο σίδερο, ματαιοπονεί: «ξεκίνησε μια δουλειά χωρίς φράγκο κι απ’ ότι φαίνεται, δουλεύει κρύο σίδερο ο ταλαίπωρος». Από το ότι μπορεί κανείς να επεξεργαστεί το σίδερο μόνο όταν το εκθέσει σε υψηλές θερμοκρασίες·
- έγινε ένα μάτσο σίδερα, (για μηχανήματα) καταστράφηκε τελείως, ολοσχερώς: «μετά την τράκα, τ’ αυτοκίνητό μου έγινε ένα μάτσο σίδερα»·
- είναι για τα σίδερα, α. είναι τρελός σε επικίνδυνο βαθμό, οπότε επιβάλλεται να κλειστεί σε τρελοκομείο: «απορώ πώς τον αφήνουν και κυκλοφορεί ακόμα, γιατί, με την τρέλα που έχει, είναι για τα σίδερα». β. είναι πολύ ριψοκίνδυνος: «αν επιχείρησε τέτοιο σάλτο που μου λες, ε, είναι για τα σίδερα!»·
- είναι σίδερο μονάχο, είναι υγιέστατος: «ποιος έχει πρόβλημα με την υγεία του, ο τάδε; Αυτός, αγόρι μου, είναι σίδερο μονάχο»·
- έφαγα τα σίδερα, α. μεταχειρίστηκα κάθε δυνατό μέσο για να πετύχω κάτι: «έφαγα τα σίδερα για να μπορέσω να βάλω το γιο μου στην τράπεζα». β. είχα τρομερή ανυπομονησία, μέχρι να συμβεί κάτι που ποθούσα πάρα πολύ ή μέχρι να συναντήσω κάποιον: «έφαγα τα σίδερα μέχρι να τα φτιάξω μ’ αυτή τη γυναίκα || έφαγα τα σίδερα μέχρι να ’ρθει η ώρα του ραντεβού μας»· βλ. και φρ. τρώω σίδερα ·
- έχω σίδερο, (για νοικοκυρές) έχω ρούχα για σιδέρωμα, σιδερώνω ρούχα, ιδίως αυτά που προέρχονται από πλύση: «αν θέλεις τη φιλενάδα σου, είναι στην κουζίνα κι έχει σίδερο»·
- έχω σίδερο βουνό, (για νοικοκυρές) έχω να σιδερώσω πάρα πολλά ρούχα, ιδίως αυτά που προέρχονται από πλύση: «δε θα ’ρθω να πιω καφέ μαζί σας, γιατί έχω σίδερο βουνό και πρέπει κάποια στιγμή να τελειώνω»·
- θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, βλ. λ. μύγα·
- θα φάω τα σίδερα για να…, θα μεταχειριστώ κάθε δυνατό μέσο για να πετύχω κάτι: «εγώ θα φάω τα σίδερα για να σπουδάσω αυτό το παιδί»·
- λυγίζω σίδερα, α. είμαι πάρα πολύ δυνατός: «απ’ τη μέρα που βγήκα απ’ το νοσοκομείο λυγίζω σίδερα». β. είμαι υγιέστατος: «αυτός δε φοβάται το κρύο, γιατί λυγίζει σίδερα»·
- λύγισαν και τα σίδερα ή λύγισαν σίδερα ή λύγισαν τα σίδερα, υπήρξε τόσο έντονη συγκίνηση, που ακόμα και οι πιο σκληροί συγκινήθηκαν: «έπεσε τόσο κλάμα στην κηδεία της κοπέλας, που λύγισαν και τα σίδερα». (Λαϊκό τραγούδι: θα κλάψω σήμερα, λυγίστε σίδερα και σεις βουνά ραγίστε απ’ τον πόνο μου, παιδί μου σε χάνω πια, στα στήθια μου ανοίγεις πληγή βαριά
- μασάει σίδερα και τα φτύνει πινέζες, είναι πάρα πολύ σκληρός, πάρα πολύ δυνατός άντρας: «στο λέω για το καλό σου μην τα βάζεις μαζί του, γιατί αυτός μασάει σίδερα και τα φτύνει πινέζες»·
- μασάω σίδερα, α. είμαι πολύ δυνατός: «αυτός μασάει σίδερα, χαζός είμαι να τα βάλω μαζί του!». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν μασάει σίδερα και κάνει το λιοντάρι, στο τσαρδί του ο Κουταλιανός τρέμει σαν το ψάρι στην κυρά του μπρος αχ πώς τη φοβάται ο φτωχός Κουταλιανός). β. είμαι υγιέστατος: «δε φοβάμαι το κρύο, γιατί μασάω σίδερα». γ. έχω πολύ δυνατά δόντια (που μπορώ και μασάω σίδερα) ή έχω πολύ δυνατό στομάχι (που μπορεί να χωνέψει και τα σίδερα που μάσησα): «αυτός, αγόρι μου, μασάει σίδερα, η φασουλάδα θα τον πειράξει!». δ. είμαι πολύ εκνευρισμένος, είμαι εκτός εαυτού: «είναι κλεισμένος απ’ το πρωί στο γραφείο του και μασάει σίδερα»· βλ. και φρ. τρώω σίδερα·
- μην παίζεις με τα σίδερα! φιλική συμβουλή ή προειδοποίηση σε κάποιον, που χειρονομεί επάνω μας, να πάψει να το κάνει γιατί, αν συνεχίσει, υπάρχει περίπτωση να τον δείρουμε: «άραξε στα κιλά σου και μην παίζεις με τα σίδερα, γιατί θα τις φας!»·
- μπαίνω στα σίδερα, μπαίνω φυλακή, φυλακίζομαι: «κάθε δυο και τρεις μπαίνει στα σίδερα»·
- ξηγιέμαι σίδερο, είμαι έτοιμος για καβγά, είμαι επιρρεπής στους καβγάδες: «μην του κάνεις πολλά αστεία, γιατί ξηγιέται σίδερο»·
- πατώ στο σίδερο, (για ρούχα) σιδερώνω: «βρε γυναίκα, πάτησε στο σίδερο το πουκάμισό μου, γιατί είναι τσαλακωμένο!»·
- πέφτω στα σίδερα, μπαίνω φυλακή, φυλακίζομαι: «πολλοί αγωνιστές έπεσαν στα σίδερα κατά την περίοδο της χούντας». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν έπεσα στα σίδερα,ξανά στον κόσμο βγήκα, γι’ αυτήν που πήγα να χαθώ, σαν γύρισα στο σπίτι μου, σ’ άλλη αγκαλιά τη βρήκα
- πίσω απ’ τα σίδερα, στη φυλακή και πιο σπάνια στο τρελοκομείο: «μετά την καταδικαστική απόφαση, τον μετέφεραν πίσω απ’ τα σίδερα || τον έπιασε μεγάλη κρίση και τον μετέφεραν πίσω απ’ τα σίδερα»·
- σίδερο αναμμένο, βασανιστικός ερωτικός καημός και γενικά μεγάλη στενοχώρια: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, έχει σίδερο αναμμένο στην ψυχή του». (Λαϊκό τραγούδι: ένα σίδερο αναμμένο έχω στην καρδιά, είναι η δική σου αγάπη που με τυραννά
- σίδερο στη μέση! ευχή σε κάποιον που ανάρρωσε να έχει στο εξής πολύ καλή υγεία. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- σπάω τα σίδερα, αποκτώ βίαια την ελευθερία μου, επαναστατώ: «οι Έλληνες έσπασαν το 1821 τα σίδερα κι αποτίναξαν τον τουρκικό ζυγό». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω πια τα σίδερα,δε ζούνε σκλάβοι σήμερα). Συνών. σπάω τα δεσμά ή σπάω τα δεσμά μου / σπάω τις αλυσίδες·
- στη βράση κολλάει το σίδερο, βλ. λ. βράση·
- της φυλακής τα σίδερα είναι για τα κορόιδα, βλ. λ. φυλακή·
- της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες, βλ. λ. φυλακή·
- το ’κανα ένα μάτσο σίδερα, (για μηχανήματα) το κατάστρεψα τελείως, ολοσχερώς: «τράκαρα με τ’ αυτοκίνητό μου σ’ ένα δέντρο και το ’κανα ένα μάτσο σίδερα»·
- τον βάζω στα σίδερα, βλ.συνηθέστ. τον ρίχνω στα σίδερα. (Λαϊκό τραγούδι: στα σίδερα με βάλανε για τα δικά σου μάτια, το βλάμη που γουστάριζες τον έκαμα κομμάτια
- τον ρίχνω στα σίδερα, τον φυλακίζω: «μετά την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου, τον έριξαν στα σίδερα». (Λαϊκό τραγούδι: άδικα με δικάσανε και με κατηγορούνε· στα σίδερα με ρίξανε για να μ’ εκδικηθούνε
- τρώω σίδερα, είμαι πολύ ανήσυχος, πολύ εκνευρισμένος. (Τραγούδι: δεν σ’ είδα σήμερα και τρώω σίδερα απ’ το κακό μου)· βλ. και φρ. μασάω σίδερα·
- χτύπα σίδερο! έκφραση με την οποία ευχόμαστε να συνεχιστεί η καλή υγεία του ατόμου στο οποίο αναφερόμαστε: «τον είδα προχτές στο γυμναστήριο κι ήταν μια χαρά, χτύπα σίδερο!»· βλ. και φρ. χτύπα ξύλο! λ. ξύλο.

