Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 αποτελέσματα (1 έως 20)
ποτέ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ποτέ κ. ποτές, επίρρ. [<αρχ. ποτέ], σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε: «δε θα σε ξεχάσω ποτέ». (Τραγούδι: θωρακισμένη Μερσεντές δεν ονειρεύτηκα ποτές, μην κάνεις όνειρα τρελά, μαζί μου θα ’χεις λίγα και καλά). (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- άλογο που δεν εκαβαλίκεψες ποτέ μην το κατηγορήσεις, βλ. λ. άλογο·
- αν ποτέ(ς) αν κάποτε, αν σε κάποια στιγμή, αν σε κάποια περίπτωση: «αν ποτέ ξανασυναντηθούμε, θα καθαρίσουμε σαν άντρες»·
- από ποτέ, βλ. φρ. παρά ποτέ·
- αχόρταγο κι αχάριστο ποτέ σου μη βοηθάς, βλ. λ. βοηθώ·
- δε λέει ποτέ ναι, βλ. λ. ναι·
- δε λέει ποτέ όχι, βλ. λ. όχι·
- ή τώρα ή ποτέ, βλ. λ. τώρα·
- Θεέ μου, Θεέ μου, που δε σ’ είδα ποτέ μου, βλ. λ. Θεός·
- κάλλιο αργά παρά ποτέ, βλ. λ. κάλλιο·
- μην κρέμεσαι ποτέ από μια μοναχά ελπίδα, βλ. λ. ελπίδα·
- όπου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει, βλ. λ. μέλλει·
- παρά ποτέ, βλ. λ. παρά·
- ποτέ σου μην ξυπνάς λιοντάρι που κοιμάται, βλ. λ. λιοντάρι·
- ποτέ το λάθος δεν είναι τζάμπα, βλ. λ. λάθος·
- ποτέ των ποτών, σε καμιά περίπτωση, σίγουρα ποτέ: «η γνώμη μου είναι να τον συγχωρέσεις. -Ποτέ των ποτών». Πολλές φορές, θέλοντας να προσδώσει στην κατηγορηματική άρνηση και κάποια δόση ειρωνείας, λέγεται ποτέ των ποτών, της ποτάσας·
- στο γιατρό σου και στο δικηγόρο σου να μη λες ποτέ σου ψέματα, βλ. λ. ψέμα·
- τη γυναίκα, πριν παντρευτείς, ποτέ σου μην την κρίνεις, βλ. λ. γυναίκα·
- της κουφής το παιδί ποτέ δεν κλαίει, βλ. λ. κουφός·
- του αγίου Ποτέ, σίγουρα ποτέ: «τα λεφτά που του δάνεισες θα στα επιστρέψει του αγίου Ποτέ».

πότε

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πότε, επίρρ. [<αρχ. πότε], πότε. 1α. σε τετραπλή επανάληψη, ακούγεται σε αθλητικές συναντήσεις ως σύνθημα από φιλάθλους πως η ομάδα τους δε θα ηττηθεί ουδέποτε από την αντίπαλη ομάδα. Παρατηρείται ομαδικό χοροπήδημα. β. επίσης ακούγεται και από διάφορες εργατικές ομάδες ως σύνθημα, με την έννοια πως δε θα περάσει κάποιο αντεργατικό νομοσχέδιο. 2. με άρθρο ουδ. ως άκλ. ουσ. το πότε, λέγεται, όταν ο ομιλητής ζητάει να πληροφορηθεί ή να καθοριστεί ο συγκεκριμένος χρόνος που θα συμβεί ή θα πραγματοποιηθεί κάτι: «αφού όλα έχουν τακτοποιηθεί, δε μας μένει παρά να ορίσουμε το πότε θα γίνει ο γάμος». (Ακολουθούν 29 φρ.)·
- άγνωστο πότε, βλ. λ. άγνωστος·
- αμ πότε, αύριο! ή εμ πότε, αύριο! βλ. λ. αύριο·
- αμήν και πότε! βλ. λ. αμήν·
- δε μ’ ενδιαφέρει το πότε, αλλά το πώς, βλ. λ. πώς·
- μόνο πότε θα πεθάνω δεν ξέρω, βλ. λ. πεθαίνω·
- πότε αβγά, πότε πουλιά! βλ. λ. πουλί·
- πότε γελάει (και) πότε κλαίει, βλ. λ. γελώ·
- πότε η μια της βρομάει κι (και πότε) η άλλη της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε η μια της βρομάει κι (και πότε) η άλλη της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε η μια του βρομούσε κι (και πότε η άλλη του ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε θα φάμε κουφέτα; ή πότε θα φάμε τα κουφέτα; ή πότε τα κουφέτα; βλ. λ. κουφέτο·
- πότε με τα καρύδια του, πότε με το χαλβά του, έφερε την καλόγρια με τα θελήματά του, βλ. λ. θέλημα·
- πότε με το καλό; βλ. λ. καλός·
- πότε μήλα, πότε φύλλα, βλ. λ. μήλο·
- πότε ντόρτια, πότες εξάρες, βλ. λ. εξάρες·
- πότε ο Γιάννης βρακί και τώρα βρακοζώνα; Βλ. λ. Γιάννης·
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, βλ. λ. Γιάννης·
- πότε ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε πότε, μερικές φορές, σε αραιά χρονικά διαστήματα, σπάνια: «έχω πολύ καιρό να τον δω, αλλά πότε πότε περνάει απ’ τα μέρη μας». Συνών. από καιρό σε καιρό / κάπου κάπου / που και που·
- ποτέ σου! απάντηση αδιαφορίας στην άρνηση κάποιου: «αφού σου ’χω πει πως δε θέλω να ’ρθω μαζί σας. -Ποτέ σου!»·
- πότε στα μέλια και πότε στα μαχαίρια, βλ. λ. μέλι·
- πότε το ένα της βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε το ένα της βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω· 
- πότε το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω.

άγνωστος

άγνωστος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ἄγνωστος], άγνωστος. 1. που δεν είναι ή που δεν μπορεί να γίνει ακόμα γνωστός, γιατί δε διαθέτουμε κάποια στοιχεία ή πληροφορίες γι’ αυτό: «είναι άγνωστο τι απέγιναν οι ορειβάτες || μέχρι στιγμής παραμένει άγνωστος ο αριθμός των νεκρών απ’ τον τρομερό σεισμό». 2α. ως ουσ. ο άγνωστος και η άγνωστη, που δε μας είναι γνώριμος, γνώριμη, που δε μας είναι γνωστός, γνωστή: «ήρθε και ρωτούσε για σένα ένας άγνωστος || πέρασε μια άγνωστη κι άφησε για σένα αυτό το σημείωμα». β. που δεν έχει εξακριβωθεί ακόμα η ταυτότητά του: «άγνωστος παραμένει ακόμα ο δολοφόνος || άγνωστοι παραμένουν οι δράστες της ληστείας της τράπεζας». 3. το ουδ. ως ουσ. το άγνωστο, οτιδήποτε δεν μπορεί να προβλεφθεί, πορεία, κατεύθυνση, που δε γνωρίζουμε πού οδηγεί, τόπος που δε μας είναι γνωστός: «πάντοτε τον συγκινούσαν οι περιπέτειες στο άγνωστο». (Λαϊκό τραγούδι: μέσα στο τρένο της Γερμανίας-Αθηνών, στην τρίτη θέση, σε μιαν άκρη καθισμένος, αφήνω πίσω μου το μαύρο παρελθόν και φεύγω στο άγνωστο, φτωχός κι αδικημένος
- άγνωστα νερά, βλ. λ. νερό·
- άγνωστες οι βουλές του Υψίστου, βλ. λ. βουλή·
- άγνωστο πότε, αβεβαιότητα ως προς το χρόνο πραγματοποίησης κάποιας ενέργειας: «είπε ότι θα ’ρθει, αλλά άγνωστο πότε»·
- άγνωστο πώς, αβεβαιότητα ως προς τον τρόπο πραγματοποίησης κάποιας ενέργειας: «είπε πως θα μας βοηθήσει, αλλά άγνωστο πώς»·
- άγνωστος μεταξύ αγνώστων, α. λέγεται στην περίπτωση που οι άνθρωποι που ζουν σε ένα μέρος δε γνωρίζονται μεταξύ τους: «άφησε το χωριό του και πήγε να δουλέψει στην πόλη, άγνωστος μεταξύ αγνώστων». β. λέγεται στην περίπτωση που κάποιος βρίσκεται μεταξύ ανθρώπων που δε γνωρίζουν ποιος είναι: «έφυγα νωρίς απ’ τη δεξίωση, γιατί ήμουν άγνωστος μεταξύ αγνώστων»·
- καμιά φορά κι ο άγνωστος φρόνιμη γνώμη δίνει, βλ. λ. γνώμη·
- οι γνωστοί άγνωστοι, βλ. λ. γνωστός·
- πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα, βλ. λ. βάρκα

άλογο

άλογο, το, ουσ. [<μτγν. ἄλογον, ουσ. του επιθ. ἄλογος], το άλογο. 1. πιόνι του σκακιού που έχει τη μορφή αλόγου: «το άλογο είναι αξιόλογο πιόνι στο σκάκι». 2. ο ίππος ως μονάδα μέτρησης ισχύος μηχανών, ιδίως των αυτοκινήτων: «πόσα άλογα είναι η μηχανή σου;». 3. στον πληθ. τα άλογα και τα αλόγατα, ο ιππόδρομος: «όσα λεφτά βγάζει τα χάνει στ’ άλογα». (Λαϊκό τραγούδι: μολόγα τα, μολόγα τα, τα φράγκα μοιρολόγα τα, τι γίνανε μολόγα τα, χορτάρι για τ’ αλόγατα). Υποκορ. αλογάκι και αλογατάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- άλογο κλάνει, δε δίνει κανείς σημασία σε αυτά που λέω ή που λέγονται, υπάρχει τέλεια αδιαφορία: «μια ώρα σου μιλώ κι εσύ, άλογο κλάνει»·
- αλόγου ουρά, βλ. λ. αλογουρά·
- άλογο που δεν εκαβαλίκεψες, ποτέ μην το κατηγορήσεις, ποτέ μην κατηγορήσεις άνθρωπο, αν προηγουμένως δεν τον γνωρίσεις, μην κατηγορείς κάποιον βασιζόμενος σε ξένες κατηγορίες ή πληροφορίες: «να αρνείσαι να εκφέρεις αρνητική γνώμη για άνθρωπο που δεν ξέρεις, γιατί, άλογο που δεν εκαβαλίκεψες., ποτέ μην κατηγορήσεις»·  
- από καβάλα σ’ άλογο, κάθισε σε γαϊδούρι, βλ. λ. γαϊδούρι·
- βάζει το κάρο πριν απ’ τ’ άλογο, βλ. λ. κάρο·
- βαστάτε Τούρκοι τ’ άλογα! βλ. λ. Τούρκος·
- για τ’ άλογο που τρέχει, δε χρειάζονται σπιρούνια, βλ. λ. σπιρούνι·
- γίνομαι άλογο, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι για να φέρω σε πέρας κάτι: «τον τελευταίο καιρό έγινα άλογο για να καλύψω τις υποχρεώσεις μου». Αναφορά στο άλογο ως υποζύγιο·
- δεν αλλάζουμε άλογο στη μέση του ποταμού, όταν βρισκόμαστε σε μια δύσκολη κατάσταση, εντείνουμε τις υπάρχουσες δυνάμεις μας, τις υπάρχουσες δυνατότητές μας και δεν πειραματιζόμαστε με νέους τρόπους για να ξεπεράσουμε τη δυσκολία: «πρέπει να ξεπεράσουμε τη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει με τα εφόδια που έχουμε, γιατί δεν αλλάζουμε άλογο στη μέση του ποταμού, κι όταν ξεπεράσουμε την κρίση, βλέπουμε τι θα κάνουμε για το μέλλον»·
- δουλεύουν τ’ άλογα για να τρώνε τα γαϊδούρια, βλ. λ. γαϊδούρι·
- είναι κουτσό άλογο, είναι ανίκανος να φέρει σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση: «μην του αναθέσεις καμιά δουλειά αυτού του ανθρώπου, γιατί είναι κουτσό άλογο». (Λαϊκό τραγούδι: ποντάρει σε άλογο κουτσό και παίρνει πεντακόσια, ποντάρω γω σε αετό και χάνω άλλα τόσα). Από το ότι ένα άλογο που κουτσαίνει δεν μπορεί ποτέ να έρθει πρώτο στις ιπποδρομίες·
- ενθουσιασμός χωρίς γνώσεις είναι σαν άλογο χωρίς χαλινάρι, ο παράλογος, ο ξέφρενος ενθουσιασμός μας οδηγεί πολλές φορές σε επικίνδυνες ή ακραίες ενέργειες: «πρέπει να μάθεις να συγκρατιέσαι και να ελέγχεις τον εαυτό σου στις μεγάλες χαρές, γιατί ενθουσιασμός χωρίς γνώσεις είναι σαν άλογο χωρίς χαλινάρι»·
- η γυναίκα και το άλογο θέλουν άξιο καβαλάρη, βλ. λ. καβαλάρης·
- θα σε κάνω άλογο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- και πράσιν’ άλογα, ανοησίες, βλακείες, πράγματα απίθανα, παράλογα, τερατολογίες: «για τι επιχειρήσεις και πράσιν’ άλογα μου λες, εδώ να φάμε δεν έχουμε». Από το πράσιν’, που δεν αναφέρεται σε χρώμα, αλλά που παρετυμολογεί το ομόηχο πράσσειν, απαρέμφ. του αρχ. ρ. πράττω κ. πράσσω + ἄλογα (= παράλογα), αυτός δηλ. που πράττει παράλογα. Υπάρχουν και άλλες εκδοχές·
- καλύτερα γαϊδούρι που κουβαλάει παρά άλογο που κλάνει, βλ. λ. γαϊδούρι·
- κούρσα για ένα άλογο, βλ. λ. κούρσα·
- όταν είσαι καβάλα στ’ άλογο, να λες σ’ όλους καλημέρα, βλ. λ. καβάλα·   
- παίζει στ’ άλογα, είναι παίχτης του ιππόδρομου: «δεν του μένει δραχμή, γιατί παίζει στ’ άλογα»·
- πίνει σαν δυο άλογα, πίνει πάρα πολύ, είναι μεγάλος πότης: «δεν μπορείς να τον παραβγείς στο πιοτό, γιατί πίνει σαν δυο άλογα»·
- στ’ αλόγου τον τόπο γαϊδούρι μη δένεις, βλ. λ. γαϊδούρι·
- ταΐζει τ’ άλογα, βλ. λ. φρ. ταΐζει τ’ αλογάκια, λ. αλογάκι·
- το καλό το άλογο, βγάζει το κριθάρι του, ο εργατικός άνθρωπος έχει και τα ανάλογα κέρδη από την εργασία του: «αυτός δε θα πεινάσει ποτέ, γιατί, το καλό το άλογο, βγάζει το κριθάρι του»·
- τον έκανε άλογο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον κάνω άλογο, α. τον κάνω ό,τι θέλω, τον υποτάσσω, τον κατανικώ: «τον έπιασε στα χέρια του και τον έκανε άλογο». Από την εικόνα του καβαλάρη, που έχει απόλυτη εξουσία στο άλογό του. β. τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μαζί της, τον έκανε άλογο». Από την εικόνα του χωρικού που φορτώνει υπερβολικά το άλογό του ή το χρησιμοποιεί σε πολλές σκληρές εργασίες.

γελώ

γελώ κ. γελάω, ρ. [<αρχ. γελάω -ῶ], γελώ. 1. απατώ, εξαπατώ, ξεγελώ κάποιον: «είναι τόσο αφελής, που μπορείς να τον γελάσεις με το πρώτο». (Λαϊκό τραγούδι: παιδιά στην πιάτσα είχαμε σμίξει, βαθιά φιλία είχαμε δείξει· μπήκε στη μέση να μας πληγώσει, να μας γελάσει, να μας προδώσει). 2. παρασέρνω γυναίκα με διάφορες υποσχέσεις και της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «τη γέλασε με χίλιες δυο υποσχέσεις κι ύστερα την παράτησε». 3. περιγελώ, εμπαίζω, κοροϊδεύω κάποιον: «πέφτει συνέχεια από γκάφα σε γκάφα και όλοι τον γελάνε». (Λαϊκό τραγούδι: πέντε χρόνια εσύ με τυραννάς, δε με στεφανώνεις με γελάς). (Ακολουθούν 52 φρ.)·
- ακόμη γελάω, βλ. λ. ακόμα·
- άλλοτε γελάει (κι) άλλοτε κλαίει, βλ. φρ. πότε γελάει (και) πότε κλαίει·
- ας γελάσω! λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που μας λέει ή μας ζητάει παράλογα πράγματα και που βέβαια εμείς δεν τα πιστεύουμε ή δεν είμαστε διατεθειμένοι να του τα δώσουμε. Συνήθως της φρ. προτάσσεται διπλό ή τριπλό χα: «πόσα θέλεις να σου δανείσω είπες, δέκα εκατομμύρια; Χα, χα, ας γελάσω!»·
- γαργάλαμε να γελάσω! ή γαργάλησέ με να γελάσω! ή γαργαλήστε με να γελάσω! βλ. λ. γαργαλώ·
- γέλα μαλάκα! βλ. λ. μαλάκας·
- γέλα παλιάτσο, (μετάφραση της ιταλικής έκφρασης ridi pagliaccio) βλ. λ. παλιάτσος·
- γέλα, γέλα! απειλητική παρατήρηση ή παρατήρηση με κάποια δόση παράπονου σε κάποιον, που χαίρεται ή που μας κοροϊδεύει για κάποιο πάθημα ή ατόπημά μας, και έχει την έννοια ότι μπορεί να πάθει και ο ίδιος αυτό που πάθαμε εμείς ή ότι θα έρθει καιρός που θα του συμπεριφερθούμε με τον ίδιο τρόπο, όταν πέσει και αυτός σε κάποιο ατόπημα. Συνήθως συνοδεύεται από κούνημα του κεφαλιού, με το σαγόνι να κινείται ελαφρά δεξιά ή αριστερά με κάθε γέλα. Ποτέ δεν παρατήρησα να κινείται το κεφάλι μπροστά κι από πάνω προς τα κάτω·
- γελάει (καλά) καλύτερα αυτός που γελάει τελευταίος ή γελάει (καλά) καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος, λέγεται ως προειδοποίηση σε κάποιον που χαίρεται πρόωρα ότι η τελική έκβαση των πραγμάτων θα δείξει ποιος θα πρέπει πραγματικά να γελάει, να είναι ευχαριστημένος ή κερδισμένος: «πίστεψα στις καλές προθέσεις που έδειχνες και την πάτησα, όμως μη χαίρεσαι, γιατί γελάει καλύτερα αυτός που γελάει τελευταίος || δε στενοχωριέμαι που σ’ αυτό το σημείο έχει κάποιο προβάδισμα στις ψήφους, γιατί γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος». (Λαϊκό τραγούδι: ήταν σκληρός, ήταν πικρός ο χωρισμός της, πέρασα βάσανα μεγάλα και πολλά, μα της το είπα να το γράψει στο μυαλό της ο τελευταίος θα γελάσει πιο καλά)· 
- γελάει ολόκληρος, είναι τόσο χαρούμενος, που η χαρά του αντανακλάται στην όψη του: «από τότε που ο γιος του πήρε το δίπλωμα του γιατρού, γελάει ολόκληρος»·
- γελάει το χείλι μου, βλ. λ. χείλι·
- γελάν’ κι οι κότες μαζί του ή γελάν’ μαζί του κι οι κότες, βλ. λ.κότα·
- γελάνε και τ’ αφτιά του, βλ. λ. αφτί·
- γελάνε και τα μουστάκια του, βλ. λ. μουστάκι·
- γελάνε τα παπούτσια μου, βλ. λ. παπούτσι·
- γέλασα με την καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- γέλασα με την ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- γελώ εις βάρος (κάποιου), βλ. λ. βάρος·
- γελώ κάτω απ’ τα μουστάκια μου ή γελώ κάτω απ’ το μουστάκι μου, βλ. λ. μουστάκι·
- γελώ σε βάρος (κάποιου), βλ. λ. βάρος·
- γυναίκα που γελά και τα χαρίσματά σου δέχεται, σαν θέλεις τη φιλάς, βλ. λ. γυναίκα·
- δε με γελά η μνήμη μου, βλ. λ. μνήμη·
- δε με γελά η μύτη μου! βλ. λ. μύτη·
- δε με γελούν τ’ αφτιά μου! βλ. λ. αφτί·
- δε με γελούν τα μάτια μου! βλ. λ. μάτι·
- δεν είναι παίξε γέλασε, βλ. λ. παίζω·
- εγώ γελώ τους δώδεκα και δεκατρείς με μένα, βλ. φρ. εγώ γελώ τους δώδεκα και μένα δεκαπέντε·
- εγώ γελώ τους δώδεκα και μένα δεκαπέντε, λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορούμε να καταλάβουμε την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, στην περίπτωση που μας λείπει η αυτογνωσία και, ενώ έχουμε την πεποίθηση ότι είμαστε οι κυρίαρχοι μιας κατάστασης, είμαστε εκτεθειμένοι : «δε βλέπει το χάλι του που έχει βάλει φέσι σ’ όλη την αγορά, μόνο κοροϊδεύει εμένα, που ζήτησα μια βδομάδα παράταση απ’ τον τάδε, για να του πληρώσω την επιταγή! Δηλαδή σαν να λέμε, εγώ γελώ τους δώδεκα και μένα δεκαπέντε»·  
- εγώ δε γελάω! δηλώνει απειλή σε κάποιον που γελάει ειρωνικά, ενώ εμείς του μιλάμε σοβαρά: «άκουσε καλά αυτά που σου λέω και μη γελάς, γιατί εγώ δε γελάω!». Πολλές φορές, ο ομιλητής συνεχίζει με το ερωτηματικό γελάω(;)·
- εδώ γελάνε! βλ. λ. εδώ·
- εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε, βλ. λ. Βαλκάνια·
- είναι για να γελάει κανείς! βλ. φρ. είναι για να γελάς(!)·
- είναι για να γελάς! λέγεται για πολύ αστεία υπόθεση ή κατάσταση, που όμως μερικές φορές, κατά βάθος, προξενεί θλίψη, στενοχώρια: «όπως έγιναν τα πράγματα ανάμεσα στις δυο οικογένειες, είναι για να γελάς! || ε ρε, έρημε ελληνικέ λαέ, είναι για να γελάς μ’ αυτούς τους πολιτικούς που εκλέγεις να σε κυβερνήσουν!»·
- θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι, βλ. λ. κατσίκι·
- θα γελάσει  ο κάθε πικραμένος, βλ. λ. πικραμένος·
- θα γυρίσει ο τροχός, θα γελάσει κι ο φτωχός, βλ. λ. τροχός·
- θα σε γελάσω! δεν είμαι βέβαιος, δεν είμαι σίγουρος γι’ αυτό που με ρωτάς να μάθεις, δε θυμάμαι καλά, οπότε δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη: «θα είναι κι ο τάδε το βράδυ στη συγκέντρωση; -Θα σε γελάσω! || μήπως ήταν στο μπαράκι ο τάδε; -Θα σε γελάσω!»·
- κάθεται η πομπή στο δρόμο και γελά τον κόσμο όλο, βλ. λ. πομπή·
- μη σε γελάσει ο βάτραχος ή το χελιδονάκι, αν δε λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είν’ καλοκαιράκι, βλ. λ. τζίτζικας·
- μην το γελάς! μην υποτιμάς το γεγονός, μην το θεωρείς απίθανο: «δηλαδή, μπορεί να ’ρθει τώρα και χωρίς λόγο να μας ζητάει πίσω τα λεφτά; -Μην το γελάς! || μη μου πεις πως, για δυο νοίκια που του καθυστέρησες, θα σε πετάξει απ’ το διαμέρισμα μέσα στο καταχείμωνο; -Μην το γελάς!»·
- μήπως με γελούν τα μάτια μου; βλ. λ. μάτι·
- μια γελάει, μια κλαίει, βλ. φρ. πότε γελάει (και) πότε κλαίει·
- να γελάσει το χειλάκι μου ή να γελάσει το χειλάκι μας, βλ. λ.χειλάκι·
- ο δρόμος που γελάει, βλ. λ. δρόμος·
- όλοι γελούν με μένανε κι εγώ μ’ όλους γελάω, επικρατεί πολύ χαρούμενη ή φαιδρή ατμόσφαιρα: «κάθε φορά που πίνουμε αρκετά, όλοι γελούν με μένανε κι εγώ μ’ όλους γελάω». (Λαϊκό τραγούδι: δέκα μου μεροκάματα απόψε θα τα φάω, όλοι γελούν μ’ εμένανε κι εγώ μ’ όλους γελάω
- όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, βλ. λ. σπίτι·
- όταν γελάει το πρόσωπο, δε γελάει πάντοτε κι η καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει, βλ. λ. Θεός·
- ούτε γελάει ούτε κλαίει, βλ. λ. ούτε·
- πότε γελάει (και) πότε κλαίει, απάντηση που δίνουμε στην ερώτηση ενδιαφέροντος κάποιου πώς πάει η δουλειά και γενικά τα πράγματα στη ζωή μας,και έχει την έννοια πως άλλοτε έχουμε και άλλοτε δεν έχουμε δουλειά, πως άλλοτε πηγαίνουν καλά τα πράγματα και άλλοτε όχι. Συνών. πότε μήλα, πότε φύλλα / πότε ντόρτια, πότε εξάρες·
- σε γελάσανε! α. απατάσαι, αν νομίζεις πως θα γίνουν τα πράγματα έτσι όπως τα λες, έτσι όπως τα φαντάζεσαι ή έτσι όπως τα περιμένεις: «αν νομίζεις πως θα σου δώσω πίσω τα λεφτά, σε γελάσανε!». (Λαϊκό τραγούδι: σε γελάσανε, μη χάνεις τον καιρό σου, δε σε σπούδασε καλά ο δάσκαλός σου). β. κάνεις λάθος, δεν έχεις δίκαιο: «σε γελάσανε, δε σε κατηγόρησε ο δείνα αλλά ο τάδε!»·
- της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, βλ. λ. νύχτα·
- το γελάς; βλ. φρ. μην το γελάς!

