Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σήκωμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σήκωμα, το, ουσ. [<αρχ. σήκωμα <σηκώνω], το σήκωμα. 1. το ξύπνημα: «με το πρωινό του σήκωμα, τρώει τον περίδρομο». 2. το χτίσιμο: «το σήκωμα του σπιτιού, κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο». 3. η ανάληψη ή η κλεψιά χρημάτων: «κανείς δεν υποψιαζόταν αυτόν για το σήκωμα των εισπράξεων». 4. η οικονομική ανόρθωση ή η ανάρρωση κάποιου: «μετά τη χρεοκοπία του, μόνο η οικογένειά του του στάθηκε στο σήκωμά του, ενώ οι δήθεν φίλοι του τον είχαν ξεγράψει || με το σήκωμα του αρρώστου ήρθε πάλι η χαρά στο σπίτι». 5. η στύση, η σηκωμάρα: «έχω τέτοιο σήκωμα, που φοβάμαι μήπως τρυπήσει το παντελόνι μου!». 6. η μεταφορά του νεκρού από το σπίτι στο νεκροταφείο: «πότε θα γίνει το σήκωμα του νεκρού;»·
- δεν έχει σήκωμα, βλ. συνηθέστ. δεν έχει σηκωμό, λ. σηκωμός.

σηκωμός

σηκωμός, ο, ουσ. [<σηκώνω + κατάλ. - μός]. 1. το ξύπνημα: «με τον πρωινό του σηκωμό έβαλε τις φωνές». 2. η εξέγερση, η επανάσταση, ο ξεσηκωμός: «ο αέρας του σηκωμού συνεπήρε όλο το έθνος»·
- δεν έχει σηκωμό, α. δεν εννοεί να ξυπνήσει, είναι αδύνατο να ξυπνήσει: «ήρθε τα μεσάνυχτα στουπί στο μεθύσι, και τώρα πήγε μεσημέρι και δεν έχει σηκωμό». β. παρατείνει αδικαιολόγητα την παρουσία του σε κάποιο χώρο, δεν έχει σκοπό να φύγει από κάπου: «ήρθε το πρωί στο γραφείο μου να μου πει μια καλημέρα κι από τότε πήγε μεσημέρι και δεν έχει σηκωμό».