βράση

βράση, η, ουσ. [<μτγν. βράσις <βράζω], η βράση· το σφρίγος, η ζωντάνια: «είναι παιδί στη βράση του και δεν μπορεί να μείνει ήσυχο ούτε στιγμή»· βλ. και λ. βρασμός·
- είμαι πάνω στη βράση μου, α. είμαι όλος ζωή, δύναμη και ζωντάνια, είμαι πάνω στα νιάτα μου: «όσο είμαι πάνω στη βράση μου, δε με φοβίζει κανένα εμπόδιο». β. είμαι πάνω στη σεξουαλική μου ορμή: «τώρα θα πάω με γυναίκες, που είμαι πάνω στη βράση μου, γιατί, όταν περάσουν τα χρόνια, χαιρέτα μας τον πλάτανο»·
- έχω μεγάλη βράση ή έχω τέτοια βράση! είμαι πολύ θυμωμένος, πολύ εκνευρισμένος: «απ’ το πρωί έχει τέτοια βράση, που δε μιλιέται!»·
- παίρνω βράση, (ιδίως για φαγητό) αρχίζω να βράζω, βράζω: «μόλις πάρουν βράση τα φασόλια, θα προσθέσεις αλάτι και πιπέρι»·
- πάνω στη βράση, α. τη στιγμή που ήταν εκρηκτική η κατάσταση, πάνω στην ταραχή, πάνω στην αναμπουμπούλα: «κάποια στιγμή άρχισαν όλοι να μαλώνουν και πάνω στη βράση δεν κατάλαβα ποιος μου βούτηξε το πορτοφόλι». β. πάνω στη χαρά, πάνω στο γλέντι, πάνω στο κέφι: «πάνω στη βράση πιάσαμε το χορό». γ. την κατάλληλη στιγμή: «ήρθε να με βοηθήσει πάνω στη βράση»·
- στη βράση κολλάει το σίδερο, λέγεται για δραστήρια ενέργεια που γίνεται συνήθως λόγω ελλείψεως χρόνου: «δεν έχουμε καιρό μπροστά μας κι αν είναι ν’ αποφασίσεις, αποφάσισε τώρα, γιατί στη βράση κολλάει το σίδερο». Συνών. η πίτα τρώγεται ζεστή / κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το / κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει (β) / όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε (α) / το γοργόν και χάριν έχει. Αντίθ δεν είναι βία / εις αύριον τα σπουδαία / κι αύριο μέρα είναι / σπεύδε βραδέως (β).  

μύγα

μύγα, η, ουσ. [<μσν. μύγα <αρχ. μυῖα], η μύγα. Υποκορ. μυγούλα, η και μυγάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 43 φρ.)·
- βαράω μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες·
- βγάζει (κι) απ’ τη μύγα ξίγκι, είναι πολύ τσιγκούνης: «αυτός βγάζει κι απ’ τη μύγα ξίγκι κι εσύ έχεις την εντύπωση πως θα σου δώσει δανεικά!»·
- δε δέχεται μύγα στο σπαθί του, α. δεν ανέχεται καμιά αντιλογία, καμιά αντίρρηση ή καμιά παρατήρηση, είναι απόλυτος: «όταν πάρει μιαν απόφαση, δε δέχεται μύγα στο σπαθί του». β. είναι πολύ ευέξαπτος: «πρόσεχε τα λόγια και τις χειρονομίες σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε δέχεται μύγα στο σπαθί του». Πρβλ.: μύγα στο σπαθί μου δεν αγγίζει, φύγε κι άσε με, δε με φοβίζεις την περηφάνια μου, δεν την πατάω και σαν κειμήλιο θα την κρατάω (Λαϊκό τραγούδι)·
- δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, βλ. φρ. δε δέχεται μύγα στο σπαθί του·
- δεν περνάει μύγα, βλ. λ. συνηθέστ. δεν περνάει κουνούπι, λ. κουνούπι·
- δουλειά δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε, βλ. λ. δουλειά·
- έκανε (κι) η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει, λέγεται γι’ αυτούς που αν και είναι εντελώς ανίκανοι, εντούτοις πετυχαίνουν στη ζωή τους: «μωρέ, ντιπ κούτσουρο αυτός ο άνθρωπος κι όμως, έκανε η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει»·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, λέγεται ειρωνικά για άτομο χωρίς ιδιαίτερη αξία, που απόκτησε κάποια μικρή οικονομική δύναμη ή κοινωνική επιρροή και συμπεριφέρεται με έπαρση: «απ’ τη μέρα που κέρδισε μερικά λεφτουδάκια, μας έγινε ακατάδεχτος. -Έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο»·
- έπεσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. φρ. πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα·
- έπεσαν σαν τις μύγες στα σκατά, βλ. φρ. πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά·
- έπεφταν σαν μύγες ή έπεφταν σαν τις μύγες, βλ. φρ. πέθαιναν σαν μύγες. (Εβραίικο τραγούδι: σαν τα ζουρλά μας ντύσανε με μπλε και άσπρες ρίγες. Κι από τον καημό τ’ αδέλφια μας έπεφταν σαν τις μύγες
- έχει κι ο μέρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα ξίγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- έχει τη μύγα, βλ. φρ. όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται·
- θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, (απειλητικά) α. θα γίνει μεγάλη καταστροφή, μεγάλος χαλασμός: «αν κοροϊδέψεις ξανά το φίλο μου, θα ’ρθω με την παρέα μου στο μαγαζί σου και θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι». β. θα επιβληθούν αυστηρότατες ποινές, θα συμβούν συνταρακτικά γεγονότα: «αν δεν αρχίσετε να δουλεύετε όπως πρέπει, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι». γ. θα καταβληθούν υπέρμετροι κόποι, υπεράνθρωπες προσπάθειες: «όταν αναλάβω εγώ τη διεύθυνση του εργοστασίου, θα διώξω όλους τους κοπανατζήδες και θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, μέχρι να ορθοποδήσει πάλι η επιχείρηση». δ. είναι και φορές που η φρ. χρησιμοποιείται για προσδοκώμενη ευχάριστη κατάσταση: «ε, ρε, αν ξαναμαζευτεί, όπως παλιά, η παρέα μας και πάμε στα μπουζούκια, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι»·
- κάνει τη μύγα ελέφαντα, βλ. λ. ελέφαντας·
- κολλώ σαν τη μύγα μέσ’ στο μέλι, προσκολλούμαι σε κάποιον και του γίνομαι  φορτικός, δεν ξεκολλώ από κοντά του: «απ’ την ώρα που με συνάντησε, κόλλησε σαν τη μύγα μέσ’ στο μέλι και δεν ξεκόλλησε από κοντά μου μέχρι αργά τα μεσάνυχτα». Η έκφραση δεν έχει σχέση με την προσκόλληση σε κάποιον για την αποκόμιση κάποιας υλικής ωφέλειας, αλλά περισσότερο για συντροφιά·
- κυνηγώ μύγες, βλ. συνηθέστ. σκοτώνω μύγες·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσέχω, δεν υπολογίζω διόλου αυτά που μου λέει ή που με συμβουλεύει κάποιος: «δεν πρέπει τώρα να παραπονιέσαι, γιατί, όταν εγώ σε συμβούλευα, εσύ μετρούσες πόσες μύγες έμπαιναν στου γάιδαρου τον κώλο»·
- μου ’γινε μύγα τσε τσε, βλ. λ. τσε τσε·
- μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι, αυτό που δεν μπορείς να πετύχεις χρησιμοποιώντας βία, προσπάθησε με ήπιο, με μαλακό τρόπο: «αφού δεν μπορείς να τον συμμορφώσεις με το άγριο, προσπάθησε με το καλό, γιατί μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι»·
- μύγα σε τσίμπησε; έκφραση απορίας ή ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που, ξαφνικά και χωρίς προφανή λόγο ή αιτία, αρχίζει να συμπεριφέρεται αλλόκοτα, παράξενα: «τι φωνάζεις, ρε παιδάκι μου, στα καλά καθούμενα, μύγα σε τσίμπησε;». Από την εικόνα αρκετών ζώων που, όταν τα τσιμπούν μύγες, ταράζονται και αντιδρούν είτε αναταράζοντας νευρικά το δέρμα τους είτε κλοτσώντας·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, είδος κατάρας, με την έννοια να ταλαιπωρηθείς· βλ. και φρ. τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες·