Γιάννης

Γιάννης, ο, κύρ. όν. [<Ιωάννης], ένα από τα πιο συνηθισμένα ονόματα όχι μόνο στην ελληνική αλλά και σε πολλές άλλες γλώσσες. (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα μάτια σου // γεια σου Γιάννη τι χαμπάρια, γιατί είσαι λυπημένος (Λαϊκό τραγούδι).Υποκορ. Γιαννάκης, ο. (Τραγούδι: νοσταλγώ το μικρό το αμαξάκι τον γκαζιέρη που μας άναβε το φως και θυμάμαι τις κυρίες του Γιαννάκη και τον έρωτα που ήτανε κρυφός). (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που από κάποια δουλειά ή ενέργειά του υπολογίζει πολύ πρόωρα είτε σε κάποια οφέλη είτε πως θα του συμβεί κάποιο κακό: «αν κάνουμε αυτή τη δουλειά, θα τρελαθούμε στα λεφτά και θ’ αγοράσω ένα σπιτάκι κοντά στη θάλασσα. -Ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε || δεν αγοράζω αυτοκίνητο, γιατί μπορεί να τρακάρω και να σκοτωθώ. -Ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε». Η φρ. ανήκει στον Θ. Κολοκοτρώνη (βλ. Τάκη Ναστούλη, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 39). Συνών. το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε / το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα / προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά·
- άλλη καμιά δε γέννησε, μον’ η Μαριώ το Γιάννη, λέγεται για κείνους τους γονείς που επαινούν υπερβολικά τα παιδιά τους: «όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, δεν κάνει άλλο απ’ το παινεύει το γιο του. -Άλλη καμιά δε γέννησε, μόν’ η Μαριώ το Γιάννη»·
- αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις, λέγεται στην περίπτωση που η βοήθεια που μας προσφέρει κάποιος, δεν καλύπτει την πραγματική μας ανάγκη: «ποτέ σου δε με βοήθησες και να πιάσει τόπο η βοήθειά σου, γιατί μια ζωή, αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις». Συνών. αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο·   
- γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω, έκφραση, που δηλώνει τέλεια έλλειψη συνεννόησης (αφού παίρνουμε απάντηση άσχετη με αυτό που ρωτάμε): «εγώ τον ρωτούσα για το πώς πάει η δουλειά κι αυτός μου ’λεγε τι ρούχα θα φορέσει το βράδυ στο χορό. -Γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω»·
- Γιάννη γύρευε και Νικολό καρτέρει, βλ. συνηθέστ. χαιρέτα μας τον πλάτανο και Νικολό καρτέρει, λ. πλάτανος·
- Γιάννη είχα, Γιάννη έχω κι αν χηρέψω, πάλι Γιάννη θα γυρέψω, από το ότι ο Γιάννης, όπως και ο Γιώργος, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, είναι συνήθως καλό παιδί. Βέβαια, πολλές φορές, αλλάζουμε το όνομα και χρησιμοποιούμε το όνομα που μας ενδιαφέρει·
- Γιάννης ήταν Γιάννης θα ’ναι, (γενικά) δεν υπάρχει καμιά περίπτωση εξέλιξής του λόγω της ελαττωμένης του νοημοσύνης: «όσο και να το βοηθήσεις αυτό το παιδί, Γιάννης ήταν Γιάννης θα ’ναι»·
- Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, α. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που επιδιώκει να είναι ο κύριος ωφελημένος από κάποια δουλειά ή ενέργειά του και, κατ’ επέκταση, ο ατομιστής, ο φιλοτομαριστής: «είναι πολιτικός μηχανικός ο τύπος, κάνει και τον εργολάβο και, όπως έχουν τα πράγματα, Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει». Η φράση προέρχεται από μια εθνοσυνέλευση στο αρχαίο θέατρο του Άργους, στην οποία ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας τα είχε κανονίσει όλα προς όφελός του. Συνών. ο καθένας για (την) πάρτη του / ο καθένας για τον εαυτό του. β. τα έχουν κανονίσει με τέτοιο τρόπο, ώστε όλα τα κέρδη ή οφέλη να μένουν σε στενό οικογενειακό ή φιλικό κύκλο: «έχει μια δουλίτσα με τη γυναίκα του, έβαλε τώρα συνεταίρους και τα παιδιά του που μεγάλωσαν κι όπως καταλαβαίνεις, Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει»·
- Γιάννης πήγε Γιάννης γύρισε (ήρθε) ή Γιάννης πήγε Γιαννάκης γύρισε (ήρθε), λέγεται ειρωνικά για κάποιον που δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την παραμικρή πρόοδο ή εξέλιξη σε μια δουλειά ή υπόθεση που του αναθέσαμε: «τον έστειλα μέχρι την τράπεζα να διακανονίσει τις δόσεις για ένα δάνειο που πήρα, αλλά Γιάννης πήγε Γιαννάκης γύρισε»·
- έχει κι ο Γιάννης καΐκι, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που καμαρώνει ένα ασήμαντο απόκτημά του ή το επιδεικνύει για πολύ σπουδαίο: «παιδιά, αγόρασα αυτοκίνητο. -Έχει κι ο Γιάννης καΐκι»·
- καλημέρα Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω, βλ. φρ. γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω·
- να σε κάψω Γιάννη να σ’ αλείψω λάδι να γιάνει ή να σε κάψω Γιάννη να σε βάλω μύξα να γιάνει, λέγεται για κείνον που, ενώ πρώτα θεληματικά ή άθελα μας κάνει κάποιο κακό, προθυμοποιείται εκ των υστέρων να επανορθώσει: «εντάξει, ρε φίλε, τι φωνάζεις; Ό,τι ζημιά σου ’κανα θα στην αποκαταστήσω. -Να σε κάψω Γιάννη να σε βάλω μύξα να γιάνει»·
- ο Γιάννης που περπατάει, (χάριν αστεϊσμού) το ουίσκι Johnnie Walker: «όση ώρα σε περίμενα, ήπια ένα Γιάννη που περπατάει || βάλε μου να πιω, σε παρακαλώ, ένα Γιάννη που περπατάει»·
- όχι Γιάννης, Γιαννάκης, λέγεται με ειρωνική διάθεση για πράγματα ή καταστάσεις που δεν έχουν μεταξύ τους ουσιώδη διαφορά: «εγώ δεν είπα ότι είναι απατεώνας, απλά είπα πως πρέπει να τον προσέχουμε. -΄Όχι Γιάννης, Γιαννάκης». Συνών. δεν έκλασε, μόνο έκανε πριτ·
- πίσω Γιάννη τα καράβια, λέγεται ειρωνικά γι’ αυτόν που αρχίζει να λέει ή να υποστηρίζει διαφορετικά πράγματα από κείνα που έλεγε ή υποστήριζε προηγουμένως: «επέμενε να τιμωρηθεί ο ένοχος, αλλά, μόλις αποκαλύφθηκε πως ήταν ο φίλος του, πίσω Γιάννη τα καράβια»·
- πότε ο Γιάννης βρακί και τώρα βρακοζώνα; βλ. φρ. τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα·
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, α. λέγεται ειρωνικά για φιλάσθενο άτομο: «τι κάνει ο παππούς σου; -Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί». β. λέγεται ειρωνικά για κείνον που πάντα βρίσκει μια δικαιολογία για να αποφύγει κάποια δουλειά, που θέλουμε να του αναθέσουμε: «γιατί δεν έστειλες τον τάδε να ετοιμάσει την παραγγελία; -Γιατί, πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί»·
- σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση, λέγεται ειρωνικά σε κείνον που ονομάζεται Γιάννης, και το υπονοούμενο είναι πως είναι ελαφρόμυαλος, πως μειονεκτεί πνευματικά και για το λόγο αυτό πέφτει συνεχώς σε γκάφες ή συνεχώς τον κοροϊδεύουν, τον ξεγελούν, τον εξαπατούν. Ίσως από το ότι το όνομα Γιάννης είναι πολύ συνηθισμένο στην Ελλάδα. Πρβλ.: βρε Γιάννη, τον Σωτήρη να τονε σέβεσαι κι απ’ τους σαράντα πέντε δε μοιάζει σ’ ένανε (Λαϊκό τραγούδι)·
- σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει, έκφραση με την οποία πιστοποιείται το πόσο συνηθισμένο είναι αυτό το όνομα στην Ελλάδα·
- τα καλά του Γιάννη τα θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε, λέγεται στην περίπτωση που αγαπάμε τα καλά, ιδίως τα χρήματα, ορισμένων ανθρώπων αλλά τους ίδιους τους αντιπαθούμε ή στην περίπτωση που το μόνο που μας νοιάζει από έναν άνθρωπο είναι το κέρδος που θα βγάλουμε, το όφελος που θα έχουμε από τη συναναστροφή μας μαζί του αλλά τον ίσιο δεν τον εκτιμούμε, δεν τον θέλουμε για συντροφιά, για παρέα: «όταν έχεις ανάγκη αμάν βοήθα, κι όταν είσαι μια χαρά ούτε μας χαιρετάς, γιατί κι εσύ σαν τους άλλους έγινες, τα καλά του Γιάννη τα θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε»·
- τι Γιάννης τι Γιαννάκης; βλ. φρ. όχι Γιάννης, Γιαννάκης·
- τι κάνεις Γιάννη; -Κουκιά σπέρνω, βλ. συνηθέστ. γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω·
- τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα, λέγεται στην περίπτωση που οι δυσκολίες της ζωής σε ένα άτομο έχουν γίνει πια καθημερινό φαινόμενο·
- φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη, α. λέγεται στην περίπτωση που δυο άτομα βρίσκονται σε έχθρα ή σε αντιπαλότητα και, ωστόσο, δεν προβαίνει κανείς σε κάποια δυναμική ενέργεια εναντίον του άλλου γιατί, ο καθένας από την πλευρά του, υπολογίζει σοβαρά τη δύναμη ή την ικανότητα του αντιπάλου του: «είναι καιρό που βρίσκονται στα μαχαίρια, αλλά κάθονται στ’ αβγά τους, γιατί φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη». β. λέγεται επίσης στην περίπτωση ισορροπίας τρόμου: «οι δυο υπερδυνάμεις δεν τολμούν να συγκρουστούν, γιατί φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη».

