Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ριζιμιός
ριζιμιός, -ιά, -ιό, επίθ. [<ρίζα + κατάλ. -ιμιός], που έχει βαθιές ρίζες, που είναι βαθιά ριζωμένος: «ριζιμιό δέντρο».
ριζιμιός, -ιά, -ιό, επίθ. [<ρίζα + κατάλ. -ιμιός], που έχει βαθιές ρίζες, που είναι βαθιά ριζωμένος: «ριζιμιό δέντρο».