- ντουφεκάω μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες·
- ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, αποτελεί χτυπητή αντίθεση με τον περίγυρό του, αποτελεί έντονη παραφωνία, πράγμα που γίνεται αμέσως αντιληπτό: «ήταν όλοι τους με σμόκιν και κουστούμια, κι όπως είχε πάει αυτός με τα ρούχα της δουλειάς, ξεχώριζε σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα». Συνών. ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο ζυμάρι / ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο προζύμι·
- ο λύκος με μύγες δε χορταίνει ή ο λύκος δε χορταίνει με μύγες, βλ. λ. λύκος·
- όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται, όποιος δεν είναι εντελώς αθώος ή αμέτοχος σε κάποια παρανομία ή παρατυπία, με τον παραμικρό υπαινιγμό επάνω σε αυτό το θέμα έχει την εντύπωση πως τον υποπτεύονται κι εμφανίζεται ως θιγμένος: «κάθε φορά που γίνεται λόγος μπροστά του για τη ληστεία της τράπεζας κάνει πως θυμώνει, γιατί όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται»·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, δεν μπόρεσες να καταλάβεις τις ψευτιές που σου έλεγα κι έτσι, εννοείται, ξεγελάστηκες και βγήκες χαμένος: «να μην παραπονιέσαι τώρα που έχασες τα λεφτά σου γιατί, όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες»·   
- όσο πατάει το πόδι της μύγας, βλ. λ. πόδι·
- ό,τι και να την κάνεις τη μύγα, στα σκατά θα πάει, η κακιά έξη του ανθρώπου, δύσκολα αποβάλλεται: «μου έχει ορκιστεί χίλιες φορές πως θα κόψει το χαρτί, αλλά συνεχίζει να ξημεροβραδιάζεται στις λέσχες, γιατί ό,τι και να την κάνεις τη μύγα, στα σκατά θα πάει»·  
- πέθαιναν σαν μύγες ή πέθαιναν σαν τις μύγες, οι άνθρωποι πέθαιναν ομαδικά σε μια περιοχή και σε μεγάλο αριθμό, ιδίως βίαια ή από επιδημική ασθένεια: «στον τελευταίο πόλεμο οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες || κάποτε η ελονοσία ήταν πολύ επικίνδυνη αρρώστια κι οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες». Από την εικόνα τις εξόντωσης των μυγών με εντομοκτόνο. Συνών. πέθαιναν σαν κοτόπουλα ή πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα·
- πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της, πήρε ή κέρδισε κάτι εντελώς ελάχιστο, σχεδόν τίποτα, τίποτα: «οι άλλοι πήραν κανονικά το μερίδιό τους κι αυτός, επειδή είναι ανόητος, πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της»·
- πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, παρατηρήθηκε αθρόα συγκέντρωση κοινού, παρατηρήθηκε κοσμοσυρροή: «μόλις έμαθαν πως η είσοδος ήταν ελεύθερη πλάκωσαν όλοι σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα»·
- πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά, παρατηρήθηκε αθρόα συγκέντρωση ατόμων με κάποια συγγενική σχέση μεταξύ τους με σκοπό την αποκόμιση οφέλους ή κέρδους: «μόλις πέθανε ο γέρος, πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά οι συγγενείς του για την περιουσία του || μόλις ανέλαβε το κόμμα τους την εξουσία, πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά οι υμέτεροι για να τα κονομήσουν». Από το ότι στις ακαθαρσίες ανθρώπων ή ζώων, παρατηρείται αθρόα συγκέντρωση μυγών·
- σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα (ενν. ξεχωρίζει), βλ. φρ. ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα·
- σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει, λέγεται για τους έξυπνους, για τους ικανούς ανθρώπους που δεν μπορεί κανείς να τους ξεγελάσει, που δηλαδή δε χάφτουν μύγες: «είσαι πολύ μικρός για να ξεγελάσεις αυτόν τον άνθρωπο γιατί, σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει»·
- σκοτώνω μύγες, α. δεν έχω δουλειά, δεν παρατηρείται προσέλευση πελατών στο μαγαζί μου, έχω κεσάτια: «είναι μέσα στη στενοχώρια του, γιατί όλο το μήνα σκοτώνει μύγες». (Τραγούδι: Αύγουστο μήνα στη Σαλαμίνα σκοτώνω μύγες. Κι εσύ μαικήνα τα χρόνια εκείνα πες μου πού πήγες).β. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «εμείς πνιγόμασταν στη δουλειά κι αυτός σκότωνε μύγες». Από την εικόνα του ατόμου που, επειδή δεν έχει να κάνει κάτι καλύτερο, κυνηγάει και σκοτώνει τις μύγες·
- το μήνα που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. συνηθέστ. τον Αύγουστο που ’ναι παχιές οι μύγες·
- τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που μας ρωτάει να μάθει πότε θα του επιστρέψουμε κάτι, ιδίως τα λεφτά που του χρωστάμε, ή πότε θα πραγματοποιήσουμε κάποια υπόσχεση που του δώσαμε και υπονοούμε ένα πολύ μακρινό χρονικό διάστημα: «πότε θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρωστάω; Τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες || τα λεφτά που του δάνεισες θα τα πάρεις τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες». Συνών. με τ’ αγελαδοκούρεμα ή στ’ αγελαδοκούρεμα / με τ’ αλώνια ή στ’ αλώνια / ε τα καπνά ή στα καπνά / με τα κουκούλια ή στα κουκούλια / με τα μπαμπάκια ή στα μπαμπάκια· βλ. και φρ. να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες·
- τον βλέπω σαν μύγα ή τον βλέπω σαν τη μύγα, είμαι κατά πολύ ανώτερός του ή ισχυρότερός του και για το λόγο αυτό δεν τον υπολογίζω διόλου, απαξιώ κάθε σύγκριση ή αναμέτρηση μαζί του: «απαξιώ να συγκριθώ μαζί του, γιατί τον βλέπω σαν τη μύγα». Από το ότι η μύγα είναι πάρα πολύ μικρή σε μέγεθος. Συνών. τον βλέπω σαν κουνούπι ή τον βλέπω σαν το κουνούπι / τον βλέπω σαν μυρμήγκι ή τον βλέπω σαν το μυρμήγκι·
- τον έλιωσε σαν μύγα ή τον έλιωσε σαν τη μύγα, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια, τον κατανίκησε με μεγάλη ευχέρεια: «κάποια στιγμή τον άρπαξε στα χέρια του και τον έλιωσε σαν τη μύγα». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει τη μύγα χτυπώντας τη με την παλάμη του. Συνών. τον έλιωσε σαν κουνούπι ή τον έλιωσε σαν το κουνούπι / τον έλιωσε σαν μυρμήγκι ή τον έλιωσε σαν το μυρμήγκι·
- τον έπιασε μύγα, βλ. συνηθέστ. τον τσίμπησε μύγα·
- τον τσίμπησε μύγα, άρχισεξαφνικά να συμπεριφέρεται αλλόκοτα, παράξενα, οργίστηκε, εκνευρίστηκε χωρίς προφανή λόγο ή αιτία: «εκεί που μιλούσαμε μια χαρά, άρχισε να τα σπάζει όλα λες και τον τσίμπησε μύγα». Πολλές φορές, ως είδος μύγας αναφέρονται η αλογόμυγα και η τσε τσε·