γυναίκα

γυναίκα, η, ουσ. [<μσν. γυναῖκα, από το αρχ. γυναῖκα, αιτιατ. του ουσ. γυνή], η γυναίκα. 1. η σύζυγος: «ποιανού γυναίκα είναι αυτή; || πήρε τη γυναίκα του κι έφυγαν διακοπές. (Λαϊκό τραγούδι: έξω απ’ άδικο κι από κακιά γυναίκα, αυτά τα δυο μου καταστρέψαν τη ζωή κι έχω καεί, αχ έχω καεί). 2α. οικιακή βοηθός, που για συγκεκριμένες μέρες της εβδομάδας ή του μήνα, ανάλογα με τη συμφωνία, αναλαμβάνει κυρίως την καθαριότητα του σπιτιού: «κάθε βδομάδα παίρνει γυναίκα, για να τη βοηθάει στην καθαριότητα του σπιτιού». β. η μπέιμπη σίτερ: «είμαστε προσκαλεσμένοι κάπου το βράδυ και θέλω μια γυναίκα για να κρατήσει το μωρό». 3. (ειρωνικά ή υποτιμητικά) πολύ δειλός άντρας: «είναι τόσο γυναίκα, που, μόλις κάνεις πως τον αγριεύεις λίγο, τρέμει απ’ το φόβο του». Επί γενεές γενεών η γυναίκα θεωρούνταν από τον άντρα ως υποδεέστερο ον, χωρίς να έχει ούτε καν το δικαίωμα της ψήφου. Χρειάστηκαν σκληροί και μακροχρόνιοι αγώνες από εμπνευσμένες και δυναμικές γυναίκες για να μπορέσει να πάρει η γυναίκα, σε άλλες χώρες στις αρχές του 20ου αιώνα, και σε άλλες στα μέσα του ίδιου αιώνα, θέση ισότιμη με αυτή του άντρα μέσα στην κοινωνία. Όμως, ακόμα και σήμερα σε ορισμένες περιοχές της επαρχίας, η γυναίκα εξακολουθεί να μην αναγνωρίζεται ως ισότιμη του άντρα κι έτσι ακούγεται το εξής παράδοξο: «κάθονταν γύρω απ’ το τραπέζι ένας άνθρωπος, δυο γυναίκες κι ένας φαντάρος (βλ. λ.)» όπου το άνθρωπος ερμηνεύει τον άντρα. 4. στον πλ. οι γυναίκες, γενικά το θηλυκό γένος, ο γυναικόκοσμος: «ό,τι λεφτά βγάζει, τα τρώει με τις γυναίκες». Υποκορ. γυναικάκι, το και γυναικούλα, η (βλ. λ.). Μεγεθ. γυναικάρα, η και γυναίκαρος, ο. (Ακολουθούν 57 φρ.)·
- αγοραία γυναίκα, η πόρνη: «υπάρχει ένας δρόμος κοντά στο λιμάνι, όπου περιφέρονται αγοραίες γυναίκες»·
- αιώνια γυναίκα, λέγεται για γυναίκα, που ο χρόνος δεν έφθειρε την ομορφιά και τη γοητεία της: «είδα τη μητέρα σου στο δρόμο και τη καταχάρηκα, βρε παιδάκι μου. Αιώνια γυναίκα, μπράβο της!»· βλ. και φρ. η αιώνια γυναίκα·
- αλλάζει γυναίκες σαν τα πουκάμισα ή αλλάζει τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, βλ. λ. πουκάμισο·
- άσχημη γυναίκα κι όμορφη γκόμενα, βλ. λ. γκόμενα·
- αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός, ό,τι παράξενο ή δύσκολο θελήσει η γυναίκα να αποκτήσει ή να πετύχει στο τέλος το καταφέρνει με οποιοδήποτε τίμημα: «από δω μ’ είχε, από κει μ’ είχε στο τέλος της αγόρασα τη γούνα, γιατί, αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός»·
- βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) συνδέομαι ερωτικά με μια γυναίκα που είναι όπως ακριβώς την ήθελα, όπως την ονειρευόμουν: «μόνο αν βρω τη γυναίκα της ζωής μου, θ’ αποφασίσω να παντρευτώ»·
- βρίσκω τη γυναίκα των ονείρων μου, (για άντρες) βλ. φρ. βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου·
- γίνομαι γυναίκα, γνωρίζω τον έρωτα, δεν είμαι πια παρθένα: «στην εποχή που ζούμε, οι πιο πολλές γίνονται γυναίκες από την εφηβική τους ηλικία»·
- γνωρίζω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) βλ. φρ. βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου·
- γνωρίζω τη γυναίκα των ονείρων μου, (για άντρες) βλ. φρ. βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου·
- γόης φιδιών και γυναικών, βλ. λ. γόης·
- γυναίκα αράχνη, γυναίκα που καταστρέφει τον άντρα που την αγαπάει: «κάποτε ήταν πλούσιος κι ωραίος, αλλά έμπλεξε με μια γυναίκα αράχνη και τώρα είναι για να τον κλαίν’ κι οι ρέγκες». Αναφορά στην αράχνη μαύρη χήρα, βλ. λ. χήρα·
- γυναίκα δηλητήριο, γυναίκα καταστροφική για έναν άντρα: «τα ’μπλεξε με μια γυναίκα δηλητήριο και τίναξε το σπίτι του στον αέρα»·
- γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο, ένας καλοσχηματισμένος και σφριγηλός κώλος ολοκληρώνει την ομορφιά της γυναίκας (όπως ο μόλος ολοκληρώνει την ασφάλεια του λιμανιού)·
- γυναίκα ελαφρών ηθών, γυναίκα με χαλαρούς ηθικούς φραγμούς, ιδίως στα ερωτικά ζητήματα, η πόρνη: «δεν το κρύβει πως είναι γυναίκα ελαφρών ηθών»·
- γυναίκα με τα όλα της, έκφραση με την οποία θέλουμε να τονίσουμε τα χαρίσματα, τα πλεονεκτήματα μιας γυναίκας (ομορφιά, καλλίγραμμο κορμί, ήθος, καλά αισθήματα) άσχετα είναι πλούσια ή όχι: «παντρεύτηκε μια πλούσια ο κωλόφαρδος, που είναι και γυναίκα με τα όλα της»·
- γυναίκα μιας βραδιάς, λέγεται για γυναίκα που συνηθίζει να ενδίδει πολύ εύκολα την εφήμερο έρωτα, χωρίς αυτό να προϋποθέτει ότι είναι πόρνη: «μην υπολογίζεις πως θα την ξανασυναντήσεις, γιατί είναι γυναίκα μιας βραδιάς κι ύστερα πού σε είδα πού σε ξέρω». (Λαϊκό τραγούδι: στριφογυρίζεις σαν τσιγγάνα και μες στα μπαρ που τραγουδάς, πολλούς γελάς με λόγια πλάνα τρελή γυναίκα μιας βραδιάς
- γυναίκα οπού γελά και τα χαρίσματά σου δέχεται, σαν θέλεις τη φιλάς, λέγεται για γυναίκα που με τον τρόπο της δείχνει να ανταποκρίνεται στο ερωτικό ενδιαφέρον του άντρα: «όρμα της, ρε βλάκα, αφού στο δείχνει καθαρά, γιατί γυναίκα οπού γελά και τα χαρίσματά σου δέχεται, σαν θέλεις τη φιλάς»·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, η γυναίκα που δε συμπεριφέρεται κόσμια, που προκαλεί, δε χαίρει καλής φήμης: «αν θες τη γνώμη μου, δεν είναι γνωστική γυναίκα, γιατί γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή»·
- γυναίκα της νύχτας, α. γυναίκα που συνηθίζει να κυκλοφορεί τη νύχτα, ιδίως διασκεδάζοντας, συνήθως στα μπουζούκια: «τα ’μπλεξε με μια γυναίκα της νύχτας και τον σέρνει από μπουζουκτσίδικο σε μπουζουκτσίδικο». β. γυναίκα που εργάζεται τη νύχτα, ιδίως σε μπαρ ή άλλο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης: «είναι γυναίκα της νύχτας, γι’ αυτό, κάθε μέρα ξυπνάει μετά το μεσημέρι». γ. γυναίκα αμφίβολης ηθικής: «άφησε την τάδε, που ήταν κορίτσι από σπίτι, και τα ’μπλεξε με μια γυναίκα της νύχτας». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι της νύχτας η γυναίκα και μη μου λες πως μ’ αγαπάς, τα ίδια λες και σ’ άλλους δέκα τον έρωτά σου τον πουλάς)· 
- γυναίκα του δρόμου, βλ. φρ. γυναίκα του πεζοδρομίου·
- γυναίκα του πεζοδρομίου, πόρνη που ψαρεύει τους πελάτες της στο δρόμο: «πολλές γυναίκες του πεζοδρομίου, πάσχουν από διάφορα αφροδίσια». Η αναφορά στο πεζοδρόμιο, γιατί εκεί περπατάει η πόρνη, όταν κυκλοφορεί στους δρόμους για να ψαρέψει τους πελάτες της·
- γυναίκα του στραβού, για ποιον στολίζεσαι; λέγεται ειρωνικά για τη γυναίκα ασήμαντου ή παρακατιανού συζύγου, που είναι φανερό πως τον απατά: «λέει πως είναι σωστή και τίμια, αλλά τότε, γυναίκα του στραβού, για ποιον στολίζεσαι;»·  
- γυναίκα του υποκόσμου, γυναίκα που σχετίζεται με τον υπόκοσμο, που ζει στον υπόκοσμο: «δεν την κάνει καμιά παρέα μέσα στη γειτονιά, γιατί διαδόθηκε πως είναι γυναίκα του υποκόσμου»·
- γυναίκα χταπόδι, που απλώνει, που ρίχνει ταυτόχρονα τα πλοκάμια της προς διάφορους άντρες: «μπορεί να ’ναι μονογαμικό άτομο μια γυναίκα χταπόδι;»·
- δε γνώρισε γυναίκα, (για άντρες) δεν έχει κάνει ακόμη έρωτα με γυναίκα: «έγινε είκοσι χρονώ παλικάρι κι ακόμη δε γνώρισε γυναίκα»·
- δεν έχει γυναίκα, (για άντρες) είναι ανύπαντρος: «ο μόνος απ’ την παρέα μας που δεν έχει γυναίκα είναι ο τάδε»·
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, συνήθως η γυναίκα δεν κρατάει το λόγο της·
- έκλεισα σαν γυναίκα ή έχω κλείσει σαν γυναίκα, αγάπησα πολύ, αφοσιώθηκα ολοκληρωτικά σε έναν άντρα και δε με ενδιαφέρουν πια άλλοι άντρες: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άντρα, έχω κλείσει σαν γυναίκα». Η φρ. αποδίδεται στη Δήμητρα Λιάνη-Παπανδρέου, αναφερόμενη στη σχέση της με τον Αντρέα Παπανδρέου·
- ελαφριά γυναίκα, γυναίκα που ενδίδει χωρίς λόγο στους άντρες: «δεν κάνω κέφι να πάω μαζί της, γιατί είναι ελαφριά γυναίκα»·
- εύκολη γυναίκα, γυναίκα που ενδίδει με ευκολία στους άνδρες: «είναι τόσο εύκολη γυναίκα, που την πηδάς, μόλις την κεράσεις έναν καφέ»·
- έχασε τη γυναίκα του, α. (για άντρες) είναι χήρος: «έχασε τη γυναίκα του σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα». β. (σπάνια) τον εγκατέλειψε: «τώρα που έχασε τη γυναίκα του χτυπάει το κεφάλι του»·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, η μυαλωμένη σύζυγος είναι ανεκτίμητη: «αν θέλεις να παντρευτείς, άσε τις πλούσιες και τις όμορφες και βρες μια μυαλωμένη, γιατί έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό»·
- έχω γυναίκα, (για άντρες) είμαι παντρεμένος: «δε μ’ αρέσει να ξενυχτώ μ’ άλλες γυναίκες, γιατί έχω γυναίκα και παιδιά»·
- η αιώνια γυναίκα, λέγεται για γυναίκα που ασχολείται συνεχώς με τον καλλωπισμό της, πώς να παρουσιάσει δηλαδή από αισθητική άποψη καλύτερο τον εαυτό της και που συνήθως έχει μια μόνιμη τάση για ερωτικές περιπέτειες: «μια ώρα την περιμένω να ετοιμαστεί για να βγούμε να φάμε, και δεν ξέρω ακόμη πόσο θα την περιμένω. -Η αιώνια γυναίκα, φίλε μου». (Λαϊκό τραγούδι: και ο πόλεμος στην Τροία πώς επιάστηκε; Η αιώνια γυναίκα ξελογιάστηκε. Δέκα χρόνια η Ελένη μας λαχτάρησε, ώσπου πήγε ο Οδυσσέας και καθάρισε)· βλ. και φρ. αιώνια γυναίκα·
- … η γυναίκα! εκφράζει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας σε κάποια γυναίκα που έπαθε κάτι κακό: «καθώς επέστρεφε στο σπίτι της τη στρίμωξε σε μια γωνιά και τη βίασε. -Πω, πω τι έπαθε η γυναίκα!»·  
- η γυναίκα και το άλογο θέλουν άξιο καβαλάρη, βλ. λ. καβαλάρης·
- η γυναίκα, όταν παντρευτεί, και το μουλάρι, όταν σαμαρωθεί, δείχνουν τις πληγές τους, βλ. λ. πληγή·
- κοιμάμαι με γυναίκα, (για άντρες) περνώ μια ερωτική βραδιά με γυναίκα: «κάθε φορά που πηγαίνω σε ξένη πόλη και μένω σε ξενοδοχείο, κοιμάμαι με γυναίκα»·  
- η γυναίκα ως και το διάβολο έκλεισε στο μπουκάλι, η γυναίκα από τη φύση της είναι παμπόνηρη και μπορεί να πετυχαίνει ό,τι βάζει στο μυαλό της: «μη νομίζεις πως είσαι πιο έξυπνος απ’ αυτή, γιατί η γυναίκα ως και το διάβολο έκλεισε στο μπουκάλι»·
- κοινή γυναίκα, η πόρνη: «είναι μια κοινή γυναίκα και καμιά δεν τη θέλει στην παρέα της»·
- ξαπλώνω με γυναίκα, (για άντρες) βλ. φρ. πηγαίνω με γυναίκα·
- ο αέρας κι η γυναίκα δεν κλειδώνονται, όσο κι αν προσπαθήσει κανείς, δε θα μπορέσει να περιορίσει το ελεύθερο πνεύμα της γυναίκας: «μην καταπιέζεις τη γυναίκα σου, γιατί ο αέρας κι η γυναίκα δεν κλειδώνονται»·
- ο Γρηγόρης εγρηγόρα, κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης μας επήρε του Μελέτη τη γυναίκα, στη ζωή πετυχαίνουν αυτοί που είναι αποφασιστικοί και ενεργούν με ταχύτητα, ενώ οι αργοί και αναβλητικοί ζημιώνουν: «σήμερα για να πετύχεις πρέπει να ’σαι σπίρτο και να δρας κεραυνοβόλα, γιατί ο Γρηγόρης εγρηγόρα, κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης μας επήρε του Μελέτη τη γυναίκα, κατάλαβες ή δεν κατάλαβες»· βλ. και λ. Γρηγόρης·
- ο διάβολος είδε τη γυναίκα και παραμέρισε, βλ. λ. διάβολος·
- ο χορός και το γαμήσι είν’ της γυναικός η φύση, βλ. λ. γαμήσι·
- όμορφο είναι τ’ όμορφο πέντε φορές και δέκα, μ’ απ’ όλα ομορφότερο η γνωστική γυναίκα, η φρονιμάδα και η σωστή κρίση της γυναίκας αξίζει πολύ περισσότερο από την ομορφιά·
- παίρνω (για) γυναίκα, (για άντρες), παντρεύομαι. (Λαϊκό τραγούδι: την γκομενίτσα τη γουστάρω και γυναίκα θα την πάρω
- πηγαίνω με γυναίκα, (για άντρες) συνουσιάζομαι: «παρόλο που πλησιάζει τα εβδομήντα του, θέλει κάθε βδομάδα να πηγαίνει με γυναίκα»·
- τελειωμένη γυναίκα, λέγεται για κορίτσι που έχει πρόωρη ανάπτυξη, που έχει σχηματιστεί σωματικά σαν μια γυναίκα: «έχει μια μικρή κόρη, αλλά η αφιλότιμη είναι τελειωμένη γυναίκα»·
- τη γυναίκα, πριν παντρευτείς, ποτέ σου μην την κρίνεις, ο πραγματικός χαρακτήρας της γυναίκας αποκαλύπτεται μετά το γάμο της: «μην κοκορεύεσαι που σου κάνει τώρα όλα τα χατίρια γιατί, τη γυναίκα, πριν παντρευτείς, ποτέ σου μην την κρίνεις»·
- τη γυναίκα του βασιλιά κρυφά τη βρίζουν, γυναίκα, της οποίας ο άντρας κατέχει υψηλή ή ισχυρή θέση, δεν τολμούν να την κακολογήσουν φανερά: «μην πιστεύεις στα παινέματα που της κάνουν όταν είναι μπροστά τους γιατί, τη γυναίκα του βασιλιά, κρυφά τη βρίζουν»· 
- την κάνω γυναίκα, (για άντρες) είμαι ο πρώτος που κάνει έρωτα μαζί της, την ξεπαρθενεύω: «έχω μια γλυκιά ανάμνηση απ’ αυτή τη γυναίκα, γιατί είμαι αυτός που την έκανε γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: θα σε κάνω γυναίκα όλο μέλι και αίμα με το ρίγος στο δέρμα και τα φρέσκα μαλλιά κι απέ θα σε κάψω, γιατί είσ’ ένα ψέμα η Ελένη της Τροίας, η πληγή η παλιά
- την κάνω γυναίκα μου, (για άντρες) την παντρεύομαι: «αν δεν την αγαπούσα, δε θα την έκανα γυναίκα μου»·
- του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται, ο άντρας που έχει πείρα στις γυναίκες, διαλέγει μια από αυτές που έχουν ωραίο κώλο: «το πρώτο που βλέπει σε μια γυναίκα είναι αν έχει ωραίο κώλο, γιατί του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται». Πρβλ.: γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο·
- του ’φαγε τη γυναίκα, (για άντρες) ξελόγιασε τη γυναίκα κάποιου άλλου και σύναψε μαζί της ερωτική σχέση ή την παντρεύτηκε: «χρόνια ήταν φίλοι, αλλά, στο τέλος, του ’φαγε τη γυναίκα και την κοπάνησαν κι οι δυο στο εξωτερικό»·
- χαρά στον άντρα το ζεστό και τη γυναίκα κρύα, βλ. λ. χαρά.

ελπίδα

ελπίδα, η, ουσ. [<αρχ. ἐλπίς], η ελπίδα· πρόσωπο ή πράγμα, στο οποίο ελπίζει κάποιος για κάτι: «είσαι η τελευταία μου ελπίδα κι αν δε με βοηθήσεις, θα καταστραφώ || η μόνη του ελπίδα πια, στη δύσκολη θέση που βρισκόταν, ήταν να του πέσει ένα λαχείο»·
- αν παρ’ ελπίδα, αν χωρίς να το περιμένουμε, αν απροσδόκητα: «αν παρ’ ελπίδα μου πέσει το λαχείο, θα κοιτάξω ν’ αποκαταστήσω τα παιδιά μου»·
- δίνω ελπίδα ή δίνω ελπίδες (σε κάποιον), με τη στάση μου ή με τη συμπεριφορά μου δίνω σε κάποιον την εντύπωση πως ενδίδω ή πως θα ενδώσω στις ερωτικές του επιδιώξεις: «τόσον καιρό μου έδινε ελπίδες με τα καμώματά της και τώρα κάνει πως δε με ξέρει». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είχες πρόσωπ’ άβαφο και τα μαλλιά κοτσίδες και σ’ άλλους τόσους, σαν κι εμέ, τους έδινες ελπίδες)· 
- η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, δηλώνει πως ο άνθρωπος ελπίζει πάντα ως την τελευταία στιγμή πως θα συμβεί κάτι, που θα ανατρέψει μια τραγική κατάσταση: «παρόλο που είχαν περάσει οχτώ μέρες απ’ το σεισμό, τα σωστικά συνεργεία εξακολουθούσαν να ψάχνουν μέσα στα ερείπια για τυχόν ζωντανούς, γιατί η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία»·
- μην κρέμεσαι ποτέ από μια μοναχά ελπίδα, θα πρέπει να έχεις πολλές εναλλακτικές λύσεις στη ζωή σου, αν θέλεις να πετύχεις: «θα πρέπει να είσαι πολύ καλά οργανωμένος στη ζωή σου για να προκόψεις και να μην κρέμεσαι ποτέ από μια μοναχά ελπίδα»·
- όποιος τρέφεται μ’ ελπίδες, πεθαίνει της πείνας, οι ελπίδες για κάτι καλό χωρίς παράλληλη προσπάθεια μας οδηγεί σε οικτρή αποτυχία: «κουνήσου, ρε παιδάκι μου, ενεργοποιήσου για να πάει μπροστά η δουλειά, γιατί, όποιος τρέφεται μ’ ελπίδες, πεθαίνει της πείνας»·
- πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα, βλ. λ. βάρκα·
- πετώ με τα φτερά της ελπίδας, βλ. λ. φτερό.

κάλλιο

κάλλιο κ. κάλλια, επίρρ. [<αρχ. κάλλιον, ουδ. του καλλίων, συγκρ. του καλός], καλύτερα, προτιμότερα: «κάλλιο το ’χω να πεθάνω, παρά να παραβώ το λόγο μου». (Λαϊκό τραγούδι: κάλλιο να σ’ αλησμονήσω, αχ, μα η καρδιά σε πονεί, είσ’ η πρώτη μου αγάπη, αχ, είσαι η παντοτινή // κάποια μαυρομάτα όμορφη κι ωραία μ’ έχει ξετρελάνει στον Περαία, μάνα μου, δε θα ζήσω, αν δεν την αποχτήσω καλλιά να μην τη γνώριζα γι’ αυτήνε θα χαθώ). (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- κάλλιο αργά παρά ποτέ, α. είναι προτιμότερο κάποιο καλό να μας έρθει έστω και αργά παρά καθόλου: «μια ζωή αγωνιζόταν να κάνει λεφτά και μόλις στα εξήντα του το κατάφερε. -Κάλλιο αργά παρά ποτέ». β. είναι προτιμότερο να κάνουμε κάτι σωστό καθυστερημένα παρά καθόλου: «μια ζωή προσπαθούσε να κόψει το τσιγάρο και τα κατάφερε μόλις στα πενήντα του. -Κάλλιο αργά παρά ποτέ»·
- κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε, είναι καλύτερα να προνοεί κανείς, να εξασφαλίζει τα συμφέροντά του, την περιουσία του, ώστε να προλαβαίνει δυσάρεστες καταστάσεις, που θα ήταν δύσκολο να τις αποκαταστήσει·
- κάλλιο δειλός παρά μακαρίτης, βλ. λ. μακαρίτης·
- κάλλιο εφτά στον πισινό παρά μια στην κεφαλή, βλ. λ. πισινός·
- κάλλιο κόμπο στο πουγκί παρά κόμπο στην καρδιά, βλ. λ. πουγκί·
- κάλλιο λάχανα με γλύκα παρά ζάχαρη με πίκρα, βλ. λ. λάχανο·
- κάλλιο μακριά κι αγαπημένοι, βλ. λ. αγαπημένος·
- κάλλιο να λεν τον κερατά παρά τον κακομοίρη, βλ. λ. κερατάς·
- κάλλιο να πάσχει η τσέπη μου παρά η κοιλιά μου, βλ. λ. κοιλιά·
- κάλλιο να σε ζηλεύουν παρά να σε λυπούνται, βλ. λ. ζηλεύω·
- κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, βλ. λ. μάτι·
- κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το, βλ. φρ. κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει·
- κάλλιο να χάσεις το μαλλί παρά τ’ αρνί, βλ. λ. αρνί·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, βλ. λ. σπίτι·
- κάλλιο οι καλορίζικοι παρά οι αντρειωμένοι, βλ. λ. καλορίζικος·
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει, βλ. λ. χέρι·
- κάλλιο πουλάκι στο κλαδί παρά πουλί και στο κλουβί, βλ. λ. πουλάκι·
- κάλλιο πουτάνα παρά γλωσσού, βλ. λ. πουτάνα·
- κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στη πόλη, βλ. λ. χωριό·
- κάλλιο τ’ αλώνι σου μικρό και νάν’ μοναχικός σου, βλ. λ. αλώνι·
- κάλλιο το ’χω να..., μου είναι προτιμότερο να…: «κάλλιο το ’χω να σκοτωθώ παρά να σε προδώσω»·
- κάλλιο ύπνο παρά δείπνο, βλ. λ. ύπνος·
- κάλλιο φιδιού γλώσσα να σε φά(ει) παρά γυναικός κακής, βλ. λ. φίδι·
- κάλλιο ψωμί και κρεμμύδι, βλ. λ. ψωμί·

κουφέτο

κουφέτο, το, ουσ. [<ιταλ. confetto], το κουφέτο. 1. χαριτωμένο κορίτσι: «γνώρισα μια πιτσιρίκα σωστό κουφέτο». Από το ότι το κουφέτο είναι ευχάριστο ως ζαχαρωτό. 2. (στη γλώσσα της αργκό) η γροθιά: «μόλις πήγε να μου κουνηθεί του ’ριξα δυο τρία κουφέτα κι ησύχασε». Από την εικόνα του ζευγαριού που χορεύει το χορό του Ησαΐα κατά το μυστήριο του γάμου και οι παρευρισκόμενοι, κατά το έθιμο, τους πετάνε ρύζι με κουφέτα, τα οποία, καθώς πέφτουν με δύναμη στο κεφάλι τους, πολλές φορές προκαλούν οδυνηρό πόνο. 3. στον πλ. τα κουφέτα, (στη γλώσσα της αργκό) οι σφαίρες, ιδίως πιστολιού: «έβγαλε το πιστόλι του και τον γέμισε κουφέτα». Συνών. δαμάσκηνα / μούσμουλα. Υποκορ. κουφετάκι, το·
- και στα κουφέτα σου! ευχή σε ανύπαντρο νέο ή νέα που μας εξυπηρέτησε κάπου, να παντρευτεί. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- μου ’ρθε κουφέτο, λέγεται για αναπάντεχα ευχάριστο γεγονός στην κατάλληλη στιγμή, που μας είναι απόλυτα καλοδεχούμενο: «το ποσό που μου ’δωσε ο φίλος μου μου ’ρθε κουφέτο, γιατί ξεχρέωσα διάφορες οικονομικές υποχρεώσεις που είχα».  Από το ότι το κουφέτο, καθώς είναι ζαχαρωτό, προξενεί ευχαρίστηση σε αυτόν που το τρώει. Συνών. μου ’ρθε βούτυρο στο ψωμί / μου ’ρθε γλύκισμα / μου ’ρθε καϊμάκι / μου ’ρθε καλούπι / μου ’ρθε καπάκι / μου ’ρθε λουκουμάς / μου ’ρθε λουκούμι / μου ’ρθε μεζές / μου ’ρθε μπισκοτολούκουμο·
- όρσε γαμπρέ κουφέτα! βλ. λ. γαμπρός.
- πότε θα φάμε κουφέτα; ή πότε θα φάμε τα κουφέτα; ή πότε τα κουφέτα; ερώτηση με την οποία  ζητάει κανείς από κάποιον  να του προσδιορίσει την ημερομηνία του γάμου του. Συνήθως η ερώτηση κλείνει με την ευχή με το καλό. Από το ότι τα κουφέτα ταυτίζονται με την τελετή γάμου·
- σε παντρεύω γιε μου και κρίμα στα κουφέτα, υποτιμητική έκφραση που απευθύνεται σε ανάξιο άτομο: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι απ’ αυτούς που σε παντρεύω γιε μου και κρίμα στα κουφέτα».

