Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πυξ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πυξ, επίρρ. [<αρχ. πύξ (= με τις γροθιές)], εύχρ. μόνο στη φρ. πυξ λαξ (ενν. έφυγε, εκδιώχθηκε), με γροθιές και κλοτσιές: «επειδή δημιουργούσε συνέχεια φασαρίες στο μαγαζί του, τον έδιωξε πυξ λαξ».