- χάφτει μύγες, α. δεν κάνει τίποτα, είναι αργόσχολος, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμασταν στη δουλειά κι αυτός μας έβλεπε κι έχαφτε μύγες». β. είναι εύπιστος, είναι αφελής, ιδίως λόγω απειρίας: «ό,τι του λέει ο καθένας, το κάνει, γιατί χάφτει μύγες ο άνθρωπος». (Παιδικό τραγούδι: σας δίνουμ’ ένα ναύτη που όλο μύγες χάφτει
- χτυπώ μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες.

ξύλο

ξύλο, το, ουσ. [<αρχ. ξύλον <ξύω], το ξύλο. 1. ο ξυλοδαρμός, το ξυλοκόπημα: «σου χρειάζεται πολύ ξύλο με τις βλακείες που κάνεις». 2. στον πλ. τα ξύλα, τα καυσόξυλα: «πήγε ν’ αγοράσει ξύλα για το τζάκι». (Ακολουθούν 97 φρ.)·
- άγιο ξύλο, ξύλο από το σταυρό του Μαρτυρίου του Χριστού με θαυματουργές ιδιότητες. (Λαϊκό τραγούδι: φυλαχτό με τ’ άγιο ξύλο, πού να βρω για να της στείλω;). Υποκορ. ξυλάκι κ. ξυλαράκι, το (βλ. λ.)·
- άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο, βλ. λ. άνθρωπος·
- δίνω ξύλο, α. δέρνω, ξυλοκοπώ κάποιον: «κάθισε φρόνιμα, γιατί θα σου δώσω πολύ ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: όποιος θα σου δώσει ξύλο,από εχθρό τον κάνω φίλο). β. συμπεριφέρομαι, συνήθως άγρια, δυναμικά: «κάτσε καλά, γιατί εγώ δίνω ξύλο και δεν είμαι μαλακός σαν τους άλλους»·
- είδες φαΐ, κάτσε, είδες ξύλο, φύγε, βλ. λ. φαΐ·
- είναι για ξύλο, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό ή συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «αφού αντιμίλησε με τέτοιο άσχημο τρόπο στους γονείς του, είναι για ξύλο». Για συνών. βλ. φρ. είναι για χαστούκια, λ. χαστούκι
- έπεσε ξύλο, δημιουργήθηκε καβγάς και οι αντίπαλοι αντάλλαξαν χτυπήματα: «κάποια στιγμή η διαφωνία τους έφτασε στα άκρα κι έπεσε ξύλο»·
- έπεσε το ξύλο της αρκούδας, έπεσε άγριος ξυλοδαρμός: «όταν οι δυο παρέες αρπάχτηκαν στα χέρια, έπεσε το ξύλο της αρκούδας». Από την εικόνα του αρκουδιάρη που φέρεται βάναυσα στην αρκούδα προκειμένου να την υποχρεώσει να κάνει τα ακροβατικά ή τα κόλπα που της έμαθε ·
- έπεσε χοντρό ξύλο, βλ. φρ. έπεσε το ξύλο της αρκούδας·
- έπεφτε ξύλο, συνηθιζόταν ο ξυλοδαρμός: «στα δικά μας τα χρόνια που πηγαίναμε σχολείο, με το παραμικρό έπεφτε ξύλο»·
- επί ξύλου κρεμάμενος, άνθρωπος εντελώς φτωχός και εγκαταλελειμμένος από όλους, που δεν έχει δουλειά, που δεν έχει καμιά προοπτική στη ζωή του: «απ’ τη μέρα που έπεσε έξω στις δουλειές του, είναι επί ξύλου κρεμάμενος». Από την εικόνα του Χριστού πάνω στον ξύλινο σταυρό και γενικά των καταδικασμένων σε θάνατο με τον τρόπο της σταύρωσης·
- έφαγε ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, ξυλοκοπήθηκε από κάποιον: «επειδή στενοχώρησε τη μάνα του, έφαγε ένα χέρι ξύλο απ’ τον πατέρα του»·
- έφαγε ξύλο μετά μουσικής, ξυλοκοπήθηκε άγρια: «όταν ο άλλος του ’βρισε τη μάνα, έφαγε ξύλο μετά μουσικής από το δικό σου»· βλ. και φρ. ξύλο μετά μουσικής·
- έφαγε το ξύλο της αρκούδας, βλ. φρ. έφαγε το ξύλο της ζωής του·
- έφαγε το ξύλο της ζωής του, ξυλοκοπήθηκε πάρα πολύ άγρια από κάποιον: «τον έβαλαν στη μέση οι άλλοι κι έφαγε το ξύλο της ζωής του ο δικός σου»·
- έφαγε το ξύλο της χρονιάς του, βλ. φρ. έφαγε το ξύλο της ζωής του·
- έχει τίμιο ξύλο απάνω του, είναι πάρα πολύ τυχερός. Λέγεται ιδίως για εκείνον που γλιτώνει ανώδυνα από κάποιο σοβαρό ατύχημα: «έπεσε απ’ τον γκρεμό και δεν έπαθε ούτε γρατζουνιά, λες κι είχε τίμιο ξύλο απάνω του». Από το ότι στο τίμιο ξύλο αποδίδουν θαυματουργικές ιδιότητες·
- θα σε κάνω άλογο στο ξύλο, θα σε δείρω άγρια, θα σε ξυλοφορτώσω: «αν ενοχλήσεις ξανά την αδερφή μου, θα σε κάνω άλογο στο ξύλο»·
- θα σε κάνω μαύρο στο ξύλο, βλ. φρ. θα σε μαυρίσω στο ξύλο·
- θα σε κάνω μπαλόνι στο ξύλο, θα σε δείρω άγρια, θα σε ξυλοφορτώσω: «αν πεις ξανά κακό για το φίλο μου, θα σε κάνω μπαλόνι στο ξύλο»·
- θα σε κάνω μπαούλο στο ξύλο, βλ. φρ. θα σε κάνω τόπι στο ξύλο·
- θα σε κάνω πίτα στο ξύλο, βλ. φρ. θα σε κάνω τόπι στο ξύλο·
- θα σε κάνω τόπι στο ξύλο, θα σε δείρω άγρια, θα σε ξυλοφορτώσω: «αν τολμήσεις να κάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά, θα σε κάνω τόπι στο ξύλο»· 
- θα σε κάνω τουλούμι στο ξύλο, βλ. φρ. θα σε κάνω τόπι στο ξύλο·
- θα σε κάνω τουλουμοτύρι στο ξύλο, βλ. συνηθέστ. θα σε κάνω τουλούμι στο ξύλο·
- θα σε κάνω τούμπανο στο ξύλο, βλ. φρ. θα σε κάνω μπαλόνι στο ξύλο·
- θα σε λιώσω στο ξύλο, θα σε δείρω πολύ άγρια, θα σε εξαφανίσω, θα σε ισοπεδώσω: «αν πιάσεις ξανά τ’ όνομα της μητέρας μου στο στόμα σου, θα σε λιώσω στο ξύλο»·
- θα σε μαυρίσω στο ξύλο, θα σε δείρω πολύ άγρια: «αν ξανακάνεις φασαρία, θα σε μαυρίσω στο ξύλο»·
- θα σε σαπίσω στο ξύλο, θα σου δώσω ανελέητο ξύλο: «αν μάθω πως ξαναμέθυσες, θα σε σαπίσω στο ξύλο»·  
- κάθε ξύλο έχει τον καπνό του, βλ. λ. καπνός1·
- μάζεψε ξύλο, ξυλοκοπήθηκε άγρια: «πήγε να τα βάλει μ’ έναν γίγαντα και μάζεψε ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: στις ξένες έγνοιες πάντοτε μεγάλο δείχνει ζήλο κι όπου καυγάς στο μαχαλά μαζεύει αυτός το ξύλο
- να χτυπήσω ξύλο! βλ. συνηθέστ. χτύπα ξύλο(!)·
- ξύλο απελέκητο, κατάλοιπο της φρ. άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο·
- ξύλο και γαμήσι δεν ξεχνιούνται, (για άντρες) βλ. λ. γαμήσι·
- ξύλο μετά μουσικής, άγριος ξυλοδαρμός. Από το ότι, όταν παλιότερα ξυλοκοπούσαν κάποιον στα υπόγεια της Ασφάλειας, για να μην ακούγονται οι κραυγές του, άνοιγαν το ραδιόφωνο στη διαπασών. Αλλά και στα μπαρ (σαλούν) της αμερικάνικης Δύσης, όταν ξεσπούσε καβγάς, ο πιανίστας έπαιζε δυνατά για να καλύψει το θόρυβο· βλ. και φρ. έφαγε ξύλο μετά μουσικής και του δίνω ξύλο μετά μουσικής·
- ξύλο που θα φας! θα φας πολύ ξύλο: «ξύλο που θα φας αν σε πιάσω!». (Λαϊκό τραγούδι: πάλι μεθυσμένος είσαι, πάλι τα ποτήρια σπας, και το κουτσαβάκι κάνεις αχ, ξύλο που θα φας). Συνήθως της φρ. προτάσσεται το αχ·
- ξύλο που σου χρειάζεται! με αυτά που κάνεις είσαι άξιος τιμωρίας με ξυλοδαρμό, αξίζει να τιμωρηθείς με σκληρό, με παραδειγματικό τρόπο: «ξύλο που σου χρειάζεται, κοτζάμ άντρας, να βρίζεις γέρο άνθρωπο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. Για συνών. βλ. φρ. βρεγμένη σανίδα που σου χρειάζεται! λ. σανίδα·
- παίξαμε ξύλο, μαλώσαμε ανταλλάσσοντας χτυπήματα, ξυλοκοπηθήκαμε: «επειδή είχαμε παλιά προηγούμενα, μόλις συναντηθήκαμε παίξαμε ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: έμαθα πως έχεις φίλο, πονηρή σουπιά, πριν να παίξουμε και ξύλο,μάζεψέ τα πια
- πάρ’ ένα ξύλο και δώσ’ το(νε!), έκφραση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος πως έχει μεγάλο χρονικό διάστημα να επισκεφθεί αυτόν που τον υποδέχεται με το καλώς το(νε!)