κουφός

κουφός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. κωφός], κουφός· το ουδ. ως ουσ. το κουφό, συνήθως στον πλ. τα κουφά, (στη νεοαργκό) λόγια ή πράξεις ανόητες, παράλογες, χωρίς λογική συνάρτηση σε σχέση με αυτά που έχουμε ήδη πει ή κάνει ή σε σχέση με αυτά που περιμένουν από μας να πούμε ή να κάνουμε, οι ανοησίες, οι βλακείες: «τι κουφό ήταν πάλι αυτό που μας είπες! || άσε τα κουφά, ρε παιδάκι μου, και κάτσε να μιλήσουμε σοβαρά!»·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάνω τον κουφό, προσποιούμαι πως δεν ακούω αυτό που λέγεται, γιατί δε με συμφέρει: «μην κάνεις τον κουφό, γιατί για τις δικές σου βλακείες λέω!»· 
- κουφό του πονηρού τ’ αφτί, βλ. λ. πονηρός·
- στα κουφά, αθόρυβα: «πέρασε στα κουφά και δεν τον πήρε κανένας είδηση»·
- στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα, βλ. λ. πόρτα·
- της κουφής το παιδί ποτέ δεν κλαίει, οι σκληροί ή οι αδιάφοροι εργοδότες δεν παίρνουν ποτέ υπόψη τους τα παράπονα των υπαλλήλων τους: «ήθελα να πάω στο διευθυντή να του ζητήσω μια αυξησούλα αλλά το μετάνιωσα γιατί, της κουφής το παιδί ποτέ δεν κλαίει». Από τη στιγμή που η μητέρα είναι κουφή, δεν ακούει τα κλάματα του παιδιού της.

λάθος

λάθος, το, ουσ. [<μτγν. λάθος <λανθάνω (υποχωρητ.)], το λάθος. 1. το σφάλμα, η αστοχία: «τα λάθη της ζωής του τον κατάστρεψαν». (Λαϊκό τραγούδι: αφήστε με στο λάθος μου, μη μου το διορθώνετε το ένοχο το πάθος μου, γιατί μου το σκοτώνετε).2. η παράλειψη, ο λανθασμένος, ο κακός, ο εσφαλμένος υπολογισμός ή χειρισμός: «τα συνεχή λάθη του του στοίχισαν ολόκληρη τη δουλειά του». 3. ως επίρρ. δηλώνει πως κάτι δεν έγινε με τον σωστό, με τον κανονικό τρόπο: «δε μίλησα με τον τάδε, γιατί πήρα λάθος αριθμό». Υποκορ. λαθάκι, το. (Ακολουθούν 27 φρ.)·
- άσχημο λάθος, βλ. φρ. χοντρό λάθος·
- βαρύ λάθος, βλ. φρ. χοντρό λάθος·
- γράψε λάθος! α. παραδέχομαι το σφάλμα μου, συγχώρεσέ με, σημείωσε την παρατυπία μου: «εντάξει, ρε φίλε, γράψε λάθος, άνθρωποι είμαστε!». β. τα πράγματα δεν ήταν έτσι όπως τα υπολόγιζα. (Λαϊκό τραγούδι: γράψε λάθος, μικρή μου γράψε λάθος κατά βάθος, δε μ’ αγαπάς με πάθος
- είναι λάθος μου, είναι φταίξιμό μου, φταίω: «αναγνωρίζω πως είναι λάθος μου που τον κάλεσα χωρίς να σε ενημερώσω». (Λαϊκό τραγούδι: σου ’δειξα πως είσαι εσύ το πάθος μου κι αυτό είναι λάθος μου). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εντάξει·
- εκ της απομακρύνσεως εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται, βλ. λ. ταμείο·
- κάνω λάθος ή κάνω το λάθος, σφάλλω, αστοχώ: «νόμισα πως ήταν καλός άνθρωπος, αλλά έκανα λάθος || έκανα το λάθος να τον εμπιστευτώ». (Λαϊκό τραγούδι: με κοίταξε, τον κοίταξα μες τ’ άγριά του μάτια και μου ’πε λάθος έκανε σ’ αυτά τα μονοπάτια // στη φυλακή με ρίξανε σ’ ένα κελί μονάχος, κλαίω και βασανίζομαι που έκανα το λάθος
- κάνω λάθος κίνηση, ενεργώ άστοχα, λανθασμένα, με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η θέση μου, η κατάστασή μου: «στην περίπτωση της τελευταίας εισαγωγής απ’ το εξωτερικό, έκανα λάθος κίνηση κι έχασα ένα κάρο λεφτά || έκανα λάθος κίνηση να τον προσβάλω μπροστά στον κόσμο, γιατί δημιούργησα την εντύπωση του εκδικητικού ανθρώπου»·
- κάνω λάθος λογαριασμό, επεξεργάζομαι, σκέφτομαι, σχεδιάζω λανθασμένα: «κάνεις λάθος λογαριασμό, αν νομίζεις ότι τα πράγματα θα ’ρθουν έτσι όπως τα υπολογίζεις»·
- κατά λάθος, χωρίς να το επιδιώκω, χωρίς πρόθεση: «τον χτύπησα κατά λάθος»·
- λογαριάζω λάθος, βλ. φρ. κάνω λάθος λογαριασμό·
- με λάθος άνθρωπο έμπλεξες ή έμπλεξες με λάθος άνθρωπο, απειλητική έκφραση σε κάποιον, με την οποία τον προειδοποιούμε πως όχι μόνο δεν είμαστε εύκολοι αντίπαλοι αλλά πως θα βγει και ζημιωμένος, αν επιχειρήσει να τα βάλει με οποιονδήποτε τρόπο μαζί μας: «εμένα μη μου κάνεις τον νταή, γιατί με λάθος άνθρωπο έμπλεξες, στο λέω»·
- με λάθος άνθρωπο τα ’βαλες ή τα ’βαλες με λάθος άνθρωπο, βλ. φρ. με λάθος άνθρωπο έμπλεξες·
- μέγα λάθος, μεγάλη παράλειψη: «ήταν μέγα λάθος που δεν κάλεσες τον τάδε στο γάμο σου»·
- μεγάλο λάθος, βλ. φρ. μέγα λάθος·
- μετράω λάθος, υπολογίζω λανθασμένα, κάνω λάθος υπολογισμό, σφάλλω: «όταν κρίνει κάποιον άνθρωπο, δεν μετράει ποτέ λάθος». (Λαϊκό τραγούδι: τη δική μου την καρδιά αφιλότιμη, πόσο λάθος τη μετράς, αφιλότιμη
- ξύπνησε από λάθος πλευρό, βλ. λ. πλευρό·
- παίρνω τη ζωή μου λάθος, βλ. λ. ζωή·
- πέφτει σε λάθος χέρια (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- πέφτω σε λάθη ή πέφτω σε λάθος, ενεργώ άστοχα, υπολογίζω ή χειρίζομαι κάτι λανθασμένα: «τον τελευταίο καιρό είμαι πολύ μπλεγμένος και πέφτω συνέχεια σε λάθη». (Λαϊκό τραγούδι: την περιπλέον μου ζωή την πέρασα με πάθη, γιατί μικρός δεν ήκουγα και έπεφτα σε λάθη
- πέφτω σε λάθος χέρια, βλ. λ. χέρι·
- ποντάρω σε λάθος χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- ποτέ το λάθος δεν είναι τζάμπα, πάντα το λάθος έχει οδυνηρές συνέπειες, ψυχικές, ψυχολογικές ή οικονομικές, πάντα το λάθος πληρώνεται: «να μη φτάσεις στο σημείο να πεις δε θα το ξανακάνω, γιατί ποτέ το λάθος δεν είναι τζάμπα»·
- στο λάθος δεν μπαίνει φέσι, βλ. λ. φέσι·
- τα λάθη είναι για τους ανθρώπους, είναι φυσικό να κάνουν οι άνθρωποι λάθη: «μην το μαλώνεις το παιδί, αφού τα λάθη είναι για τους ανθρώπους». Πρβλ.: άνθρωποι είμαστε και σφάλματα κάνουμε όλοι σε τούτη τη ζωή κι είναι πολύ σκληρό ο ένας απ’ τους δυο τον άλλον να μην εννοεί (Λαϊκό τραγούδι)·
- τα λάθη πληρώνονται, όποιοι κάνουν λάθη, πρέπει να υποστούν και τις συνέπειες: «χάλασες την υγεία σου με τα μεθύσια και τα ξενύχτια σου, γιατί τα λάθη πληρώνονται». (Λαϊκό τραγούδι: ίσως αμάρτησα π’ αγάπησα πολύ, μα συ δεν τ’ άξιζες και τώρα μετανιώνω· κι αφού πληρώνονται τα λάθη στη ζωή τώρα το λάθος της καρδιάς μου το πληρώνω
- χοντρό λάθος, λανθασμένη ενέργεια ή υπολογισμός που έχει σοβαρές επιπτώσεις: «μ’ ένα παρόμοιο χοντρό λάθος έχασε ο τάδε τη θέση του»·
- χτυπώ λάθος πόρτα, α. δεν πηγαίνω στον κατάλληλο άνθρωπο για να με βοηθήσει ή να με εξυπηρετήσει: «χτύπησες λάθος πόρτα, αν πήγες σ’ αυτόν, γιατί αυτός δε δίνει τ’ αγγέλου του νερό». β. λέγεται και με ειρωνική ή υποτιμητική διάθεση από το άτομο του οποίου ζητούμε βοήθεια: «θα με βοηθήσεις να καλύψω την επιταγή μου; -Χτύπησες λάθος πόρτα».

λιοντάρι

λιοντάρι κ. λεοντάρι, το, ουσ. [<μσν. λιοντάρι <μτγν. λιοντάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. λέων], το λιοντάρι. 1. άντρας ατρόμητος, γενναίος: «είναι τέτοιο λιοντάρι, που δε φοβάται κανέναν». 2α. γυναίκα με άγρια ομορφιά και πλούσια κοκκινόξανθα μαλλιά: «γνώρισα προχτές μια γκόμενα σκέτο λιοντάρι». β. χαρακτηρίζει όμως και τη σκληρή και σωματώδη γυναίκα με άγρια χαρακτηριστικά: «ποιος άντρας τολμάει να πάει μ’ αυτό το λιοντάρι!»· βλ. και λ. λέων·
- είναι λεοντάρι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει καρδιά λιονταριού, βλ. λ. καρδιά·
- κάνω το λιοντάρι, προσποιούμαι τον ατρόμητο, το γενναίο. (Λαϊκό τραγούδι: κι αν μασάει σίδερα και κάνει το λιοντάρι, στην κυρά του ο Κουταλιανός, τρέμει σαν το ψάρι στην κυρά του μπρος αχ, πώς τη φοβάται ο φτωχός Κουταλιανός
- με ποιον είσαι, με μένα ή με το λιοντάρι; έκφραση δυσφορίας σε φιλικό πρόσωπο που με τα λεγόμενά του δείχνει πως παίρνει το μέρος του αντιπάλου μας. Επίσης αναφέρεται με ειρωνική διάθεση όταν πρόκειται για διαμάχη ανάμεσα σε παντρεμένο ζευγάρι και στην προκειμένη περίπτωση το λιοντάρι είναι η σύζυγος ή η πεθερά. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά τώρα εσύ·
- πολεμάει σαν λιοντάρι, μάχεται με μεγάλη γενναιότητα, με ανδρεία: «οι Έλληνες στρατιώτες πολέμησαν σαν λιοντάρια στα βουνά της Αλβανίας». (Δημοτικό τραγούδι: του Σουμπάσκιου τα παλκάρια, πουλιμούνι σαν λιοντάρια).
- ποτέ σου μην ξυπνάς λιοντάρι που κοιμάται, μην ερεθίζεις τον ισχυρότερό σου, όταν δε σε ενοχλεί ή δεν έχει την πρόθεση να σου κάνει κακό: «μην πας και κάνεις στα καλά καθούμενα το μάγκα σ’ αυτόν το γίγαντα κι αν θες να ’χεις το κεφάλι σου ήσυχο ποτέ σου μην ξυπνάς λιοντάρι που κοιμάται»· 
- στριφογυρίζει σαν (το) λιοντάρι στο κλουβί του, βλ. λ. κλουβί.

μέλι

μέλι, το, ουσ. [<αρχ. μέλι], το μέλι. 1. λέγεται για κάτι που είναι πολύ γλυκό: «σου ζήτησα να ρίξεις λίγη ζάχαρη στον καφέ κι εσύ μου τον έκανες μέλι || φάγαμε ένα καρπούζι που ήταν μέλι || τα σταφύλια ήταν μέλι». (Λαϊκό τραγούδι: στ’ Αποστόλη την παράγκα στεφανώσαν έναν μάγκα, με στεφάνι από τ’ αμπέλι κι ήπιαμε κρασάκι μέλι). 2. (ειδικά για φιλί) που προσφέρει έντονη ηδονή. (Λαϊκό τραγούδι: αγαπάω μια τσιγγάνα λυγερόκορμη ψηλή, που ’χει αμύγδαλα τα μάτια και το μέλι στο φιλί). 3. λέγεται για κάτι, που μας είναι πολύ ευχάριστο και για το λόγο αυτό το επαναλαμβάνουμε πολύ συχνά: «καλά, ρε παιδάκι μου, μέλι έχει το σπίτι της και δεν ξεκολλάς από κει μέσα;». 4. ως επιφών. μέλι! ή μέλια! λέγεται ειρωνικά, όταν βλέπουμε κάποιο ζευγάρι να φιλιέται, ιδίως σε δημόσιο χώρο. (Ακολουθούν 38 φρ.)·
- αγάλια αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι, βλ. λ. μέλι·
- αν κάναν και οι μπαμπούροι μέλι, θα ’τρωγαν κι οι κατσιβέλοι, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ικανοί να πετυχαίνουν μεγάλα, σπουδαία πράγματα: «στη ζωή μας άλλοι είναι πλασμένοι για τα μεγάλα και θαυμαστά κι άλλοι για τ’ απλά και καθημερινά, γιατί αν κάναν και οι μπαμπούροι μέλι, θα ’τρωγαν κι οι κατσιβέλοι»·
- γλυκό(ς) σαν μέλι, λέγεται για οτιδήποτε είναι πολύ γλυκό(ς): «ήπια έναν καφέ, που ήταν γλυκός σαν μέλι || το φιλί της είναι γλυκό σαν μέλι»·
- έγιναν όλα μέλι γάλα, ύστερα από περίοδο διαφωνίας ή ψυχρότητας ανάμεσα σε δυο άτομα, επήλθε συμφωνία, συμβιβασμός, ομόνοια: «αφού δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις, έγιναν όλα μέλι γάλα». (Λαϊκό τραγούδι: πόνα με μια στάλα δίπλα μου ξανά ’λα βάζω το κρασί βάλε το φιλί κι όλα μέλι-γάλα
- είμαστε μέλι γάλα, έχουμε πολύ καλές σχέσεις: «κάποτε ήμασταν στα μαχαίρια, αλλά τώρα είμαστε μέλι γάλα»·
- είναι ακόμη στο μέλι, (ιδίως για νιόπαντρο ζευγάρι) είναι στον πρώτο καιρό του έγγαμου βίου του και δείχνει πως ζει σε πελάγη ευτυχίας, σε αντιδιαστολή με τα επόμενα χρόνια που θα αρχίσουν να παρουσιάζονται οι πρώτες δυσκολίες ή τα πρώτα προβλήματα του έγγαμου βίου: «παντρεύτηκαν πριν από λίγο καιρό και ζουν σαν πιτσουνάκια, γιατί είναι ακόμη στο μέλι. Ας περάσουν μερικά χρόνια και τα λέμε». Τις πιο πολλές φορές, λέγεται με ειρωνική διάθεση·
- είναι γλυκός σαν το μέλι και βαρύς σαν τ’ αλάτι, λέγεται για άτομο που είναι γλυκομίλητο και ικανό: «είναι περιζήτητος στις παρέες αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι γλυκός σαν το μέλι και βαρύς σαν τ’ αλάτι»·
- είναι όλα μέλι γάλα, βλ. φρ. έγιναν όλα μέλι γάλα·
- έχει το μέλι στο χέρι, έχει πολλά χρήματα, είναι πλούσιος: «όποιος έχει το μέλι στο χέρι κάνει ό,τι θέλει»·
- η γλώσσα του είναι μέλι, βλ. λ. γλώσσα·
- η γλώσσα του στάζει μέλι, βλ. λ. γλώσσα·
- καρύδια με το μέλι, βλ. λ. καρύδι·
- κιούπι με μέλι, βλ. λ. κιούπι·
- κολλώ σαν τη μύγα μέσ’ στο μέλι, βλ. λ. μύγα·
- μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι, βλ. λ. μύγα·
- ο Γρηγόρης εγρηγόρα, κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης μας επήρε του Μελέτη τη γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- όλα πάνε μέλι γάλα, βλ. φρ. έγιναν όλα μέλι γάλα·
- όλες οι μέλισσες δεν κάνουν μέλι, βλ. λ. μέλισσα·
- όλοι κοιτάζουν τον καβγά κι η γριά το μέλι, βλ. λ. γριά·
- όποιος αγαπά το μέλι, δε φοβάται τα μελίσσια, όποιος αγαπά τις ερωτικές απολαύσεις, δεν υπολογίζει τους κινδύνους που μπορεί να διατρέξει μέχρι τη στιγμή που θα τις γευτεί: «τα ’χει με μια παντρεμένη και το κάνουν μέσα στο ίδιο της το σπίτι, αλλά όποιος αγαπά το μέλι, δε φοβάται τα μελίσσια»· βλ. και φρ. όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι·
- όποιος πιάνει το μέλι, γλείφει τα δάχτυλά του, όποιος έρχεται σε συχνή επαφή ιδίως με ξένα χρήματα, τότε μπαίνει στον πειρασμό και οικειοποιείται μερικά: «μην αφήνεις ξένο άνθρωπο να κάθεται στο ταμείο σου, γιατί όποιος πιάνει μέλι, γλείφει τα δάχτυλά του»·
- όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι, όποιος δεν κοπιάζει, δεν αγωνίζεται στη ζωή του δεν πρέπει να έχει απολαβές, να αμείβεται: «εσύ να μην παραπονιέσαι πως περνάς δύσκολα, γιατί όλη μέρα κάθεσαι αραχτός στο καφενείο κι όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι». Πρβλ. ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω (Απόστολος Παύλος)·
- παστέλι με το μέλι! βλ. λ. παστέλι·
- πότε στα μέλια και πότε στα μαχαίρια, λέγεται για παντρεμένους ή για ερωτικό ζευγάρι που άλλοτε περνούν περίοδο μεγάλης αγάπης και άλλοτε ζουν σε έντονη αντιπαράθεση: «σαν όλα τα ζευγάρια έτσι κι αυτοί πότε στα μέλια και πότε στα μαχαίρια»·
- σελήνη του μέλιτος, βλ. συνηθέστ. μήνας του μέλιτος, λ. μήνας·
- στάζουν μέλι τα χείλη της ή τα χείλη της στάζουν μέλι, είναι πολύ φιλήδονα: «τρελαίνεσαι να τη φιλάς, γιατί τα χείλη της στάζουν μέλι». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, γιαχαμπίμπι αχ, γιαλελέλι αχ, τα δυο σου χείλη στάζουνε μέλι, αχ 
- τα κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι, όλες οι περιπτώσεις δεν αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, στην κάθε περίπτωση χρησιμοποιούμε και τα κατάλληλα μέσα: «σε κάθε δουλειά που αναλαμβάνει κάνει διαφορετικούς υπολογισμούς, γιατί τα κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι»·
- τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, βλ. λ. λόγος·
- τα λόγια του είναι μέλι, βλ. λ. λόγος·
- τα λόγια του στάζουν μέλι, βλ. λ. λόγος·
- τα πάμε μέλι γάλα, βλ. φρ. είμαστε μέλι γάλα·
- τα χείλη της είναι μέλι, βλ. λ. χείλι·
- ταξίδι του μέλιτος, βλ. φρ. μήνας του μέλιτος, λ. μήνας·
- τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι, βλ. λ. ξίδι·
- το στόμα του είναι μέλι, βλ. λ. στόμα·
- το στόμα του στάζει μέλι, βλ. λ. στόμα·
- τον έπιασα με το δάχτυλο στο μέλι, βλ. φρ. τον έπιασα με το δάχτυλο στη μαρμελάδα, λ. μαρμελάδα·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, δηλώνει πως οι υλικές απολαύσεις περνούν σύντομα, σε αντιδιαστολή με τις πνευματικές που διαρκούν: «ένα καλό βιβλίο δεν είναι φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, όπως συμβαίνει με μια ευχάριστη βραδιά στα μπουζούκια».

