Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 αποτελέσματα (1 έως 20)
σάλος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σάλος, ο, ουσ. [<αρχ. σάλος]. 1. θορυβώδες επεισόδιο: «άρχισε ο ένας να βρίζει τον άλλον και δε μ’ άφησαν να κοιμηθώ απ’ το σάλο που προκάλεσαν». 2. μεγάλη ταραχή, μεγάλη αναστάτωση, ιδίως της κοινής γνώμης με αρνητικό αντίκτυπο: «προκλήθηκε μεγάλος σάλος απ’ τις αποκαλύψεις του τύπου για την κρυφή ζωή του τάδε υπουργού». 3. έντονη, θετική ή αρνητική, αντίδραση της κοινής γνώμης για κάτι, έντονος, θετικός ή αρνητικός, σχολιασμός της κοινής γνώμης για κάτι: «η έκθεση του τάδε ζωγράφου προκάλεσε σάλο στους καλλιτεχνικούς κύκλους της πόλης μας»· 
- έγινε σάλος, α. προκλήθηκε θορυβώδες επεισόδιο: «κάποια στιγμή πετάχτηκαν κι οι δυο στο δρόμο νευριασμένοι κι έγινε σάλος με τις φωνές και τις βρισιές τους». β. προκλήθηκε μεγάλη ταραχή, μεγάλη αναστάτωση, ιδίως της κοινής γνώμης με αρνητικό αντίκτυπο: «μόλις αποκαλύφθηκε η συμμετοχή του υπουργού στις παράνομες προμήθειες, έγινε σάλος». γ. υπήρξε έντονο το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για κάτι και σχολιάστηκε έντονα, θετικά ή αρνητικά: «έγινε σάλος με το έργο που ανέβασε το κρατικό θέατρο»·
- κάνω σάλο, α. προκαλώ θορυβώδες επεισόδιο: «κάθε φορά που γυρίζει μεθυσμένος στο σπίτι του, κάνει τέτοιο σάλο, που σηκώνει τη γειτονιά στο πόδι». β. προκαλώ μεγάλη ταραχή, μεγάλη αναστάτωση, ιδίως στην κοινή γνώμη με αρνητικό αντίκτυπο: «έκανε σάλο η αποκάλυψη του τύπου για την κρυφή ζωή του τάδε υπουργού». γ. προκαλώ το έντονο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης γύρω από το όνομά μου, σχολιάζομαι θετικά ή αρνητικά: «έκανε σάλο ο τάδε συγγραφέας με την έκδοση του καινούριου του βιβλίου».

σαλός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σαλός, -ή, -ό, επίθ. [<μσν. σαλός <σαλεύω]. 1. που έχει σαλέψει το μυαλό του, που είναι μωρός, ανισόρροπος, τρελός: «μην τον συνερίζεσαι τον άνθρωπο, γιατί είναι σαλός || λίγα λόγια μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι σαλός και δεν ξέρεις πότε θα ξεσπάσει». 2. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα σαλά, κουβέντες, λόγια ή πράξεις χωρίς περιεχόμενο, οι ανοησίες, οι βλακείες: «άσε τα σαλά και συγκεντρώσου να δούμε τι θα κάνουμε». Επίρρ. σαλά, σύμφωνα με τον τρόπο του σαλού, ανόητα, ανισόρροπα, τρελά: «μη φέρεσαι σαλά, ρε παιδάκι μου, γιατί θα μας παρεξηγήσουν!».