- πέφτει ξύλο, γίνεται καβγάς με ξυλοδαρμό: «πάμε στο τάδε μπαράκι, γιατί έμαθα πως πέφτει ξύλο»·
- πλακώνομαι στο ξύλο, μαλώνω με κάποιον ανταλλάσσοντας χτυπήματα:  «είχαν παλιές διαφορές μεταξύ τους και μόλις συναντήθηκαν, πλακώθηκαν στο ξύλο»·
- ρίχνω ξύλο, αντιδρώ δυναμικά, δέρνω: «μην τον παρενοχλείς αυτόν τον τύπο, γιατί ρίχνει ξύλο»· βλ. κ. φρ. δίνω ξύλο·
- τίμιο ξύλο, βλ. φρ. άγιο ξύλο·
- το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο, επιβάλλεται ο ξυλοδαρμός, ιδίως στα μικρά παιδιά που ατακτούν, γιατί φέρνει πολλές φορές άριστα αποτελέσματα. (Λαϊκό τραγούδι: μα τα σημερινά όμως τ’ αγόρια είναι μαγκάκια, δε σηκώνουν πονηριές, κι αφού -λεν- βγήκε απ’ τον παράδεισο το ξύλο, θα πρέπει και να τρων κάποιος ξυλιές).Από το συνδυασμό του «ξύλου της γνώσης» του Παραδείσου με το ξυλοκόπημα ως μέθοδο σωφρονισμού και γνώσης·
- το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει, βλ. λ. φωτιά·
- τον άγιασε στο ξύλο, τον εξουθένωσε στο ξύλο: «ήταν τόσο νευριασμένος, που, όταν τον έπιασε στα χέρια του, τον άγιασε στο ξύλο». Αναφορά στα βασανιστήρια των πρώτων χριστιανών από τους ειδωλολάτρες·
- τον αλάλιασε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε τόσο άγρια που τον ζάλισε: «επειδή συνέχεια έβριζε και απειλούσε, τον έπιασε στα χέρια του και τον αλάλιασε στο ξύλο»·
- τον αλώνισε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε άγρια: «κάποια στιγμή έπεσε απάνω του και τον αλώνισε στο ξύλο». Από την εικόνα του αλωνιστή που χτυπάει τα στάχυα στο πέτρινο αλώνι για να τα διαχωρίσει από τον καρπό τους·
- τον έκανε άλογο στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε άγρια, τον ξυλοφόρτωσε: «όταν πιάστηκαν στα χέρια, τον έκανε άλογο ο δικός σου». (Λαϊκό τραγούδι: μη γυρίζεις με τον Ντα που λεν πως έχεις φίλο, που θα τον κάνω σαν τον βρω σαν άλογο στο ξύλο).Από την εικόνα του αναβάτη που χτυπάει για κάποιο λόγο το άλογό του ανελέητα·
- τον έκανε ασήκωτο στο ξύλο, βλ. φρ. τον έκανε μπαούλο στο ξύλο·
- τον έλιωσε στο ξύλο, τον παραμόρφωσε από το πολύ ξύλο που του έδωσε: «ήταν τόσο αγριεμένος, που, όταν τον έπιασε στα χέρια του, τον έλιωσε στο ξύλο»·
- τον έκανε μαύρο στο ξύλο, βλ. φρ. τον μαύρισε στο ξύλο·
- τον έκανε μπαλόνι στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε άγρια: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τον έπιασε στα χέρια του και τον έκανε μπαλόνι στο ξύλο»·
- τον έκανε μπαούλο στο ξύλο, βλ. φρ. τον μπαούλιασε στο ξύλο·
- τον έκανε μπλε στο ξύλο, βλ. φρ. τον μελάνιασε στο ξύλο·
- τον έκανε παστό στο ξύλο, βλ. συνηθέστ. τον πάστωσε στο ξύλο·
- τον έκανε πίτα στο ξύλο, βλ. φρ. τον έκανε τόπι στο ξύλο·
- τον έκανε τόπι στο ξύλο, τον έδειρε άγρια, τον ξυλοκόπησε: «επειδή δεν έπαιρνε με το καλό, τον άρπαξε στα χέρια του και τον έκανε τόπι στο ξύλο»·
- τον έκανε τουλούμι στο ξύλο, βλ. φρ. τον τουλούμιασε στο ξύλο·
- τον έκανε τουλουμοτύρι στο ξύλο, βλ. συνηθέστ. τον έκανε τουλούμι στο ξύλο·
- τον έκανε τούμπανο στο ξύλο, βλ. φρ. τον τουμπάνιασε στο ξύλο·
- τον έπρηξε στο ξύλο, βλ. φρ. τον τουλούμιασε στο ξύλο·
- τον έσπασε στο ξύλο, τον έδειρε πολύ άγρια, τον ξυλοφόρτωσε: «όταν τον άκουσε να του βρίζει τη μάνα, σηκώθηκε έξαλλος και τον έσπασε στο ξύλο»·
- τον ζούρλανε στο ξύλο, βλ. φρ. τον μούρλανε στο ξύλο·
- τον λύσσαξε στο ξύλο, βλ. φρ. τον σκότωσε στο ξύλο·
- τον μαύρισε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε άγρια: «τον έπιασε σ’ ένα απόμερο στενάκι και τον μαύρισε στο ξύλο»·
- τον μελάνιασε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε τόσο πολύ, που του άφησε μελανά  σημάδια στο κορμί του: «τον χτυπούσε με τόση μανία, που τον μελάνιασε στο ξύλο»·
- τον μούρλανε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε τόσο άγρια που έχασε τα λογικά του. (Λαϊκό τραγούδι: τον μάγκα τον τσακώσανε, τη μάπα του την πήραν, στο ξύλο τον μουρλάνανε, στη φυλακή τον κλείσαν
- τον μπαούλιασε στο ξύλο, τον ξυλοφόρτωσε άγρια: «όταν πιάστηκαν στα χέρια, ο φίλος σου τον μπαούλιασε στο ξύλο, γιατί ήταν πολύ πιο δυνατός»·