μήλο

μήλο, το, ουσ. [<αρχ. μῆλον], το μήλο·
- δείχνει το σάπιο μήλο, για να κρύψει τη σάπια μηλιά, στρέφει την προσοχή κάποιου ή κάποιων σε μια μικρή ατέλεια ατόμου, υπόθεσης ή πράγματος, για να μη φανεί η απόλυτη ακαταλληλότητα ή η ολοκληρωτική καταστροφή του: «η κυβέρνηση προβάλλει ως μεγάλο γεγονός το κλείσιμο του εργοστασίου και κινητοποιεί όλες τις υπηρεσίες του κρατικού οργανισμού για τη βοήθεια των απολυμένων εργατών, για να μη φανεί η κατάρρευση της οικονομίας, κι όπως θα ’λεγε κάποιος, δείχνει το σάπιο μήλο, για να κρύψει τη σάπια μηλιά». (Ακολουθούν 12 φρ.)·        
- ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα, βλ. λ. γιατρός·
- κρίνει μήλα με πορτοκάλια, α. ασχολείται με ή συγκρίνει εντελώς ανόμοια πράγματα ή υποθέσεις: «μην πάρεις τη γνώμη του τάδε, γιατί κρίνει μήλα με πορτοκάλια». β. βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση: «έχει τόσα πολλά οικονομικά προβλήματα ο άνθρωπος, που κρίνει μήλα με πορτοκάλια». Συνών. μπερδεύει τ’ αρχίδια με τα μύδια / μπερδεύει τη γραβάτα με τα σώβρακα ή μπερδεύει τη γραβάτα με το σώβρακο / μπερδεύει τις βούρτσες με τις πούτσες·
- μια μήλα, μια φύλλα, βλ. φρ. πότε μήλα, πότε φύλλα·
- όταν τρώμε ένα μήλο, το τρώμε απ’ όλες τις μεριές, α. λέγεται στην περίπτωση κατά την οποία δεν έχουμε την παραμικρή αναστολή ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα επιβάλλουμε τη σεξουαλική πράξη σε μια γυναίκα: «μ’ αρέσει να πηδάω τη γυναίκα μπρος πίσω, γιατί, όταν τρώμε ένα μήλο, το τρώμε απ’ όλες τις μεριές». β. λέγεται και για ομοφυλόφιλο άντρα· 
- πότε μήλα, πότε φύλλα, απάντηση που δίνουμε στην ερώτηση ενδιαφέροντος κάποιου πώς πάει η δουλειά και γενικά τα πράγματα στη ζωή μας και σημαίνει πως άλλοτε έχουμε και άλλοτε δεν έχουμε δουλειά, πώς άλλοτε πηγαίνουν καλά τα πράγματα και άλλοτε όχι. Συνών. πότε γελάει, πότε κλαίει / πότε ντόρτια, πότε εξάρες·
- σάπιο μήλο, χρώμα βαθύ κεραμιδί: «αγόρασε ένα πουλόβερ σε σάπιο μήλο»·
- τ’ αφράτο μήλο, ο κόρακας το τρώει, βλ. λ. κόρακας·
- τζίλα, τζίλα, να φας μήλα! αρχικά από την γλώσσα των παιδιών στο παιχνίδι των γκαζιών (βόλων), που παρακαλούσαν με αυτό τον τρόπο να κυλήσει η γκαζιά τους μέχρι το σημείο εκείνο που θα τους έδινε κάποιο πλεονέκτημα. Αργότερα, πήρε την έννοια του «έλα προς το μέρος που βρίσκομαι, προς το μέρος που θέλω να έρθεις και θα δεις τι θα πάθεις». Στη συνέχεια, η φρ. έχασε την απειλητική ή ειρωνική της διάθεση και πήρε την έννοια του «έλα προς το μέρος που βρίσκομαι, προς το μέρος που θέλω να έρθεις και να δεις πώς θα καλοπεράσεις», όπου η έννοια της καλοπέρασης είχε πονηρή, ερωτική διάσταση·
- το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει, λέγεται στις περιπτώσεις που τα παιδιά αποκτούν τα προτερήματα ή τα ελαττώματα των γονιών τους: «ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του κι έγινε κι αυτός γιατρός. -Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει || χαρτοπαίχτης ο πατέρας, χαρτοπαίχτης βγήκε κι ο γιος. -Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. από πού ’σαι κλωναράκι; -Από κείνο το δεντράκι·
- το μήλον της έριδος, το αντικείμενο μιας διεκδίκησης που γίνεται αιτία διαμάχης, αυτό για το οποίο αντιδικούν κάποιοι, αυτό για το οποίο γίνεται αιτία φιλονικίας ανάμεσα σε κάποιους: «ήταν χρόνια φίλοι αλλά μάλωσαν, και το μήλο της έριδος, ήταν μια γυναίκα || έκαναν τέτοιο μάλωμα τ’ αδέρφια, που τους άκουσε όλη η γειτονιά, και το μήλον της έριδος, ήταν ένα παλιοχώραφο». Αναφορά στη διαμάχη της θεάς Ήρας, της Αθηνάς και της Αφροδίτης της αρχαίας μυθολογίας μας για το ποια είναι η ομορφότερη. Τη λύση έδωσε ο Πάρις, ο οποίος επέλεξε ως ομορφότερη την Αφροδίτη προσφέροντάς της το μήλο·
- το μήλο του Αδάμ, η προεξοχή του λάρυγγα στο λαιμό, το καρύδι: «έκανε μπαμ από μακριά στο λαιμό του το μήλο του Αδάμ». Από την υπόθεση ότι η προεξοχή αυτή προκλήθηκε από το κομμάτι του μήλου που δάγκωσε ο Αδάμ. Πρβλ.: τι μπελάς το γυναικείο φύλο κι ο Αδάμ την έπαθε απ’ το μήλο (Λαϊκό τραγούδι).

μυρίζω

μυρίζω, ρ. [<αρχ. μυρίζω (= αλείφω με μύρο)], μυρίζω. 1. μυρίζει,(απρόσ.) αναδίνεται ευχάριστη ή δυσάρεστη μυρουδιά: «στο λιβάδι μυρίζει ωραία || μυρίζει άσχημα μέσα στο δωμάτιο». 2. δημιουργείται η εντύπωση, η υποψία πως εξυφαίνεται κάτι: «να προσέχετε αυτούς που κάνετε παρέα, γιατί κάπου μυρίζει προδοσία || μην πάρεις μέρος σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί μυρίζει απατεωνιά». (Ακολουθούν 44 φρ.)·
- ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα, βλ. λ. στόμα·
- δε μύρισα τα δάχτυλά μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- δε μύρισα τα νύχια μου, βλ. λ. νύχι·
- δε μύρισα τα χέρια μου, βλ. λ. χέρι·
- η αρχοντιά μυρίζει από μακριά, βλ. λ. αρχοντιά·
- η μια του βρομάει (κι) η άλλη του μυρίζει, βλ. φρ. πότε η μια του βρομάει κι (και πότε) η άλλη του μυρίζει·
- η μια του βρομούσε (κι) η άλλη του μύριζε, βλ. φρ. πότε η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του μύριζε·
- μου μυρίζει τιλιλίλι, (για μπάσκετ) βλ. λ. τιλιλίλι·
- μυρίζει λιβάνι, βλ. λ. λιβάνι·
- μυρίζει μούχλα, βλ. λ. μούχλα·
- μυρίζει μπαγιατίλα, βλ. λ. μπαγιατίλα·
- μυρίζει μπαρούτι, βλ. λ. μπαρούτι·
- μυρίζει μπαρουτίλα, βλ. λ. μπαρουτίλα·
- μυρίζει μυτζήθρα, βλ. λ. μυτζήθρα·
- μυρίζει ναφθαλίνη, βλ. λ. ναφθαλίνη·
- μυρίζει σαν λέσι, βλ. λ. λέσι·
- μυρίζει τυρόγαλα, βλ. λ. τυρόγαλα·
- μυρίζει χωματίλα, βλ. λ. χωματίλα·
- μυρίζουν τα χνότα του, βλ. λ. χνότο·
- μυρίζουν τα χνότα του απ’ την πείνα, βλ. λ. χνότο·
- μύρισε το κρίνο, (για γυναίκες) βλ. λ. κρίνο·
- ο βλάχος άρχων κι αν γενεί, βλαχίλα θα μυρίζει, βλ. λ. βλάχος·
- ο ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της μύριζε, βλ. φρ. πότε ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της μύριζε·
- ο ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του μυρίζει, βλ. φρ. πότε ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του μυρίζει·
- όσο τα σκαλίζεις, μυρίζουν, βλ. λ. όσος·
- ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει, βλ. λ. Φλεβάρης·
- παλαμίδα του μυρίζει, βλ. λ. παλαμίδα·
- πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε, βλ. λ. πέρσι·
- πότε η μια της βρομάει κι (και πότε) η άλλη της μυρίζει, λέγεται για δύστροπη, για ιδιότροπη γυναίκα που για το λόγο αυτό δεν έχει συνήθως παρέες ή φιλενάδες: «είναι πολύ δύσκολη γυναίκα κι όποτε την παίρνουμε στη συντροφιά μας, πότε η μια της βρομάει και πότε η άλλη της μυρίζει, ώσπου κι εμείς την κάναμε πέρα κι ησυχάσαμε»·
- πότε η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του μύριζε, λέγεται για γεροντοπαλίκαρο που παραπονιέται για την κατάστασή του και δηλώνει πως, όταν ήταν στον καιρό της παντρειάς, ήταν εντελώς αναποφάσιστος κι άφησε να πάνε πολλές ευκαιρίες χαμένες, γιατί, σε κάθε υποψήφια νύφη έβρισκε και κάποιο μειονέκτημα, κάποιο κουσούρι: «να του πεις του φίλου σου να μην παραπονιέται που έμεινε κούτσουρο στη ζωή του γιατί, όταν του έφερναν τις νύφες τη μια πίσω απ’ την άλλη, πότε η μια του βρομούσε και πότε η άλλη του μύριζε»· 
- πότε ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της μύριζε, η ίδια περίπτωση με την παραπάνω, μόνο που τώρα πρόκειται για γεροντοκόρη·   
- πότε ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του μυρίζει, λέγεται για δύστροπο, για ιδιότροπο άντρα που για το λόγο αυτό δεν έχει συνήθως παρέες ή φίλους: «μας τα ’πρηξε με την γκρίνια του και δεν τον παίρνουμε πια μαζί μας, γιατί πότε ο ένας του βρομάει και πότε ο άλλος του μυρίζει»·
- πότε το ένα της βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο της μυρίζει, λέγεται για αναποφάσιστη γυναίκα που δεν μπορεί να κατασταλάξει στην αγορά ενός αγαθού, γιατί κάθε τόσο βρίσκει πως έχει κάποιο ελάττωμα, κάποιο κουσούρι: «με ξεποδάριασε όλο το πρωινό στην αγορά και δεν ξαναβγαίνω μαζί της, γιατί πότε το ένα της βρομάει και πότε τ’ άλλο της μυρίζει»·    
- πότε το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του μυρίζει, η ίδια περίπτωση με την παραπάνω, μόνο που τώρα πρόκειται για άντρα·
- τα δάχτυλά μου μύρισα; βλ. λ. δάχτυλο·
- τα λεφτά δε μυρίζουν, βλ. λ. λεφτά·
- τα νύχια μου μύρισα; βλ. λ. νύχι·
- τα χέρια μου μύρισα; βλ. λ. χέρι·
- το ένα της βρομάει (και) τ’ άλλο της μυρίζει, βλ. φρ. πότε το ένα της βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο της μυρίζει·
- το ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο του μυρίζει, βλ. φρ. πότε το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του μυρίζει·
- το μύρισα, βλ. συνηθέστ. το μυρίστηκα, λ. μυρίζομαι·
- το χρήμα δε μυρίζει, βλ. λ. χρήμα·
- το ψάρι μυρίζει απ’ το κεφάλι, βλ. λ. ψάρι·
- τον κώλο μου μυρίστε! βλ. λ. κώλος.

ξινίζω

ξινίζω, ρ. [<ξινός + κατάλ. -ίζω], ξινίζω· δυσαρεστούμαι: «ξίνισε μόλις του πληροφόρησαν πως ο διευθυντής του ’κοψε την άδειά του || να δεις πώς ξίνισε μόλις του ’ρθε η μετάθεση για την επαρχία!»·
- η μια της βρομάει (κι) η άλλη της ξινίζει, βλ. φρ. η μια της βρομάει (κι) η άλλη της μυρίζει, λ. μυρίζω·
- η μια του βρομούσε (κι) η άλλη του ξίνιζε, βλ. φρ. η μια του βρομούσε (κι) η άλλη του μύριζε, λ. μυρίζω·
- ναι, σου ξινίζει! ή θα σου ξίνιζε! κάνεις δήθεν πως δε σου αρέσει, πως δεν το θέλεις: «ναι, σου ξινίζει να ’χεις κι εσύ ένα τέτοιο αυτοκίνητο!». Πολλές φορές, μετά το ναι, ακολουθεί το μωρέ·
- ξινίζω τα μούτρα μου, βλ. λ. μούτρο·
- ο ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της ξίνιζε, βλ. φρ. ο ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της μύριζε, λ. μυρίζω·
- ο ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του ξινίζει, βλ. φρ. ο ένας του βρομάει (κι)  ο άλλος του μυρίζει, λ. μυρίζω·
- τα ξινίζω (ενν. τα μούτρα μου), δυσαρεστούμαι και η δυσαρέσκειά μου αυτή εκδηλώνεται και με μορφασμό του προσώπου μου: «μόλις τον δεις να τα ξινίζει, να ’σαι σίγουρος πως δυσαρεστήθηκε»·
- το ένα της βρομάει (και) τ’ άλλο της ξινίζει, βλ. φρ. το ένα της βρομάει (και) τ’ άλλο της μυρίζει, λ. μυρίζω·
- το ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο του ξινίζει, βλ. φρ. το ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο σου μυρίζει, λ. μυρίζω.

παρά

παρά, πρόθ. και σύνδ. αντιθετ. [<αρχ. παρά], δηλώνει αντίθεση, εναντίωση, εξαίρεση, αφαίρεση, εναλλαγή ή εισάγει β΄ όρο σύγκρισης ή με αυτόνομη χρήση και θέση: «θα περάσω στη μία παρά τέταρτο || παρά τα χρόνια του διατηρείται νέος || αλλάζει σπίτι χρόνο παρά χρόνο || παρά να κάθεσαι να περιμένεις, δε τον παίρνεις καλύτερα στο τηλέφωνο; || παρά που μεγάλωσε, δεν έβαλε μυαλό || προτιμώ να τ’ αγοράσω λίγο μεγαλύτερο παρά να μη μου κάνει || δε λέω παρά την αλήθεια». (Λαϊκό τραγούδι: καλύτερα να πούλαγα κάστανα σε φουφούδες παρά που πήγα κι έμπλεξα, ο μπαγλαμάς, με τέτοιες χασικλούδες). (Ακολουθούν 58 φρ.)·
- δε γίνεται παρά να…, βλ. φρ. δεν μπορεί παρά να(…)·
- δεν αγαπάει παρά τον κώλο του, βλ. λ. κώλος·
- δεν απόμεινε παρά να…, βλ. λ. απομένω·
- δεν άφησαν παρά τους τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- δεν μπορεί παρά να…, οπωσδήποτε, εξάπαντος: «αφού σου χρωστάει, δεν μπορεί παρά να σε εξοφλήσει»·
- δώδεκα παρά πέντε, βλ. λ. πέντε·
- είναι άνθρωπος του παρά πέντε, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι παρά φύση ή είναι παρά φύσιν, βλ. λ. φύση·
- είναι στο παρά ένα, βλ. λ. ένα·
- είναι στο παρά πέντε, βλ. λ. πέντε·
- έφαγε παρά μίαν τεσσαράκοντα ή του ’δωσε παρά μίαν τεσσαράκοντα ή του μέτρησε παρά μίαν τεσσαράκοντα, βλ. λ. τεσσαράκοντα·
- κάλλιο αργά παρά ποτέ, βλ. λ. κάλλιο·
- κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε, βλ. λ. κάλλιο·
- κάλλιο δειλός παρά μακαρίτης, βλ. λ. μακαρίτης·
- κάλλιο εφτά στον πισινό παρά μια στην κεφαλή, βλ. λ. πισινός·
- κάλλιο κόμπο στο πουγκί παρά κόμπο στην καρδιά, βλ. λ. πουγκί·
- κάλλιο λάχανα με γλύκα παρά ζάχαρη με πίκρα, βλ. λ. λάχανο·
- κάλλιο να λεν τον κερατά παρά τον κακομοίρη, βλ. λ. κερατάς·
- κάλλιο να πάσχει η τσέπη μου παρά η κοιλιά μου, βλ. λ. κοιλιά·
- κάλλιο να σε ζηλεύουν παρά να σε λυπούνται, βλ. λ. ζηλεύω·
- κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, βλ. λ. μάτι·
- κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το, βλ. λ. κάλλιο·
- κάλλιο να χάσεις το μαλλί παρά τ’ αρνί, βλ. λ. αρνί·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, βλ. λ. σπίτι·
- κάλλιο οι καλορίζικοι παρά οι αντρειωμένοι, βλ. λ. καλορίζικος·
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει, βλ. λ. χέρι·
- κάλλιο πουτάνα παρά γλωσσού, βλ. λ. πουτάνα·
- κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη, βλ. λ. χωριό·
- κάλλιο ύπνο παρά δείπνο, βλ. λ. κάλλιο·
- κάλλιο φιδιού γλώσσα να σε φά(ει) παρά γυναικός κακής, βλ. λ. φίδι·
- καλύτερα γαϊδούρι που κουβαλάει παρά άλογο που κλοτσάει, βλ. λ. γαϊδούρι·
- καλύτερα δούλα στον πλούσιο παρά κυρά στον φτωχό, βλ. λ. δούλα·
- καλύτερα η αγάπη ενός γέρου παρά οι ξυλιές ενός νέου, βλ. λ. γέρος·
- καλύτερα να πάρεις το λόγο του παρά την υπογραφή του, βλ. λ. λόγος·
- καλύτερα να περισσεύει παρά να μη φτάνει, βλ. λ. περισσεύει·
- καλύτερα να σε ντύνω παρά να σε ταΐζω ή καλύτερα να σε ντύνουν παρά να σε ταΐζουν, βλ. λ. καλύτερα·
- καλύτερα παράφωνος παρά βουβός και άφωνος, βλ. λ. άφωνος·
- καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι παρά αετός και στον αέρα, βλ. λ.σπουργίτης·
- καλύτερα το μάλλι μου (μαλλί μου) παρά το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- μέρα παρά μέρα, βλ. λ. μέρα·
- ο δημοσιογράφος, πιο πολλά βγάζει απ’ αυτά που δε γράφει παρά απ’ αυτά που γράφει, βλ. λ. δημοσιογράφος·
- παρ’ ελπίδα, βλ. λ. ελπίδα·
- παρ’ όλ’ αυτά, βλ. λ. όλος·
- παρά γουρουνότριχα, βλ. λ. γουρουνότριχα·
- παρά κάτι, λίγο μικρότερο ή λιγότερο, με ελάχιστη διαφορά: «είναι ένα μέτρο παρά κάτι || είναι ένα κιλό παρά κάτι»· βλ. και λ. παραλίγο·
- παρά λίγο, βλ. λ. παραλίγο·
- παρά μάτι, βλ. λ. μάτι·
- παρά μόνο, εκτός από: «δε θέλω τίποτα, παρά μόνο ένα ποτήρι νερό»·
- παρά μόνο αν, εκτός και αν: «δε θα ’ρθω παρά μόνο αν είναι ο τάδε», δηλ. τότε μόνο θα έρθω·
- παρά πόντο, βλ. λ. πόντος·
- παρά ποτέ, α. όσο ποτέ άλλοτε: «είμαι τόσο κουρασμένος σήμερα παρά ποτέ». β. προκειμένου καμιά φορά, προκειμένου ποτέ: «παρά ποτέ, ας αργήσει να μου επιστρέψει τα δανεικά που του ’δωσα»·
- παρά ταύτα, βλ. λ. ταύτα·
- παρά τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- παρά φύσιν ασέλγεια, σεξουαλική πράξη που επιβάλλεται από πίσω, από τον κώλο, κόντρα στους φυσιολογικούς σεξουαλικούς κανόνες, και που τιμωρείται από το νόμο και από την εκκλησία: «κατηγορείται για παρά φύσιν ασέλγεια»·
- πετσί παρά κόκαλο! βλ. λ. πετσί·
- στο παρά δέκα, βλ. λ. δέκα·
- στο παρά ένα, βλ. λ. ένα·
- στο παρά πέντε, βλ. λ. πέντε.

