Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σάλπιγγα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σάλπιγγα, η, ουσ. [<αρχ. σάλπιγξ], η σάλπιγγα· ο στοματικός έρωτας, η πίπα, το τσιμπούκι: «αυτή η γυναίκα είναι δασκάλα στη σάλπιγγα». Από την εικόνα του μουσικού που βάζει τη σάλπιγγα στο στόμα του για να παίξει και που παρομοιάζεται με το πέος·
- βαράω σάλπιγγα ή βαράω τη σάλπιγγα, σημαίνω προσκλητήριο, προσκαλώ σε συνάθροιση: «μόλις γύρισε στο εργοστάσιο, βάρεσε σάλπιγγα να μαζευτούν όλοι στο γραφείο του για να τους ανακοινώσει τα νέα μέτρα της διοίκησης». Από τη στρατιωτική γλώσσα·
- σημαίνει η σάλπιγγα, ηχεί, σαλπίζει: «λίγο μετά την κατάκλιση η σάλπιγγα σημαίνει σιωπητήριο».