- τον πάστωσε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια: «τον έπιασε να ενοχλεί την κόρη του και τον πάστωσε στο ξύλο». Από την πίεση που καταβάλλει κανείς στις σαρδέλες, όταν τις παστώνει στο βαρέλι ·
- τον πέθανε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου: «τον άρπαξε έξαλλος στα χέρια του και τον πέθανε στο ξύλο τον φουκαρά!»·
- τον πλάκωσε στο ξύλο, τον έδειρε, τον ξυλοκόπησε: «επειδή του ’βρισε τη μάνα, τον πλάκωσε στο ξύλο»·
- τον ρήμαξε στο ξύλο, βλ. φρ. τον σάπισε στο ξύλο·
- τον σακάτεψε στο ξύλο, βλ. φρ. τον έσπασε στο ξύλο·
- τον σάπισε στο ξύλο, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τον άρπαξε στα χέρια του και τον σάπισε στο ξύλο»·
- τον σκότωσε στο ξύλο, τον έδειρε πάρα πολύ, τον εξουθένωσε στο ξύλο: «τον έπιασε τον άνθρωπο έξω απ’ το καφενείο και τον σκότωσε στο ξύλο»·
- τον στρώνω στο ξύλο, τον δέρνω, τον ξυλοκοπώ: «είναι πολύ αυστηρός δάσκαλος κι όποιος μαθητής κάνει αταξίες, τον στρώνει στο ξύλο»·
- τον τάραξε στο ξύλο, βλ. φρ. τον σκότωσε στο ξύλο·
- τον τουλούμιασε στο ξύλο, τον έδειρε άγρια, τον ξυλοκόπησε: «κάποια στιγμή νευρίασε τόσο πολύ από τις βλακείες που έλεγε ο άλλος, που σηκώθηκε ο δικός σου και τον τουλούμιασε στο ξύλο»·
- τον τουμπάνιασε στο ξύλο, βλ. φρ. τον τουλούμιασε στο ξύλο·
- τον τρέλανε στο ξύλο, βλ. συνηθέστ. τον μούρλανε στο ξύλο. (Λαϊκό τραγούδι: τον μάγκα τον τσακώσανε, τη μάπα του την πήραν, στο ξύλο τον τρελάνανε, στη φυλακή τον κλείσαν
- τον τσάκισε στο ξύλο, βλ. συνηθέστ. τον έσπασε στο ξύλο·
- τον φούσκωσε στο ξύλο, βλ. συνηθέστ. τον έπρηξε στο ξύλο·
- του δίνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. φρ. του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο·
- του δίνω ξύλο, τον δέρνω: «όποιος πάει να μου κάνει τον έξυπνο, του δίνω ξύλο για να ξέρει με ποιον έχει να κάνει»·
- του δίνω ξύλο αλύπητο, τον ξυλοκοπώ χωρίς έλεος: «μόλις έμαθε ποιος ήταν αυτός που αποκάλεσε πουτάνα της αδερφή του, τον έπιασε και του ’δωσε ξύλο αλύπητο». (Λαϊκό τραγούδι: παίρνω ένα ξύλο από οξιά κι επάνω της το σπάω, της δίνω ξύλο αλύπητο,φεύγω κι ακόμα πάω
- του δίνω ξύλο μετά μουσικής, τον ξυλοκοπώ άγρια: «όποιος πάνω στα νεύρα του μου βρίζει τη μάνα, του δίνω ξύλο μετά μουσικής»· βλ. και φρ. ξύλο μετά μουσικής·
- του δίνω το ξύλο της χρονιάς του, τον ξυλοκοπώ άγρια: «επειδή δεν έπαιρνε από λόγια του ’δωσε το ξύλο της χρονιάς του για να βάλει μυαλό»·
- του ’λυσε τον αφαλό απ’ το ξύλο, βλ. λ. αφαλός·
- του πατώ ένα ξύλο, τον ξυλοκοπώ: «επειδή δεν καθόταν φρόνιμα, του πάτησε ένα ξύλο για να ηρεμήσει»·
- του πατώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. φρ. του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο· 
- του περνώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. φρ. του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο·
- του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, τον δέρνω, τον ξυλοκοπώ: «να δεις για πότε συμμορφώθηκε, μόλις του ’ριξα ένα χέρι ξύλο»·
- του στρώνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. συνηθέστ. του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο·
- του τραβώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. φρ. του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο·
- του χρειάζεται ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- τρώω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- τρώω ξύλο, με δέρνουν, με ξυλοκοπούν: «πάμε γρήγορα να βοηθήσουμε τον τάδε, γιατί έμαθα πως τρώει ξύλο στην κάτω γειτονιά». (Παιδικό τραγούδι: αχ κουνελάκι, κουνελάκι ξύλο που θα το φας, μέσα σε ξένο περιβολάκι τρύπες να μην τρυπάς
- χτύπα ξύλο! α. έκφραση με την οποία ευχόμαστε να μη συμβεί και σε μας το κακό ή το δυσάρεστο που συζητούμε: «ο τάδε τράκαρε με τ’ αυτοκίνητό του κι έγινε κομμάτια, χτύπα ξύλο!». β. έκφραση με την οποία ευχόμαστε να μην αλλάξει η ευνοϊκή κατάσταση στην οποία αναφερόμαστε: «τον τελευταίο καιρό, χτύπα ξύλο, οι δουλειές πάνε μια χαρά!». Συνοδεύεται από χειρονομία με τη γροθιά μας να χτυπάει δυο τρεις φορές ελαφρά κάτι που να είναι καμωμένο από ξύλο (τραπέζι, καρέκλα) και είναι φορές που χάριν αστεϊσμού, αντί για ξύλο, χτυπάμε το κεφάλι του διπλανού μας ή του συνομιλητή μας.