πεθαίνω

πεθαίνω, ρ. [<μσν. πεθαίνω <ἀπεθαίνω <αρχ. ἀποθνήσκω], πεθαίνω. 1. επιθυμώ, λαχταρώ, ποθώ πάρα πολύ κάποιον ή κάτι: «πεθαίνω γι’ αυτή τη γυναίκα || πεθαίνω για καλή παρέα». (Λαϊκό τραγούδι: τρελαίνομαι για το χακί γιατ’ είναι δοξασμένο. μα σα ρωμιά πραγματική για έλληνες πεθαίνω).2. κατατυραννώ, καταβασανίζω κάποιον, τον εξαντλώ ψυχικά ή σωματικά: «τον πέθανα στο ξύλο || τον πέθανα στον ποδαρόδρομο». (λαϊκό τραγούδι: και τρίγκι, τρίγκι τράγκα, με πεθάνανε στη στράκα).3. καταβασανίζομαι, κατατυραννιέμαι, εξαντλούμαι ψυχικά ή σωματικά: «πεθαίνω στους πόνους || πέθανα απ’ την κούραση». (Λαϊκό τραγούδι: κι όμως δεν το μετανιώνω, θέλω πίκρες να περνώ· κι αν πεθαίνω γω για σένα, βρε τρελόπαιδο, έχε χάρη πού ’σαι μάγκας κι ομορφόπαιδο). (Ακολουθούν 54 φρ.)·
- ας με λεν βοϊβοδίνα κι ας πεθαίνω απ’ την πείνα, βλ. λ. βοϊβοδίνα·
- ας με λένε δημαρχίνα κι ας πεθαίνω απ’ την πείνα, βλ. λ. δήμαρχος·
- δε θα πεθάνουμε! ή δε θα πεθάνω! ένδειξη αδιαφορίας, ιδίως στη δυσκολία κάποιου να μας αποδεχτεί ή στην άρνησή του να μας εξυπηρετήσει: «δε θα πεθάνουμε, αν δε μας χωνεύεις! || δε θα πεθάνουμε, αν δε μου δανείσεις τα λεφτά που σου ζήτησα!». (Λαϊκό τραγούδι: αρέσω παιδί μου, αρέσω, πώς να το κάνουμε, αρέσω παιδί, αρέσω, δε θα πεθάνουμε!). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το κιόλας. Η αισιόδοξη πλευρά της φρ. είναι πως κάτι θα βρούμε να κάνουμε ή πως κάποιος θα βρεθεί να μας βοηθήσει ή, στο τέλος τέλος, ο Θεός δε θα μας αφήσει αβοήθητους. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- έπεσε να πεθάνει, α. κινδύνεψε να πεθάνει ή είναι ετοιμοθάνατος: «έπαθε τέτοια δηλητηρίαση από κείνα τα στρείδια που έφαγε, που έπεσε να πεθάνει». β. στενοχωρήθηκε πάρα πολύ: «τον πρόσβαλες πολύ άσχημα κι έπεσε να πεθάνει ο άνθρωπος!»·
- η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, βλ. λ. ελπίδα·
- θα πεθάνω! λέγεται στην περίπτωση που μας προξενεί μεγάλη έκπληξη αυτό μας δείχνει ή μας λέει κάποιος, που μας είναι αδύνατο να το πιστέψουμε: «ο τάδε αγόρασε εκείνη τη βίλα του εφοπλιστή. -Θα πεθάνω! Καλέ, αυτός δεν είχε να φάει!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε ή το καλά ή το καλέ·
- … κι ας πεθάνω, έκφραση με την οποία δηλώνουμε το πόσο πολύ επιθυμούμε να πραγματοποιηθεί η επιθυμία που μόλις προαναφέραμε: «ας μπει στον ίσιο δρόμο αυτό το παιδί κι ας πεθάνω || ας αξιωθεί να γίνει μεγάλος επιστήμονας κι ας πεθάνω». (Λαϊκό τραγούδι: να σε δω κι ας πεθάνω,καλή μου, αυτό μόνο ζητάει η ψυχή μου). Συνών. … κι ας μου ’ρθει συγκοπή·
- μόνο πότε θα πεθάνω δεν ξέρω, καυχησιάρικη έκφραση από άτομο του οποίου συνεχώς επαληθεύονται όλες οι προβλέψεις: «είχες δίκιο πως θα χρεοκοπούσε αυτός ο άνθρωπος. -Μόνο πότε θα πεθάνω δεν ξέρω»· 
- να πεθάνει ο χάρος! βλ. λ. χάρος·
- να πεθάνεις! είδος όρκου που δίνεται υπό τύπου αστεϊσμού και που δεν έχει, βέβαια, καμιά βαρύτητα: «αν σου λέω ψέματα, να πεθάνεις!»·
- να πεθάνω! είδος όρκου που δίνουμε σε κάποιον για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που του λέμε: «αν νομίζεις ότι σου λέω ψέματα, να πεθάνω!»· 
- να το δω και να πεθάνω ή να το δω κι ας πεθάνω, έκφραση με την οποία δηλώνουμε το πόσο πολύ επιθυμούμε να δούμε να πραγματοποιείται αυτό που μόλις προαναφέραμε ή προανέφερε κάποιος: «μου υποσχέθηκε πως θα ξεκόψει απ’ τις κακές παρέες. -Να το δω και να πεθάνω». (Λαϊκό τραγούδι: θάλασσα φουρτουνιασμένη, γίνε σήμερα γλυκιά, θα ’ρθει απόψε το παιδί μου απ’ τη μαύρη ξενιτιά. Παναγιά μου, τάμα κάνω να το δω και να πεθάνω
- ο τζάμπας πέθανε, βλ. λ. τζάμπας·
- όποιος τρέφεται μ’ ελπίδες, πεθαίνει της πείνας, βλ. λ. ελπίδα·
- όπου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει, βλ. λ. μέλλει·
- πέθαιναν σαν κοτόπουλα ή πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα, βλ. λ. κοτόπουλο·
- πέθαιναν σαν μύγες ή πέθαιναν σαν τις μύγες, βλ. λ. μύγα·
- πέθαναν τα δανεικά, βλ. λ. δανεικά·
- πεθαίνει απ’ τη ζήλια ή πεθαίνει απ’ τη ζήλια του ή πεθαίνει στη ζήλια ή πεθαίνει της ζήλιας, βλ. λ. ζήλια·
- πεθαίνει για καβγά, βλ. λ. καβγάς·
- πεθαίνω απ’ τη δίψα ή πεθαίνω στη δίψα ή πεθαίνω της δίψας, βλ. λ. δίψα·
- πεθαίνω απ’ την πείνα ή πεθαίνω στην πείνα ή πεθαίνω της πείνας, βλ. λ. πείνα·
- πεθαίνω απ’ το κρύο ή πεθαίνω στο κρύο, βλ. λ. κρύος·
- πεθαίνω απ’ τον πόνο ή πεθαίνω στον πόνο, βλ. λ. πόνος·
- πεθαίνω από αγωνία ή πεθαίνω απ’ την αγωνία μου, βλ. λ. αγωνία·
- πεθαίνω από ντροπή ή πεθαίνω απ’ την ντροπή μου, βλ. λ. ντροπή·
- πεθαίνω στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πέθανα απ’ τα γέλια ή πέθανα στα γέλια ή πέθανα στο γέλιο, βλ. λ.γέλιο·
- πέθανε πλήρης ημερών, βλ. λ. ημέρα· 
- πέθανε σαν άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- πέθανε σαν πουλάκι ή πέθανε σαν το πουλάκι, βλ. λ. πουλάκι·
- πέθανε σαν σκυλί ή πέθανε σαν το σκυλί, βλ. λ. σκυλί·
- πέθανε στην ψάθα, βλ. λ. ψάθα·
- πέθανε στο πεζοδρόμιο, βλ. λ. πεζοδρόμιο·
- πέθανε τζάμπα και βερεσέ, βλ. συνηθέστ. πήγε τζάμπα και βερεσέ, λ. τζάμπα·
- περιμένει να μεγαλώσει για να πεθάνει, ζει χωρίς κανένα σκοπό: «δεν έχω δει στη ζωή μου τόσο αρνητικό άνθρωπο, γιατί αυτός, παιδάκι μου, περιμένει να μεγαλώσει για να πεθάνει»·
- ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, βλ. λ. ζω·
- σαν πεθάνω από συνάχι, φάσκελα να ’χ’ η πανούκλα, βλ. λ. συνάχι·
- σήμερα ζούμε, (κι) αύριο πεθαίνουμε, βλ. λ. σήμερα·
- την πέθανα, της επέβαλλα επανειλημμένα και με βίαιο τρόπο τη σεξουαλική πράξη: «την είχα όλο το βράδυ στην γκαρσονιέρα μου και την πέθανα»·
- τι μας νοιάζει εμάς, αν πέθανε ο ψωμάς βλ. λ. ψωμάς·
- τον πεθαίνω στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τον πέθανα, α. τον καταβασάνισα, τον κατατυράννησα, τον εξάντλησα ψυχικά ή σωματικά: «τον πήρα μαζί μου να με βοηθήσει στη μετακόμιση που είχα να κάνω και τον πέθανα το φουκαρά!». β. (στη νεοαργκό) τον άφησα άφωνο από την έκπληξη που του προξένησα, τον άφησα εμβρόντητο (για καλό και για κακό): «μόλις του ’δειξα την καινούρια μου γκόμενα, τον πέθανα || τον πέθανα, μόλις του ανακοίνωσα πως η γυναίκα του ήταν ερωτευμένη μαζί μου»·
- τον πέθανα στα ζίλια, λ. ζίλι·
- τον πέθανα στις καρπαζιές, βλ. λ. καρπαζιά·
- τον πέθανα στις κλοτσιές, βλ. λ. κλοτσιά·
- τον πέθανα στα μπάτσα ή τον πέθανα στις μπάτσες, βλ. λ. μπάτσα·
- τον πέθανα στα σκαμπίλια, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- τον πέθανα στην τράκα, βλ. λ. τράκα·
- τον πέθανα στις μπουνιές, βλ. λ. μπουνιά·
- τον πέθανα στις σφαλιάρες, βλ. λ. σφαλιάρα·
- τον πέθανα στις φάπες, βλ. λ. φάπα·
- τον πέθανα στα χαστούκια, βλ. λ. χαστούκι·
- τον πέθανε στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο.

πουλί

πουλί, το, ουσ. [<μσν. πουλλίν <μτγν. πουλλίον, υποκορ. του ουσ. πούλλος <λατιν. pullus (= νεοσσός)], το πουλί. 1. άνθρωπος έξυπνος, πονηρός: «δεν κάθισα να παίξω στο καρέ που έπαιζε ο τάδε, γιατί ήταν όλοι τους πουλιά». 2. το αντρικό σεξουαλικό όργανο, το πέος, ο πούτσος: «έχει ένα πουλί μισό μέτρο!». 3. (ειρωνικά) το μικρό σε μέγεθος πέος: «χαρά στο πουλί που έχεις και μας κάνεις και τον γκομενιάρη!». 4. (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που ξέρει πολλά, ιδίως παράνομες υποθέσεις, αλλά δεν ομολογεί τίποτα σε περίπτωση που συλληφθεί, σε περίπτωση που τον καλέσουν στην αστυνομία: «αν υπήρχαν κι άλλα πουλιά σαν τον τάδε μέσα στην πιάτσα, δε θα ’ξεραν τίποτα οι μπάτσοι για τα νταραβέρια που γίνονται». Από το ότι το πουλί δεν μπορεί να μιλήσει, σε αντιδιαστολή με το κελαηδώ (βλ. λ.). (Ακολουθούν 51 φρ.)·
- άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά, λέγεται στις περιπτώσεις που δίνει κάποιος με μεγάλη ευκολία διάφορες υποσχέσεις, παρόλο που η πραγματοποίησή τους είναι πολύ δύσκολη ή και αμφίβολη: «μου υποσχέθηκε πως θα με πάρει στη δουλειά του, θα μ’ αγοράσει ένα διαμέρισμα να μένω, κι ένα αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις μου, τι λες εσύ; -Άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά, αγόρι μου!»·
- άπιαστο πουλί, είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος και γενικά έχει άπειρες γνώσεις για τη ζωή της πιάτσας: «δε μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει, γιατί έμαθε από μικρός στα κόλπα και είναι άπιαστο πουλί». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα όμως στα πενήντα είσαι άπιαστο πουλί, έχεις πείρα στην αγάπη, έχεις τέχνη στο φιλί
- βαράω το πουλί μου, βλ. συνηθέστ. παίζω το πουλί μου·
- για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή, α. δηλώνει πως είναι απαραίτητη η ποικιλία στη ζωή μας, γιατί, όταν δεν υπάρχει, ατονεί η ενεργητικότητά μας: «πρέπει να βρω νέα ενδιαφέροντα στη ζωή μου για να πάρω τ’ απάνω μου, γιατί για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή». β. (για άντρες) λέγεται και με ειρωνική διάθεση εννοώντας πως η σεξουαλική διάθεση πεθαίνει, όταν βρίσκεται κανείς συνέχεια με την ίδια ερωτική σύντροφο: «είμαι τριάντα χρόνια παντρεμένος και, όταν ξαπλώνω με τη γυναίκα μου, είναι σαν να πιάνω το μπούτι μου, γι’ αυτό, τσιμπολογώ δεξιά αριστερά διάφορα ξέκωλα, γιατί, για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή»·
- γλυκό πουλί της νιότης, (με συναισθηματική φόρτιση) χαρακτηρίζει τα νεανικά χρόνια. (Λαϊκό τραγούδι: τη μαχαιρώσανε μια νύχτα στην Αμβέρσα μα εγώ την έκλαψα πολύ, γιατί την ήξερα Σοφία κι όχι Πέρσα κι ήταν γλυκό της νιότης μου πουλί
- έγινε πουλί, βλ. φρ. έγινε πουλάκι, λ. πουλάκι. (Λαϊκό τραγούδι: μη μου θυμώνεις μάτια μου, που φεύγω για τα ξένα, πουλί θα γίνω και θα ’ρθω πάλι κοντά σε σένα
- έκατσε το πουλί, τελείωσε αίσια η δουλειά, επιτεύχθηκε ο στόχος: «κάποια στιγμή δυσκόλεψαν τόσο πολύ τα πράγματα, που φοβήθηκα πως δε θα μπορούσα να τελειώσω τη δουλειά, όμως, ευτυχώς, στο τέλος, έκατσε το πουλί»·
- ελεύθερο πουλί, άνθρωπος απαλλαγμένος από κάθε δεσμό ή υποχρέωση, ιδίως απαλλαγμένος από τα δεσμά του γάμου: «τώρα που παρέδωσα την εργασία, είμαι ελεύθερο πουλί και πάμε όπου θες || όλοι απ’ την παρέα μας είμαστε παντρεμένοι και μόνο ο τάδε εξακολουθεί να είναι ελεύθερο πουλί». (Λαϊκό τραγούδι: Ησαΐα μη χορεύεις, τον μπελά σου μη γυρεύεις, ζήσ’ ελεύθερο πουλί
- έμεινα με το πουλί στο χέρι, βλ. συνηθέστ. έμεινα με τον πούτσο στο χέρι, λ. πούτσο·
- έρημο πουλί, άνθρωπος χωρίς συγγενείς και φίλους, που είναι ολομόναχος στη ζωή του: «τόσα χρόνια στην ξενιτιά, ήμουν ένα έρημο πουλί». (Λαϊκό τραγούδι: ούτε μάνα, ούτ’ αδέρφια, κι εγώ έρημο πουλί· βλέπω αράχνες στο κατώφλι και χορτάρια στην αυλή
- έχει και του πουλιού το γάλα ή και του πουλιού το γάλα, (για καταστήματα, σούπερ μάρκετ, νοικοκυριά) διαθέτει μεγάλη αφθονία, μεγάλη ποικιλία υλικών αγαθών, ιδίως τροφίμων: «το τάδε σούπερ μάρκετ έχει και του πουλιού το γάλα || σύμφωνα με το διαφημιστικό σλόγκαν, τα σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου έχουν και του πουλιού το γάλα». (Λαϊκό τραγούδι: στα χέρια μου δε σου ’λειψε και του πουλιού το γάλα, μα τώρα μπατιρήματα έχω πολύ μεγάλα
- κάθε πουλί στον τόπο του κελαηδεί, ο καθένας συμπεριφέρεται και κινείται στο οικείο περιβάλλον του με μεγάλη άνεση: «στο γραφείο που τον συνάντησα ήταν σεμνός και μετρημένος, αλλά στο μπαράκι της γειτονιάς του ξεσάλωσε ο άνθρωπος, γιατί, βλέπεις, κάθε πουλί στον τόπο του κελαηδεί». Συνών. κάθε πετεινός στην αυλή του κράζει·   
- κάλλιο πουλάκι στο κλαδί παρά πουλί και στο κλουβί, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνει το πουλί, (στη γλώσσα της αργκό) αν και ξέρει πολλές παρανομίες που γίνονται στην πιάτσα, εν τούτοις δεν είναι συνεργάσιμος με την αστυνομία: «τον έχουν τρεις μέρες στην Ασφάλεια και προσπαθούν να τον ψαρέψουν για την τελευταία ληστεία που έγινε στην αγορά, αλλά αυτός κάνει το πουλί»·
- κατά φωνή και το πουλί, βλ. λ. φωνή·
- κάτσε κότα μου στ’ αβγά σου, για να βγούνε τα πουλιά σου, βλ. λ. κότα·
- κοιμάται σαν πουλί ή κοιμάται σαν το πουλί, βλ. συνηθέστ. κοιμάται σαν πουλάκι, λ. πουλάκι. (Λαϊκό τραγούδι: σαν πουλί κοιμότανε μες στην αγκαλιά μου ποταμός χυνότανε μέσα στην καρδιά μου
- κουβαλάει και του πουλιού το γάλα, είναι πολύ καλός οικογενειάρχης, δε στερεί τίποτα από την οικογένειά του: «σκοτώνεται όλη τη μέρα στη δουλειά για να κουβαλάει στο σπίτι του και του πουλιού το γάλα»·
- λεύτερο πουλί, βλ. φρ. ελεύθερο πουλί. (Λαϊκό τραγούδι: θα ζήσω λεύτερο πουλί κι όχι κορόιδο στο κλουβί, για μια μονάχα θηλυκιά να κελαηδάω
- μ’ άφησε με το πουλί στο χέρι, βλ. συνηθέστ. μ’ άφησε με τον πούτσο στο χέρι, λ. πούτσος·
- μ’ έπιασε με το πουλί στο χέρι, βλ. φρ. μ’ έπιασε με τον πούτσο στο χέρι, λ. πούτσος·
- να, κάνει το πουλί σου! βλ. φρ. να, κάνει το πουλάκι σου(!) λ. πουλάκι·
- ο αετός μεγάλα πουλιά κυνηγάει, οι επιδιώξεις ενός ισχυρού και ικανού ατόμου είναι και αυτές ανάλογες: «έχει τόσα πολλά λεφτά που δεν ασχολείται με ψιλοδουλειές, γιατί ο αετός μεγάλα πουλιά κυνηγάει»·
- ο βασιλιάς των πουλιών, βλ. λ. βασιλιάς·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, βλ. λ. Θεός·
- παίζω με το πουλί μου, βλ. συνηθέστ. παίζω με το πουλάκι μου, λ. πουλάκι·
- παίζω το πουλί μου, βλ. συνηθέστ. παίζω το πουλάκι μου, λ. πουλάκι·
- πέταξε το πουλί, βλ. φρ. πέταξε το πουλάκι, λ. πουλάκι. Πρβλ.: μη χτυπιέσαι, μην κάνεις σαν τρελή, έφυγε και πάει το πουλί (Λαϊκό τραγούδι)·
- πιάνει πουλιά στον αέρα, είναι πανέξυπνος, είναι ικανότατος: «δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις αυτόν τον άνθρωπο, γιατί πιάνει πουλιά στον αέρα  ||οποιαδήποτε δουλειά και να του αναθέσεις, σου την τελειώνει στο πιτς φιτίλι, γιατί είναι τύπος που πιάνει πουλιά στον αέρα»·
- πότε αβγά, πότε πουλιά! λέγεται γι’ αυτούς που με πλάγιες ενέργειες και μέσα καταλαμβάνουν ανώτερες θέσεις και αξιώματα, ιδίως του δημοσίου, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «καλά, ρε παιδάκι μου, πριν λίγους μήνες μπήκες στο δημόσιο κι έγινες διευθυντής; Πότε αβγά, πότε πουλιά!». Συνών. ούτε διάκο σ’ είδαμε ούτε πρωτοσύγκελλο, και δεσπότης έγινες(;)·
- πουλί μου! βλ. φρ. πουλάκι μου(!) λ. πουλάκι. (Λαϊκό τραγούδι: έλα, έλα, πουλί μου, έλα, έλα, είναι η ζωή μια τρέλα
- προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που από κάποια δουλειά ή ενέργειά του υπολογίζει πολύ πρόωρα σε κάποια οφέλη είτε πως θα του συμβεί κάποιο κακό: «μόλις προχτές έστησε τη δουλειά του και προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά, γιατί ονειρεύεται μεγαλεία και πλούτη || δεν κυκλοφορεί με τ’ αυτοκίνητο που αγόρασε για να μην χτυπήσει κανέναν πεζό, αλλά όπως ήταν από πάντα, προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά». Συνών. ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε / το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε / το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα · 
- σαν πουλί ή σαν το πουλί, βλ. συνηθέστ. σαν πουλάκι, λ. πουλάκι·
- σκέφτεται με το πουλί του, οι ενέργειές του επηρεάζονται από τα σεξουαλικά του: «κάθε φορά που σκέφτεται με το πουλί του, κάνει απανωτά λάθη»·
- σκόρπισαν σαν πουλιά ή σκόρπισαν σαν τα πουλιά, διασκορπίστηκαν κάποιοι ή κάτι: «κάποτε ήταν πολύ δεμένη παρέα, αλλά το ’φερε έτσι η ζωή, που σκόρπισαν σαν τα πουλιά || σκόρπισαν σαν πουλιά όλα τα όνειρα που έκανα για σένα». (Λαϊκό τραγούδι: σκορπάνε σαν πουλιά,μέσ’ απ’ την καρδιά χίλιες ελπίδες, φτωχή μου καρδιά, μέσα στη ζωή χαρά δεν είδες
- στα πουλιά μας! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε χαιρετιστήριο ή αποχαιρετιστήριο γεια μας! που λέει κάποιος ερχόμενος ή αποχωρώντας από το χώρο στον οποίο βρισκόμαστε·
- τ’ άκουσες πουλί μου! ειρωνική έκφραση με την οποία κλείνουμε την πρότασή μας σε κάποιο άτομο που αντιληφθήκαμε πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «δε θα σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς, γιατί έμαθα πως είσαι μεγάλος μπαταξής, τ’ άκουσες πουλί μου!». Υπήρξε η αγαπημένη έκφραση του ηθοποιού Κ. Χατζηχρήστου, που ακουγόταν στον τύπο τ’ άκουσες πολί μου, όταν υποδυόταν το χωριάτη Θύμιο από τη Μακρακώμη·
- τι λέει το πουλί σου! βλ. φρ. τι λέει το πουλάκι σου! λ. πουλάκι·
- τι λες πουλί μου! βλ. συνηθέστ. τι λες πουλάκι μου! λ. πουλάκι·
- το γκαβό πουλί ο Θεός δυο φορές το βλέπει, βλ. φρ. το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει·
- το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, όταν δεν έχει κάποιος τη δυνατότητα να επιβιώσει, επεμβαίνει η θεία πρόνοια: «κανένας δε χάνεται σ’ αυτή τη ζωή, γιατί το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει»·
- το έξυπνο πουλί απ’ την ουρά πιάνεται, βλ. συνηθέστ. το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται·
- το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, όσο έξυπνος και να είναι κάποιος και να ξέρει να φυλάγεται, έρχεται η στιγμή που πιάνεται με τον πιο εύκολο τρόπο ή για τον πιο ασήμαντο λόγο, επειδή έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στην εξυπνάδα του και δεν παίρνει τις απαραίτητες προφυλάξεις: «μην υποτιμάς τους αντιπάλους σου, γιατί, όσο κι αν είσαι ανώτερός τους, το ξέρεις πολύ καλά πως, πολλές φορές, το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι τσίφτισσα γυναίκα, γι’ αυτό σ’ αγαπώ πολύ, μα από τη μύτη πιάνεται πάντα το έξυπνο πουλί). Συνών. η πονηρή αλεπού, απ’ τα τέσσερα πιάνεται·
- το θηλυκό πουλί φτιάχνει τη φωλιά, αυτή που φτιάχνει, που κρατάει ένα σπίτι, μια οικογένεια είναι η γυναίκα: «μπορεί να λέμε οτιδήποτε για τις γυναίκες αλλά όλοι αναγνωρίζουμε πως το θηλυκό πουλί φτιάχνει τη φωλιά»·
- το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί, θετική διαπίστωση για τις ικανότητες και την εξυπνάδα που δείχνει κάποιο άτομο από την παιδική ακόμα ηλικία: «πήρε τον έλεγχό του και σ’ όλα τα μαθήματα έχει δέκα με οξεία, γιατί το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί»· βλ. και φρ. η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, λ. μέρα·
- το πουλί! βλ. συνηθέστ. το πουλάκι! λ. πουλάκι. (Τραγούδι: κι ο φωτογράφος φώναζε πως σε λίγο το πουλί απ’ το φακό θα σας στείλει ένα φιλί
- το πουλί για να τραφεί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή, βλ. φρ. για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή·
- το πουλί που ξυπνάει πρωί, τρώει το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι·
- τρώει σαν πουλί ή τρώει σαν το πουλί, βλ. συνηθέστ. τρώει σαν πουλάκι, λ. πουλάκι·
- χτυπώ πουλιά, κυνηγώ πουλιά: «όταν ήμασταν πιτσιρίκια, βγαίναμε ομαδικά και χτυπούσαμε πουλιά»·
- χτυπώ το πουλί μου, βλ. συνηθέστ. παίζω το πουλί μου.

