Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σήμερον
σήμερον, επίρρ.
[<αρχ. σήμερον], σήμερα·
-
την σήμερον ημέρα, στην εποχή που ζούμε: «την σήμερον ημέρα ο καθένας
νοιάζεται μόνο για το τομάρι του». Είναι και φορές που ακούγεται απλώς το την
σήμερον: «την σήμερον συμβαίνουν τα πιο απίθανα πράγματα»·
-
την σήμερον ημέρα! έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού για κάτι που
συμβαίνει στην επικαιρότητα: «μα γίνονται τέτοια πράγματα την σήμερον ημέρα! ||
για δες τι γίνεται την σήμερον ημέρα! || για δες πού έφτασε η επιστήμη την σήμερον
ημέρα!». Είναι και φορές που ακούγεται απλώς την σήμερον(!): «δεν μπορεί
να το βάλει ο νους του ανθρώπου πόσο προόδευσε την σήμερον η επιστήμη!».