πυρ

πυρ, το, ουσ. [<αρχ. πῦρ], το πυρ. 1. στον πλ. τα πυρά, οι πυροβολισμοί: «τα πυρά των αντιμαχομένων ακούγονταν όλη τη μέρα». 2. οι σφοδρές λεκτικές επιθέσεις: «δε γλίτωσε κανείς απ’ τα πυρά του τάδε». 3. ως στρατιωτικό παράγγελμα πυρ! λέγεται για την έναρξη πυροβολισμών, βολών. (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- ανοίγω πυρ, αρχίζω να πυροβολώ: «μόλις μας δόθηκε το σύνθημα, ανοίξαμε πυρ εναντίον του εχθρού»·
- αρχίζω πυρ, βλ. φρ. ανοίγω πυρ·
- άσφαιρα πυρά, α. πυρά χωρίς βλήματα: «οι ασκήσεις των στρατιωτών έγιναν με άσφαιρα πυρά». β. λεκτικές επιθέσεις εναντίον κάποιου που τελικά δεν τον πλήττουν, δεν του κάνουν κακό: «τα πυρά της αντιπολίτευσης εναντίον του προεδρείου αποδείχτηκαν άσφαιρα πυρά»·
- βρίσκομαι μεταξύ δύο πυρών, α. βάλλομαι, δέχομαι πυρά από δυο διαφορετικές πλευρές, βρίσκομαι σε διασταυρούμενα πυρά: «κάποια στιγμή η περίπολος βρέθηκε μεταξύ δύο πυρών». β. βάλλομαι, δέχομαι σφοδρές λεκτικές επιθέσεις ή σφοδρές επικρίσεις από δυο ταυτόχρονα ανθρώπους ή από δυο ομάδες ανθρώπων: «απ’ τη μια είχα τη γυναίκα μου που γκρίνιαζε συνεχώς, απ’ την άλλη είχα την πεθερά μου που τσίριζε και, καθώς βρισκόμουν μεταξύ δύο πυρών, την κοπάνησα κι ησύχασε το κεφάλι μου»·
- γραμμή πυρός, βλ. λ. γραμμή·
- δέχομαι πυρά ή δέχομαι τα πυρά (κάποιου ή κάποιων), δέχομαι σφοδρές λεκτικές επιθέσεις, δέχομαι σφοδρές επικρίσεις: «απ’ τη μέρα που διέλυσε την οικογένειά του για μια χαζογκόμενα δέχεται τα πυρά της παρέας». Από την εικόνα της μάχης όπου ανταλλάσσονται πυροβολισμοί·
- διά πυρός και σιδήρου, α. με καταστροφική και δολοφονική μανία: «ο εχθρός πέρασε όλη τη χώρα διά πυρός και σιδήρου». β. με πάρα πολύ σκληρό και επώδυνο τρόπο: «είναι αποφασισμένος να επιβάλει την τάξη διά πυρός και σιδήρου»·
- έγινε παρανάλωμα του πυρός, βλ. λ. παρανάλωμα·
- έγινε πυρ και μανία, οργίστηκε πάρα πολύ: «μόλις έμαθε πως δεν τον είχαν συμπεριλάβει στους εκλογικούς συνδυασμούς του κόμματος, έγινε πυρ και μανία»·
- είμαι μεταξύ δύο πυρών, βλ. φρ. βρίσκομαι μεταξύ δύο πυρών·
- είμαι πυρ και μανία (εναντίον κάποιου), είμαι πάρα πολύ εξοργισμένος εναντίον κάποιου: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με ρουφιάνεψε στο διευθυντή μου, είμαι πυρ και μανία εναντίον του»·
- ελληνικό πυρ, βλ. συνηθέστ. υγρό πυρ·
- κόλαση πυρός, βλ. λ. κόλαση·
- παίρνω το βάπτισμα του πυρός, βλ. λ. βάπτισμα·
- παραδίνω στο πυρ, βλ. φρ. παραδίνω στις φλόγες, λ. φλόγα·
- παύσατε πυρ! στρατιωτικό παράγγελμα για το σταμάτημα των πυροβολισμών, των βολών και, κατ’ επέκταση, η λήξη των εχθροπραξιών, η ανακωχή: «με το παύσατε πυρ επικράτησε απόλυτη σιγή στο χαράκωμα || μόλις ανακοινώθηκε και επίσημα το παύσατε πυρ, ο κόσμος ξεχύθηκε με έξαλλη χαρά στους δρόμους»·
- πυρ, γυνή και θάλασσα, τα τρία υποτιθέμενα κακά που μπορούν να καταστρέψουν τη ζωή ενός άντρα. (Λαϊκό τραγούδι: πυρ, γυνή και θάλασσα, εσείς με καταστρέψατε και τη ζωή μου χάλασα
- το αιώνιον πυρ, βλ. φρ. το πυρ το εξώτερον·
- το πυρ το εξώτερον, ο τόπος που, σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία, θα βασανίζονται αιώνια οι αμαρτωλοί, όταν πεθάνουν, η Κόλαση: «τέτοιος παλιάνθρωπος που είσαι, στην άλλη ζωή θα βασανίζεσαι αιώνια στο πυρ το εξώτερον»·
- τον έστειλα στο πυρ το εξώτερον, τον έστειλα στο διάολο, στα τσακίδια: «κάποια στιγμή με ζάλισε το κεφάλι με τις ανοησίες που μου ’λεγε, και τον έστειλα στο πυρ το εξώτερο»·
- τον έχω πυρ και μανία, βλ. φρ. είμαι πυρ και μανία (εναντίον κάποιου)·
- υγρό πυρ, εύφλεκτο υγρό, που χρησιμοποιούσαν οι βυζαντινοί για πολεμικούς σκοπούς».