πώς

πώς, ερωτημ. επίρρ. [<αρχ. πῶς], πώς. 1. με ποιο τρόπο: «δεν ξέρω πώς θα μπορέσω να βγω απ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση που βρίσκομαι!». 2. γιατί, με ποια λογική: «πώς δεν κάνει; || πώς έφτασες σ’ αυτό το συμπέρασμα;». 3. ως επιφών. πώς! (ειρωνικά) δίνεται ως αρνητική απάντηση με παράλληλο ειρωνικό μορφασμό: «περάσατε καλά στην εκδρομή; -Πώς!», δηλ. όχι, δεν περάσαμε καλά. (Ακολουθούν 95 φρ.)·
- άγνωστο πώς, βλ. λ. άγνωστος·
- αμ πώς! τι νόμισες! Χαρακτηριστική έκφραση του ηθοποιού Κώστα Χατζηχρήστου στο ρόλο του χωρικού Θύμιου· βλ. και φρ. εμ πώς(!)·
- αμ πώς, αλλιώς; βλ. λ. αλλιώς·
- αυτό πάλι πώς το βλέπεις; βλ. λ. αυτός·
- δε μ’ ενδιαφέρει το πότε, αλλά το πώς, έκφραση απορίας ή ανησυχίας που δηλώνει πως δε μας απασχολεί ο χρόνος, η διάρκεια κατασκευής ενός έργου, αλλά ο τρόπος (από ποιοτική άποψη) με τον οποίο θα κατασκευαστεί. Επίσης δηλώνει πως δε μα απασχολεί πότε θα πεθάνω, αλά με τον τρόπο (από άποψη ποιότητας) με τον οποίο θα τελειώσει η ζωή μου·
- δεν έχει πώς, βλ. λ. έχω·
- δεν ξέρω (το) τι και (το) πώς, δε γνωρίζω λεπτομέρειες για το λόγο, την αιτία και τον τρόπο με τον οποίο έγινε κάτι: «έχω μάθει ότι μάλωσαν, αλλά δεν ξέρω το τι και το πώς»· 
- εμ πώς! και βέβαια, οπωσδήποτε: «θα ’ρθεις μαζί μας στην εκδρομή; -Εμ πώς!», δηλ. και βέβαια θα έρθω· βλ. και φρ. αμ πώς(!)·
- εμ πώς, αλλιώς; βλ. λ. αλλιώς·
- κάνει πώς και πώς ή κάνει πώς και τι, α. επιδιώκει με όλους τους τρόπους να αποκτήσει κάτι που λαχταράει πάρα πολύ: «κάνει πώς και πώς γι’ αυτή τη γυναίκα || κάνει πώς και τι γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο». β. περιμένει κάποιον με μεγάλη λαχτάρα: «κάνει πώς και πώς να δει το γιο του, που έρχεται απ’ το εξωτερικό, γιατί έχει τρία χρόνια να τον δει»·
- κατά πώς…, όπως, με τον τρόπο που, σύμφωνα με…: «κατά πώς πράξεις, θα πράξω || κατά πώς κινηθείς, θα κινηθώ»·
- κατά πώς βλέπω τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κατά πώς δείχνουν τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κατά πώς έρχονται τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κατά πώς έστρωσες, θα κοιμηθείς ή κατά πώς στρώσεις θα κοιμηθείς, βλ. λ. στρώνω·
- κατά πώς λέγεται, βλ. λ. λέγομαι·
- κατά πώς λέει, βλ. λ. λέω·
- κατά πώς λένε, βλ. λ. λέω·
- να δούμε πώς θα κάτσει η μπίλια, βλ. λ. μπίλια·
- προσέχω πώς και πώς (κάτι), βλ. φρ. το ’χω πώς και πώς·
- πώς αλλάζουν οι καιροί! βλ. λ. καιρός·
- πώς αλλιώς; βλ. λ. αλλιώς·
- πώς αντέχει η καρδιά σου; βλ. λ. καρδιά·
- πώς αντέχει η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
- πώς αντέχει η ψυχή σου; βλ. λ. ψυχή·
- πώς αντέχει η ψυχή σου να…; βλ. λ. ψυχή·
- πώς από δω Γιωργάκη; έκφραση απορίας ή δυσαρέσκειας για την αναπάντεχη παρουσία σε κάποιον χώρο κάποιου που δε μας είναι ευχάριστη ή επιθυμητή. Πολλές φορές, λέγεται ενώ η παλάμη με τα δάχτυλα ανοιχτά κάνει μισή περιστροφή. Η έκφραση κυκλοφόρησε ευρέως στα τέλη της δεκαετίας του 1957 μετά την προβολή του κινηματογραφικού έργου Δελησταύρου και υιός με τον Βασίλη Λογοθετίδη τό οποίο σκηνοθέτησε ο Αλέκος Σακελλάριος·
- πώς αυτό; βλ. λ. αυτός·
- πώς βαστά η καρδιά σου; βλ. λ. καρδιά·
- πώς βαστά η καρδιά να…; βλ. λ. καρδιά·
- πώς βαστά η ψυχή σου; βλ. λ. ψυχή·
- πώς βαστά η ψυχή σου να…; βλ. λ. ψυχή·
- πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς για; βλ. λ. για·
- πώς γίνεται και… ή πώς γίνεται να…, εκφράζει απορία, πώς είναι δυνατόν, πώς μπορεί: «πώς γίνεται και ζούνε μέσα σε τόση φτώχεια! || πώς γίνεται και τον προτιμούν όλες οι παρέες, ενώ είναι τόσο κωλόπαιδο! || πώς γίνεται να ζει τόσο σπάταλη ζωή, χωρίς να είναι πλούσιος!»·
- πώς δε(ν)… (ακολουθεί ρήμα), έκφραση με την οποία δηλώνουμε τη θετική στάση ή συμπεριφορά μας σε αυτό που δηλώνει το ρήμα της φράσης που μας απευθύνει ο συνομιλητής μας: «θέλεις να ’ρθεις μαζί μας στην εκδρομή; -Πώς δε θέλω», δηλ. και βέβαια θέλω ή «γιατί δε δουλεύεις; -Πώς δε δουλεύω», δηλ. και βέβαια δουλεύω ή «γιατί δεν τρως; -Πώς δεν τρώω», δηλ. και βέβαια τρώω·
- πώς είναι δυνατό(ν)! βλ. λ. δυνατός·
- πώς είναι τα πράγματα; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- πώς είπατε; ή πώς είπες; α. έκφραση με την οποία δηλώνουμε σε κάποιον πως δεν ακούσαμε αυτό που μας είπε μόλις προηγουμένως και του ζητάμε να το επαναλάβει. β. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας ζητάει κάτι παράλογο ή πέρα από τις δυνατότητές μας ή κάτι που, εν τέλει, δεν είμαστε διατεθειμένοι  να του το δώσουμε: «θα μου δώσεις μέχρι αύριο τρεις χιλιάδες ευρώ; -Πώς είπατε;»·
- πώς έχουν τα πράγματα; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- πώς ήμουν και πώς έγινα, δηλώνει τη θετική και συνήθως την αρνητική εξέλιξη στη ζωή ενός ατόμου. (Λαϊκό τραγούδι: χτες το βράδυ στην ταβέρνα ήμουν σκεπτικός καθισμένος στη γωνιά μου μελαγχολικός, γέμιζα το ποτηράκι και το έπινα και σκεπτόμουνα πώς ήμουν και πώς έγινα
- πώς και…, λέγεται με ειρωνική διάθεση για αρνητικό σχολιασμό ατόμου: «πώς και δεν ήρθε ακόμη;», ενώ δηλ. είναι άτομο που έρχεται πάντα από τους πρώτους ή πρώτος ή «πώς κι έφυγε τόσο νωρίς;», ενώ δηλ. είναι άτομο που φεύγει πάντα από τους τελευταίους ή τελευταίο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μπα· βλ. και φρ. πώς (κι) έτσι και…(;)·
- πώς και γιατί, βλ. λ. γιατί·
- πώς κάνεις έτσι! λέγεται σε άτομο που αντιδρά με υπερβολικό τρόπο, συνήθως χωρίς σπουδαίο λόγο: «πώς κάνεις έτσι για μια τόση δα γρατζουνιά!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ παιδάκι μου ή το μωρέ παιδί μου ή με το ρε παιδάκι ή το ρε παιδί μου·
- πώς (κι) έτσι και…; για ποιο λόγο; γιατί(;): «πώς κι έτσι και δεν ήρθε ακόμη; || πώς έτσι κι έφυγε τόσο νωρίς;»· βλ. και φρ. πώς (κι) ήταν αυτό και(…)·
- πώς (κι) ήταν αυτό και...; έκφραση έκπληξης ή απορίας για την ανέλπιστη παρουσία ή χειρονομία κάποιου: «πώς κι ήταν αυτό και πέρασες να δεις τους γονείς σου; || πώς ήταν αυτό και θυμήθηκες να μου επιστρέψεις τα δανεικά που σου ’δωσα;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μπα·
- πώς κρατιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς κρατώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς μετράει; τι είδους άνθρωπος είναι; ποιο είναι το ποιόν του(;): «φαίνεται συμπαθητικός άνθρωπος, αλλά ξέρει κανείς πώς μετράει;». Συνών. τι βιολί βαράει; / τι καπνό φουμάρει; / τι ρόλο παίζει; / τι ώρες κάνει(;)·
- πώς μπόρεσες και…; ή πώς μπόρεσες να…; έκφραση θαυμασμού ή αποδοκιμασίας για κάτι που είπε ή έκανε κάποιος: «πώς μπόρεσες κι αντιμίλησες κοτζάμ διευθυντή; || πώς μπόρεσες να διώξεις τόσο καλή γυναίκα από κοντά σου;». Στην πρώτη περίπτωση, μετά το ρ. της φρ. ακούγονται διάφορα θαυμαστικά όπως ρε θηρίο ή ρε μεγάλε ή ρε μπαγάσα, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ακούγονται τα αποδοκιμαστικά όπως ρε βλάκα ή ρε ηλίθιε ή ρε μαλάκα ή ρε χαμένε και διάφορα άλλα·
- πώς να το κάνουμε, από οποιαδήποτε μεριά και να το εξετάσεις, ακόμη και αν εξαντλήσεις όλες τις πιθανότητες ή ακόμη και αν λάβεις υπόψη σου τις αντίθετες γνώμες, εξακολουθεί να υπάρχει το αρχικό δεδομένο: «μπορεί να μη τον συμπαθώ αλλά, πώς να το κάνουμε, είναι καλός άνθρωπος || δε γίνεται ν’ αθετήσω το συμβόλαιο που υπέγραψα, πώς να το κάνουμε!». (Λαϊκό τραγούδι: αρέσω, παιδί μου, αρέσω πώς να το κάνουμε, αρέσω, παιδί μου, αρέσω, δε θα πεθάνουμε)· βλ. και φρ. όπως και να το κάνει κανείς, λ. όπως·
- πώς ναι! έκφραση αμφισβήτησης ή απορίας στο βεβαιωτικό ναι που μας λέει κάποιος για κάτι: «έδωσες τα δανεικά που χρωστούσες στον τάδε; -Ναι. -Πώς ναι, αφού ο ίδιος μου είπε πως δεν του τα ’δωσες ακόμη!»·
- πώς νιώθεις τον εαυτό σου; βλ. λ. εαυτός·
- πώς όχι! έκφρασης αμφισβήτησης ή απορίας στο αρνητικό όχι που μας λέει κάποιος για κάτι: «ήταν ο τάδε στη συγκέντρωση; -Όχι. -Πώς όχι, αφού τον είδα με τα μάτια μου!»·
πώς πάει; ή πώς πας; ή πώς τα πας; ερώτηση ενδιαφέροντος για την πορεία των πραγμάτων στη ζωή κάποιου ανθρώπου·
- πώς πάει η δουλειά; ή πώς πάν’ οι δουλειές; βλ. λ. δουλειά·
- πώς πάν’ κόρακα τα παιδιά σου; -Όσο πάνε και μαυρίζουν, βλ. λ. παιδί·
- πώς πάν’ τα κέφια; βλ. λ. κέφι·
- πώς πάν’ τα πράγματα; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- πώς πήγε; (κάτι), βλ. λ. πάω·
- πώς πήγες; ή πώς τα πήγες; (με κάποιον ή με κάτι), βλ. λ. πάω·
- πώς σε λένε; βλ. λ. λέω·
- πώς σε φωνάζουν; βλ. λ. φωνάζω·
- πώς σου φαίνεται; βλ. λ. φαίνομαι·
- πώς στ’ ανάθεμα! βλ. λ. ανάθεμα·
- πώς στα κομμάτια! βλ. λ. κομμάτι·
- πώς στην ευχή! βλ. λ. ευχή·
- πώς στην οργή! βλ. λ. οργή·
- πώς στο δαίμονα! βλ. λ. δαίμονας·
- πώς στο διάβολο! βλ. λ. διάβολος·
- πώς στο καλό! βλ. λ. καλός·
- πώς στον κόρακα! βλ. λ. κόρακας·
- πώς (τα) βλέπεις τα πράγματα; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- πώς τη βγάζεις; βλ. λ. βγάζω·
- πώς τη βλέπεις τη δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- πώς την άκουσες; ή πώς την έχεις ακούσει; Βλ. λ. ακούω·
- πώς την είδες; ή πώς την έχεις δει; βλ. λ. είδα·
- πώς την είδες τη δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- πώς την ψάχνεις τη δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- πώς το αντέχει η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
- πώς το αντέχει η ψυχή σου να…; βλ. λ. ψυχή·
- πώς το βαστά η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
- πώς το βαστά η ψυχή σου να…; βλ. λ. ψυχή·
- πώς το λες αυτό! βλ. λ. λέω·
- πώς το μπορεί η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
- πώς το μπορεί η ψυχή σου να…; βλ. λ. ψυχή·
- πώς το ’παθες και..., βλ. φρ. πώς ήταν αυτό και(...)·
- πώς το τρίβουν το πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- το περιμένω πώς και πώς ή το περιμένω πώς και τι, περιμένω με λαχτάρα να μου φέρουν κάτι ή να συμβεί κάτι: «παρήγγειλα ένα ανταλλακτικό για το αυτοκίνητό μου και το περιμένω πώς και πώς || λένε πως ο ανταγωνιστής μου θα χρεοκοπήσει και το περιμένω πώς και πώς»·
- (το) πώς και το (πού), με ποιο τρόπο και σε ποιο μέρος: «πες μου πώς και πού έγινε το κακό; || το πώς και το πού θα σας τα πει καλύτερα ο τάδε, που ήταν αυτόπτης μάρτυρας». (Λαϊκό τραγούδι: και το ποιο όμορφο κορίτσι στη δική μου γειτονιά από μένα παίρνει ρότα πώς και πού να περπατά
- το ’χω πώς και πώς ή το ’χω πώς και τι, το προσέχω πάρα πολύ να μην το χάσω, γιατί μου είναι ή το θεωρώ πολύτιμο, ανεκτίμητο: «αυτό το ρολόι ήταν δώρο του συχωρεμένου του πατέρα μου, γι’ αυτό το ’χω πώς και πώς || αυτός ο πίνακας είναι πολύ σπουδαίο κομμάτι και το ’χω πώς και τι»·
- τον (την) έχω πώς και πώς ή τον (την) έχω πώς και τι, τον (την) προσέχω πάρα πολύ, τον (την) φροντίζω πάρα πολύ, ιδίως από μεγάλη αγάπη: «η γυναίκα του είναι πολύ καλή και, παρόλες τις αταξίες του, τον έχει πώς και πώς || είναι τρελά ερωτευμένος με τη γυναίκα του και την έχει πώς και τι»·
- τον περιμένω πώς και πώς ή τον περιμένω πώς και τι, τον περιμένω με λαχτάρα να έρθει να με συναντήσει: «έχω ραντεβού με τον τάδε, για να μου φέρει κάτι λεφτά, και τον περιμένω πώς και πώς»·
- φυλάω πώς και πώς (κάτι), βλ. συνηθέστ. το ’χω πώς και πώς·
- ψάχνω το πώς και το γιατί, ψάχνω να ανακαλύψω τον τρόπο και το λόγο για τον οποίο συνέβη ένα γεγονός: «είμαι τόσο περίεργος μ’ αυτή την υπόθεση, που ψάχνω το πώς και το γιατί κατέληξε σε φιάσκο!». 
 

