Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 αποτελέσματα (1 έως 20)
ρίζα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ρίζα, η, ουσ. [<αρχ. ῥίζα], η ρίζα. 1. οτιδήποτε αποτελεί την πρώτη αρχή, την αφορμή, την αφετηρία για την εκδήλωση ενός φαινομένου, μια κατάστασης ή γεγονότος: «οι ρίζες του πολιτισμού μας χάνονται στα βάθη των αιώνων || η ρίζα του κακού για όλη αυτή την κακοδαιμονία σου είναι το πιοτό». 2. η προέλευση, η καταγωγή, το γένος: «κανείς δεν ξέρει από πού κρατάει η ρίζα του». 3. (στη γλώσσα της αργκό) το χασισόδεντρο, η χασισιά: «τον έπιασαν, γιατί μέσα στις καλαμποκιές καλλιεργούσε πάνω από εκατό ρίζες». Υποκορ. ριζίτσα και ριζούλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- απλώνω τις ρίζες μου, επεκτείνομαι, εξαπλώνομαι: «η επανάσταση άπλωσε τις ρίζες της στην επαρχία || τα ναρκωτικά άπλωσαν τις ρίζες τους και στο χώρο των σχολείων»·
- βγάζω ρίζες, α. περιμένω στο ραντεβού που έχω με κάποιον πολύ περισσότερο από την προκαθορισμένη ώρα: «είχαμε ραντεβού στις εφτά, αλλά έβγαλα ρίζες να τον περιμένω κι αυτός δεν ήρθε». β. μένω σε κάποιον χώρο πολύ περισσότερο από το κανονικό: «πέρασε απ’ το γραφείο μου να μου πει μια καλημέρα κι έβγαλε ρίζες»·
- γαμώ τη ρίζα μου! ή γαμώ τη ρίζα που με πέταγε! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ: «γαμώ τη ρίζα μου, γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ τη ρίζα σου! ή γαμώ τη ρίζα που σε πέταγε! ή σου γαμώ τη ρίζα! ή σου γαμώ τη ρίζα που σε πέταγε! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «φύγε από δω, γαμώ τη ρίζα σου, γιατί δεν αντέχω άλλο τη μουρμούρα σου! || κλείσε, γαμώ τη ρίζα σου, αυτό το κωλόστομά σου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ· 
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις ρίζες ή θα σου κόψω τα χέρια απ’ τη ρίζα, βλ. λ. χέρι·
- ρίζα από σαπρόφυτο, βλ. λ. σαπρόφυτο·
- ρίχνω ρίζες (κάπου), α. μένω σε κάποιον χώρο πολύ περισσότερο από το κανονικό: «ήρθε το πρωί να μου πει μια καλημέρα, κι έριξε ρίζες». β. εγκαθίσταμαι κάπου μόνιμα: «ήρθε για δουλειές στη Θεσσαλονίκη κι επειδή του άρεσε η πόλη έριξε ρίζες»·
- του γαμώ τη ρίζα, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον συνάντησε τυχαία στο δρόμο και του γάμησε τη ρίζα μπροστά στον κόσμο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις του ’βρισε ο άλλος τη μάνα, τον άρπαξε στα χέρια του ο δικός σου και του γάμησε τη ρίζα || μόλις γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι, ο πατέρας του του γάμησε τη ρίζα». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραδίκια, βλ. λ. ραδίκι·
- τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραπανάκια, βλ. λ. ραπανάκι·
- χτυπώ το κακό στη ρίζα του, βλ. φρ. χτυπώ στη ρίζα του (κάτι)·
- χτυπώ στη ρίζα του (κάτι), χτυπώ σε καίριο σημείο κάτι, ιδίως κακό, για να το καταστρέψω, αντιμετωπίζω κάτι, ιδίως κακό, με δυναμικό και αποφασιστικό τρόπο, για να το εξαφανίσω: «για να χτυπήσεις τα ναρκωτικά στη ρίζα τους, θα πρέπει πρώτα να εξαφανίσεις τους μεγαλέμπορους των ναρκωτικών».   

ριζά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ριζά, τα, ουσ. [<ρίζα, με καταβιβασμό του τόνου], οι πρόποδες του βουνού: «στα ριζά του βουνού υπήρχε ένα καλύβι». Συνών. ριζοβούνι.

ραδίκι

ραδίκι, το, ουσ. [<μσν. ραδίκι <ιταλ. radicchio], το ραδίκι · (στη γλώσσα της αργκό) το πεύκο. (Λαϊκό τραγούδι: άιντε ν’ από κάτω απ’ το ραδίκι,άιντε κάθονται δυο πιτσιρίκοι, το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και φουμάρουνε τσιγάρο
- τώρα βλέπει τα ραδίκια ανάποδα ή τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραδίκια, (ειρωνικά) πέθανε και τον θάψανε: «έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, ώσπου μια μέρα τράκαρε και τώρα βλέπει τα ραδίκια ανάποδα». Από την εικόνα του νεκροταφείου, όπου υπάρχουν πολλά πεύκα. Συνών. τώρα βλέπει τα καρότα ανάποδα / τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ρεπανάκια·

ραπανάκι

ραπανάκι κ. ρεπανάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. ραπάνι], φυτό που η κόκκινη σφαιρική ρίζα του τρώγεται ως ορεκτικό ή σαλάτα·
- τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραπανάκια, (ειρωνικά) πέθανε και τον θάψανε: «έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, ώσπου τράκαρε, και τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραπανάκια». Από το ότι η ρίζα του ραπανιού προχωράει σε βάθος μέσα στη γη. Συνών. τώρα βλέπει τα καρότα ανάποδα / τώρα βλέπει τα ραδίκια ανάποδα / τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραδίκια·
- ψωμί δεν έχουμε να φάμε, ραπανάκια για την όρεξη γυρεύουμε, βλ. λ. ψωμί·

σαπρόφυτο

σαπρόφυτο, το, ουσ. [<αγγλ. saprophyte <αρχ. σαπρός + φυτό], το σαπρόφυτο·
- ρίζα από σαπρόφυτο, (στη νεοαργκό) άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν είσαι με τα σωστά σου που θα καταδεχτώ να κάνω παρέα μ’ αυτή τη ρίζα από σαπρόφυτο!». Αναφορά στο μικρόβιο που τρέφεται με νεκρές οργανικές ουσίες και που η κατάληξη -φυτο παρετυμολογεί τη λ. εκλαμβάνοντάς την ως φυτό εξού και το ρίζα.