φυλακή

φυλακή, η, ουσ. [<αρχ. φυλακή (= φρουρά). Η σημερινή σημασία μσν.], η φυλακή. 1. η ποινή της φυλάκισης που επιβάλλει το δικαστήριο σε κάποιον: «έφαγε πέντε χρόνια φυλακή». 2. (στη γλώσσα του στρατού) η ποινή που επιβάλλεται από ανώτερο σε κατώτερο και που συνήθως είναι στέρηση της εξόδου από το στρατόπεδο: «τον έπιασε ο λοχαγός του να κάνει κοπάνα πίσω απ’ τα μαγειρεία, και τον τιμώρησε με δέκα μέρες φυλακή». 3. χώρος στενός και σκοτεινός: «ζούσε σ’ ένα υπογειάκι που ήταν σκέτη φυλακή». 4. καθετί που υποτίθεται πως στερεί, περιορίζει ή καταπιέζει την προσωπική ελευθερία του ατόμου: «ο γάμος είναι φυλακή || η μοναξιά είναι φυλακή». (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άνθρωπος της φυλακής, βλ. λ. άνθρωπος·
- βγαίνω απ’ τη φυλακή, αποφυλακίζομαι, αφού πρώτα εξέτισα την ποινή που μου επέβαλε κάποιο δικαστήριο: «βγαίνει αύριο απ’ τη φυλακή κι είναι μέσ’ στη χαρά του»·
- είμαι φυλακή, (στη γλώσσα του στρατού) είμαι τιμωρημένος με στέρηση εξόδου: «αύριο δε θα βγω έξω, γιατί είμαι φυλακή»·
- έχω φυλακή, (στη γλώσσα του στρατού), βλ. φρ. είμαι φυλακή·
- θα τον (τους) κάνεις παρέα στη φυλακή, βλ. λ. παρέα· 
- θου Κύριε φυλακήν (τω στόματί μου), βλ. λ. κύριος·
- κάνω φυλακή ή κάνω τη φυλακή μου, εκτίω κάποια ποινή που μου επιβλήθηκε από δικαστήριο: «έφαγα πέντε χρόνια και τώρα κάνω τη φυλακή μου». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη που ’χει ντούμπλα το μουστάκι
- μ’ έχει φυλακή, μου στερεί, περιορίζει ή καταπιέζει την προσωπική μου ελευθερία: «αυτός γυρνάει δεξιά αριστερά με τους φίλους του, κι εμένα μ’ έχει φυλακή στο σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: έχω δικαίωμα κι εγώ μες στη ζωή· θέλω χαρούμενα σαν άνθρωπος να ζήσω· δε σε παντρεύτηκα να μ’ έχεις φυλακή και σε μια κάμαρη τα νιάτα μου να κλείσω
- με τα πολλά στη φυλακή και με τα λίγα μέσα, έκφραση απελπισίας ή αδιαφορίας στην περίπτωση που κάποιος, ούτως ή άλλως, είναι ή νιώθει χαμένος: «μην κάνεις πολλά έξοδα, γιατί αύριο μεθαύριο θα το μετανιώσεις. -Με τα πολλά στη φυλακή και με τα λίγα μέσα || αφού δάνεισες λεφτά σ’ αυτόν τον μπαταχτσή, σίγουρα θα τα χάσεις. -Με τα πολλά στη φυλακή και με τα λίγα μέσα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το δε βαριέσαι·
- μπαίνω στη φυλακή ή μπαίνω φυλακή, φυλακίζομαι ύστερα από καταδίκη μου από δικαστήριο: «πριν από πολλά χρόνια μπήκα φυλακή κι ούτε στον εχθρό μου». (Λαϊκό τραγούδι: πόσα σπιτάκια έκλεισες και είναι ρημαγμένα, πόσοι λεβέντες μπήκανε στη φυλακή για σένα
- πάω στη φυλακή ή πάω φυλακή, φυλακίζομαι, ιδίως έχοντας επίγνωση ότι, όταν παρανομούσα ή παρατυπούσα θα φυλακιζόμουν: «δε θα κάνω αυτό που μου λες, γιατί δεν έχω σκοπό να πάω φυλακή για χάρη σου»·
- σαπίζει στη φυλακή, εκτίει μακροχρόνια ποινή, είναι βαρυποινίτης: «διέπραξε ένα στυγερό έγκλημα πριν από χρόνια και τώρα σαπίζει στη φυλακή»·
- την κάπα μου την κρέμασα στη φυλακή, βλ. λ. κάπα·
- της φυλακής τα σίδερα είναι για τα κορόιδα, ειρωνική έκφραση σε άτομο που πηγαίνει χωρίς κανένα σπουδαίο λόγο φυλακή, που καταδικάζεται άδικα·
- της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες, τα τολμηρά και τα ριψοκίνδυνα άτομα, προκειμένου να κάνουν αυτό που έχουν αποφασίσει, δε φοβούνται να πάνε ακόμη και στη φυλακή. (Λαϊκό τραγούδι: της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες, που δε σηκώνουν συμβουλές, ούτε πολλές κουβέντες
- τον βάζω στη φυλακή ή τον βάζω φυλακή, τον φυλακίζω ως δικαστήριο ή ως ιδιώτης που πέτυχα καταδικαστική απόφαση σε βάρος του: «όταν του ’λεγα πως θα τον βάλω φυλακή, δε με πίστευε και, μόλις άκουσε την καμπάνα απ’ τον πρόεδρο, του ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι». (Λαϊκό τραγούδι: αύριο με δικάζουνε και φυλακή με βάζουνε,γιατί αυτή που αγάπησα μ’ έκανε κι εγκλημάτησα
- τον βγάζω απ’ τη φυλακή, πετυχαίνω την αποφυλάκισή του χρησιμοποιώντας διάφορα ένδικα μέσα: «είχε πολύ καλό δικηγόρο και μέσα σε δυο μήνες τον έβγαλε απ’ τη φυλακή»·
- τον κλείνω στη φυλακή ή τον κλείνω φυλακή, βλ. φρ. τον βάζω στη φυλακή. (Λαϊκό τραγούδι: στη φυλακή με κλείσανε ισόβια για σένα, τέτοιο μεγάλονε καημό με πότισες εμένα)·
- τον ρίχνω στη φυλακή ή τον ρίχνω φυλακή, τον φυλακίζω: «μετά την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου τον έριξαν στη φυλακή». (Λαϊκό τραγούδι: στη φυλακή με ρίξανε, στο νούμερο το δέκα, κι αδίκως με δικάσανε για μια παλιογυναίκα
- τον στέλνω φυλακή, τον φυλακίζω: «όποιος προσβάλλει την τιμή του τον στέλνει φυλακή». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν με κάποια θα τα μπλέξεις, να σκεφτείς πως θα ξεμπλέξεις, μη σε στείλει κάποια μέρα φυλακή
- τον χώνω στη φυλακή ή τον χώνω φυλακή, βλ. φρ. τον βάζω στη φυλακή·
- του ρίχνω φυλακή, (στη γλώσσα του στρατού) τον τιμωρώ με στέρηση εξόδου: «επειδή τον έπιασε ο λοχαγός του να κάνει κοπάνα, του ’ριξε δέκα μέρες φυλακή»·
- τρώω φυλακή, (στη γλώσσα του στρατού) τιμωρούμαι με στέρηση εξόδου: «δεν είχα καλά γυαλισμένες τις αρβύλες μου, κι έφαγα πέντε μέρες φυλακή».