τώρα

τώρα, επίρρ. [<μσν. τώρα <αρχ. τῇ ὥρᾳ], τώρα. 1. αυτή τη στιγμή, αυτή την ώρα: «θέλω να μου δώσεις τα λεφτά τώρα». Πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο. 2. ως άκλ. ουσ. το, τα τώρα, η τωρινή στιγμή, αυτά που συμβαίνουν, που διαδραματίζονται στην παρούσα στιγμή: «αυτός ο άνθρωπος ενδιαφέρεται μόνο για το τώρα».  (Τραγούδι: σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ για το τώρα το πριν το μετά και το πάντα, σ’ αγαπώ η καρδιά μου τρελάθηκε, βαράει σαν ξεκούρντιστη μπάντα). 3. τώρα! λέγεται ως προτροπή για την άμεση έναρξη μιας ενέργειας, με το ωμέγα ιδιαίτερα τονισμένο και με μια κοφτή κίνηση του χεριού από πάνω προς τα κάτω ή να τινάζεται με δύναμη προς τα πλάγια και πάνω: «μόλις σας δώσω το σύνθημα, θ’ αρχίσετε να τρέχετε… Τώρα!». 4. σε ερωτηματ. τύπο τώρα; έκφραση ανησυχίας ή απορίας για το τι μέλλει γενέσθαι από τη στιγμή που κάτι έχει συντελεστεί: «πώς θα βγούμε απ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση τώρα; || δυστυχώς, δεν πρόλαβες τ’ αεροπλάνο. -Τώρα;». 5α. ως επιφών. τώωωρα! λέγεται για κάτι που έγινε ήδη πριν από πολλή ώρα: «έφυγε ο τάδε; -Τώωωρα!». β. λέγεται για να επιβεβαιώσουμε κάποιον που μας ρωτάει αν κατορθώσαμε να φέρουμε σε πέρας κάτι που επιδιώκαμε, και μάλιστα δηλώνει πως το πραγματοποιήσαμε προ πολλού, αφήνοντας να εννοηθεί και κάποια ευχέρεια, κάποια ευκολία: «τι έγινε, ρε μάγκα, με την τάδε, την πήδηξες; -Τώωωρα! || τι έγινε με κείνη τη δουλειά, την τέλειωσες; -Τώωωρα!». Συνήθως παρατηρείται χαμόγελο επιτυχίας που πολλές φορές συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να κάνει αόριστους κύκλους στο ύψος του στήθους. (Ακολουθούν 100 φρ.)·
- άλλο φαΐ τώρα, βλ. λ. φαΐ·
- ανέκδοτα θα λέμε τώρα! βλ. λ. ανέκδοτο·
- άντε τώρα! βλ. λ. άντε·
- άντε τώρα ντε! βλ. λ. ντε·
- άντρα θέλω τώρα τον θέλω ή άντρα θέλω, τώρα τονε θέλω, βλ. λ. άντρας·
- από τώρα! από τόσο νωρίς(!): «πάμε να φύγουμε. -Από τώρα!»·
- από τώρα, από τη στιγμή αυτή: «η παύση εργασίας αρχίζει από τώρα»·
- από τώρα και στο εξής, βλ. λ. εξής·
- βάλ’ τε τώρα που γυρίζει, βλ. λ. βάζω·
- για τώρα, προς το παρόν, για την ώρα: «πάρε για τώρα αυτά τα λεφτά και για τα υπόλοιπα βλέπουμε || για τώρα είμαστε μια χαρά»·
- δεν ανακαλύψαμε τώρα τη Γη του Πυρός, βλ. λ. γη·
- δεν ανακαλύψαμε τώρα την Αμερική, βλ. λ. Αμερική·
- δεν ανακαλύψαμε τώρα την πυρίτιδα, βλ. λ. πυρίτιδα·
- δεν ανακαλύψαμε τώρα τον τροχό, βλ. λ. τροχός·
- δουλειά το λέμε τώρα! ή δουλειά το λένε τώρα! βλ. λ. δουλειά·
- εδώ και τώρα, βλ. λ. εδώ·
- είμαστε τώρα για τέτοια; βλ. λ. τέτοιος·
- είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; βλ. λ. δουλειά·
- είναι καιρός τώρα να…, βλ. λ. καιρός·
- είναι καιρός τώρα που…, βλ. λ. καιρός·
- είναι μέρες τώρα να…, βλ. λ. μέρα·
- είναι μέρες τώρα που…, βλ. λ. μέρα·
- έλα τώρα! βλ. λ. έλα·
- έλα τώρα ντε! βλ. λ. ντε·
- ή τώρα ή ποτέ, κατηγορηματική έκφραση που απαιτεί άμεση ενέργεια: «πρέπει να μου πεις αν θέλεις να παντρευτούμε. Ή τώρα ή ποτέ»·
- θα σου ’λεγα τώρα, βλ. λ. λέω·
- ίσαμε (τα) τώρα, βλ. φρ. ως τώρα·
- κάτι μας είπες τώρα! βλ. λ. κάτι·
- καφέ το λέμε τώρα! ή καφέ το λένε τώρα! βλ. λ. καφές·
- μέχρι τώρα, βλ. φρ. ως τώρα·
- μη γαμιέσαι τώρα! βλ. λ. γαμιέμαι·
- όπως τα ’κανες, τώρα φά’ τα, βλ. λ. τρώγω·
- πάει καιρός τώρα που…, βλ. λ. καιρός·
- πάνε τώρα..., πέρασαν μέχρι τη στιγμή αυτή που μιλάμε…: «πάνε τώρα τρία χρόνια που έφυγε για τα ξένα»·
- πότε ο Γιάννης βρακί και τώρα βρακοζώνα; βλ. λ. Γιάννης·
- σπιτάκια θα παίζουμε τώρα; βλ. λ. σπιτάκι·
- τ’ από τώρα, πριν από λίγο, πριν από λίγες στιγμές: «δεν μπορεί να ’χει φύγει, γιατί τον είδα τ’ από τώρα»·
- τι είπε τώρα! βλ. λ. είπα·
- τι μας τσαμπουνάς τώρα! βλ. λ. τσαμπουνώ·
- τι μου κάνεις! βλ. λ. κάνω·
- τι μου λες τώρα; βλ. λ. λέω·
- τι να λέμε τώρα! βλ. λ. λέω·
- τι να σου πω τώρα! βλ. λ. είπα·
- τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; βλ. λ. κεφάλι·
- τι πράγμα μου λες τώρα; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τι σ’ έπιασε τώρα; βλ. λ. πιάνω·
- τι να σου πω τώρα! βλ. λ. είπα·
- τι σου κάνω τώρα, μάνα μου! βλ. λ. κάνω·
- τι του κάνεις τώρα! ή τι του λες τώρα! α. έκφραση συμπάθειας σε οικείο ή φιλικό πρόσωπο που διστάζουμε ή δεν ξέρουμε πως να ικανοποιήσουμε μια απαίτηση ή επιθυμία του. β. έκφραση απορίας ή δυσαρέσκειας για το πώς πρέπει να ενεργήσουμε σε βάρος κάποιου ή για το τι πρέπει να του πούμε για κάτι άπρεπο που κάνει ή για κάτι παράδοξο που λέει·
- τι ψάχνεις τώρα να βρεις! ή τι την ψάχνεις τώρα! βλ. λ. ψάχνω·
- τόσα χρόνια τώρα, βλ. λ. χρόνος·
- τόσες μέρες τώρα, βλ. λ. μέρα·
- τόση ώρα τώρα ή τόσες ώρες τώρα, βλ. λ. ώρα·
- τόσον καιρό τώρα, βλ. λ. καιρός·
- τόσους μήνες τώρα, βλ. λ. μήνας·
- τώρα αρχίζουν τα δύσκολα, βλ. λ. δύσκολος·
- τώρα βλέπει τα καρότα ανάποδα, βλ. λ. καρότο·
- τώρα βλέπει τα ραδίκια ανάποδα, βλ. λ. ραδίκι·
- τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραδίκια, βλ. λ. ραδίκι·
- τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραπανάκια, βλ. λ. ραπανάκι·
- τώρα δα, ακριβώς τώρα, μόλις τώρα: «τώρα δα ήταν εδώ»·
- τώρα έσφιξαν τα γάλατα, βλ. λ. γάλα·
- τώρα θα…(ακολουθεί ρήμα), ύστερα θα… (ακολουθεί το ίδιο ρήμα), μάταια περιμένουμε να συμβεί, να πραγματοποιηθεί από κάποιον ή από κάτι αυτό που δηλώνει το ρήμα: «είχε υποσχεθεί στην τελευταία μας συνάντηση πως θα μου επέστρεφε τα λεφτά που του είχα δανείσει, όμως τώρα θα μου τα επιστρέψει, ύστερα θα μου τα επιστρέψει, και λεφτά δεν έβλεπα || είχαν αναγγείλει  πως τ’ αεροπλάνο θα ’ρχόταν στις δέκα, αλλά τώρα θα ’ρθει τ’ αεροπλάνο, ύστερα θα ’ρθει τ’ αεροπλάνο, και μέχρι τις δώδεκα τ’ αεροπλάνο δεν είχε φανεί»· βλ. και φρ. σήμερα θα…, αύριο θα…, βλ. λ. σήμερα·  
- τώρα θα τα πούμε όλα, βλ. λ. είπα·
- τώρα και..., πριν από...: «τώρα και τρεις μέρες τον είδα κάτω στην αγορά με τη γυναίκα του»·
- τώρα καλημέρα! βλ. λ. καλημέρα·
- τώρα καλημερούδια! βλ. λ. καλημερούδια·
- τώρα καληνύχτα! βλ. λ. καληνύχτα·
- τώρα κάτσε! βλ. λ. κάθομαι·
- τώρα κάτσε! (ενν. στον πούτσο, στον ψώλο, στην πούτσα, στην ψωλή, στο πέος, στο καυλί), βλ. λ. κάθομαι·
- τώρα κοντά, βλ. λ. κοντά·
- τώρα μάλιστα! α. έκφραση με την οποία δείχνουμε την απογοήτευση ή τη δυσαρέσκειά μας για κάτι που συμβαίνει: «σε ζητάει ο τάδε. -Τώρα μάλιστα, αυτός μας έλειπε!». β. έκφραση με την οποία δείχνουμε την ικανοποίησή μας για κάτι που επιτέλους έγινε σωστά: «τώρα μάλιστα, αυτή είναι δουλειά κι όχι σαν την προηγούμενη που μ’ έφερες!». γ. έκφραση ατόμου που βρίσκεται σε αδιέξοδο: «δε θα μπορέσω να σου δανείσω τα λεφτά που μου ζητάς. -Τώρα μάλιστα!»·
- τώρα μάλιστα, καζάντισες! βλ. λ. καζαντίζω·
- τώρα μου (σου, του, κ.λ.π.) ’ρθε, βλ. λ. ήρθα·
- τώρα πάρε μας μια πίπα! βλ. λ. πίπα·
- τώρα πιάσ’ τα μας (ένν. τ’ αρχίδια μας), βλ. λ. πιάνω·
- τώρα πιάσε μας τ’ αρχίδια ή τώρα πιάσε μου τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- τώρα ποιος τον πιάνει! ή ποιος τον πιάνει τώρα! βλ. λ. πιάνω·
- τώρα που βρήκαμε παπά, να θάψουμε πέντ’ έξι, βλ. λ. παπάς·
- τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάθηκαν τα κουτάλια ή τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάσαμε τα κουτάλια, βλ. λ. γιαούρτι·
- τώρα που μπήκαμε στο χορό, θα χορέψουμε, βλ. λ. χορός·
- τώρα σ’ έπιασε η φαγούρα! βλ. λ. φαγούρα·
- τώρα σγούψε, έτσι άσχημα όπως τα κατάφερες, πρέπει να υποστείς τις συνέπειες: «αφού ήξερες πως δεν ήταν στα μέτρα σου η δουλειά και την ανέλαβες, τώρα σγούψε». Υπονοεί τώρα σκύψε να φας τις μπάτσες σου ή τώρα σκύψε να υποστείς τη σεξουαλική πράξη·
- τώρα σκάσε, όπως ενήργησες κι απέτυχε η δουλειά, δε σου επιτρέπεται να πεις κανένα λόγο, καμιά δικαιολογία και ετοιμάσου να υποστείς τις τυχόν συνέπειες·
- τώρα στα γεράματα, μάθε γέρο γράμματα, βλ. λ. γεράματα·
- τώρα στήσ’ τον (ενν. τον κώλο σου), βλ. φρ. τώρα κάτσε. Υπονοεί πάρε την κατάλληλη θέση για να υποστείς τη σεξουαλική πράξη·
- τώρα σφύρα! βλ. λ. σφυρίζω·
- τώρα σώθηκα! ή τώρα σωθήκαμε! βλ. λ. σώνομαι·
- τώρα τέτοια θα λέμε! βλ. λ. τέτοιος·
- τώρα τις Αποκριές, έχουν τα μουνιά χαρές, βλ. λ. Αποκριά·
- τώρα τον έπιασε η προκοπή του! ή τώρα τον έπιασαν οι προκοπές του! βλ. λ. προκοπή·
- τώρα τον έπιασε ο πόνος! βλ. λ. πόνος·
- τώρα τον πήρε ο πόνος! βλ. λ. πόνος·
- τώρα τράβα τα βυζιά σου! ή τώρα τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! βλ. λ. βυζί·
- τώρα τραγούδα! βλ. λ. τραγουδώ·
- τώρα τώρα ακριβώς αυτή τη στιγμή: «πώς δεν είναι εδώ, αφού τώρα τώρα τον είδα»·
- τώρα φά’ τα! (ενν. τα σκατά), βλ. λ. τρώω·
- τώρα φά’ τον! (φά’ την, φά’ το, ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. τρώω·
- τώρα χαίρετε! βλ. λ. χαίρομαι·
- τώρα χαιρετίσματα! βλ. λ. χαιρετίσματα·
- ως (τα) τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή: «ως τώρα δεν έγινε καμιά φασαρία || δεν παρουσιάστηκε κανένα πρόβλημα ως τα τώρα».
  

ψέμα

ψέμα, το, ουσ. [<μσν. ψέμα <μτγν. ψεῦμα <αρχ. ψεῦσμα], το ψέμα. 1. καθετί που μας απογοητεύει: «δυστυχώς η ζωή είναι ένα ψέμα». 2. ως επιφών. ψέμα! και συνήθως στον πλ. ψέματα! δηλώνει έκπληξη, θαυμασμό ή αμφισβήτηση για κάτι που μας λένε: «ο γιος του τάδε πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο. -Ψέματα! || ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Ψέματα! Αυτός δεν είχε να φάει!». Υποκορ. ψεματάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. ψεματάρα, η. (Ακολουθούν 32 φρ.)·
- αθώο ψέμα, που είναι ακίνδυνο, ασήμαντο ή ανυστερόβουλο: «είπα ένα αθώο ψέμα, για να εκτονωθεί η κατάσταση»·
- από ψέμα άλλο τίποτα, λέγεται για άτομο που λέει συνέχεια ψέματα: «μην πιστεύεις τίποτα απ’ ό,τι σου λέει, γιατί από ψέμα άλλο τίποτα αυτός ο άνθρωπος»·
- είναι βουτηγμένος στο ψέμα, είναι πολύ μεγάλος ψεύτης: «δεν τον πιστεύει κανείς, γιατί είναι βουτηγμένος στο ψέμα». (Λαϊκό τραγούδι: και λόγια μαγεμένα, στο ψέμα βουτηγμένα μου ’λεγε. Με την πλανεύτρα την καρδιά της, τα κατεργάρικα φιλιά της, σαν το φαρμάκι νες στο στόμα μου ’ριχνε
- κακά τα ψέματα! α. έκφραση με την οποία δίνουμε έμφαση σε κάτι που θεωρούμε αναμφισβήτητο: «όλοι μια μέρα θα πεθάνουμε, κακά τα ψέματα! || κακά τα ψέματα, όλο το χρήμα της Ελλάδας είναι σήμερα συγκεντρωμένο στην Αθήνα!». β. έκφραση με την οποία δίνουμε έμφαση στην προσπάθειά μας να επανορθώσουμε κάποια ανακρίβεια που είπαμε ή κάποια πλάνη στην οποία υποπέσαμε: «κακά τα ψέματα, μπορεί να τον θεωρούσαμε όλοι μας ένοχο, αλλά αποδείχτηκε αθώος ο άνθρωπος!»·
- κάνει ψέματα, ενεργεί, συμπεριφέρεται ψεύτικα, προσποιείται: «κάθε τόσο κάνει ψέματα πως είναι άρρωστος για να μην πηγαίνει στη δουλειά του»·
- κολυμπάει στο ψέμα, βλ. φρ. είναι βουτηγμένος στο ψέμα·
- λέει ψέματα, ψεύδεται: «όχι, λέει ψέματα, γιατί τα πράγματα δεν έγιναν έτσι»·
- λέει ψέματα με το τσουβάλι, λέει πολλά ψέματα, είναι μεγάλος ψεύτης: «ό,τι και να σου πει ο τάδε, μην πιστεύεις τίποτα, γιατί λέει ψέματα με το τσουβάλι»·
- λέω την αλήθεια ότι λέω ψέματα, ψεύδομαι ή λέω την αλήθεια; (σόφισμα), η απάντηση είναι: ψεύδομαι, γιατί η φράση λέω την αλήθεια ότι λέω ψέματα ισοδυναμεί με το παραδέχομαι ότι λέω ψέματα·
- μας γέμισε με ψέματα ή με γέμισε με ψέματα, μου είπε πάρα πολλά ψέματα: «ήρθε δήθεν να με πληροφορήσει για την υπόθεση που μ’ ενδιέφερε, και με γέμισε με ψέματα». (Λαϊκό τραγούδι: με βάζεις μέσ’ στα αίματα και με γεμίζεις ψέματα). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με τα ψέματα, α. με ασήμαντα μέσα, ιδίως οικονομικά: «με τα ψέματα μπόρεσε κι έστησε ολόκληρη επιχείρηση || δεν μπορείς να κάνεις με τα ψέματα επιχείρηση». β. χωρίς να το καταλάβω, χωρίς να το καταλάβουμε: «πιάσαμε την κουβέντα, και με τα ψέματα πέρασε η ώρα». γ. χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία, προσπάθεια ή γνώση: «πρέπει να κουραστείς πολύ για να προκόψεις στη ζωή σου, γιατί με τα ψέματα δεν μπορείς να καταφέρεις τίποτα»·
- μου φαίνεται σαν ψέμα ή μου φαίνεται σαν ψέματα ή σαν ψέμα μου φαίνεται ή σαν ψέματα μου φαίνεται, λέγεται για κάτι ανέλπιστο που μας συνέβη και που μας προκαλεί μεγάλη θλίψη, συγκίνηση  ή εντύπωση: «μου φαίνεται σαν ψέμα που μετά από τόσα χρόνια στην ξενιτιά ξαναβρίσκομαι στ’ αγαπημένο μου χωριουδάκι || μου φαίνεται σαν ψέματα που ένας τόσο τίμιος άνθρωπος καταχράστηκε τα λεφτά της επιχείρησης στην οποία ήταν ταμίας || σαν ψέμα μου φαίνεται που σε συναντώ πάλι μετά από τόσα χρόνια». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα μπορέσεις ποτέ να λησμονήσεις τις όμορφες στιγμές μαζί που ζήσαμε, όπου κι αν πας, σε μένα θα γυρίσεις, μου φαίνεται σαν ψέμα που χωρίσαμε
- ξέρω ψέματα, μπορώ και λέω ψέματα, είμαι ψεύτης: «τον έχουν μάθει πως ξέρει ψέματα, και δεν τον πιστεύει κανένας». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να ξέρεις ψέματα να ’σαι και κατεργάρης και το κακό κεφάλι σου μέσ’ στον ντορβά να βάζεις
- όλα αλήθεια, όλα ψέματα, βλ. λ. αλήθεια·
- ό,τι και να πω είναι ψέμα, έκφραση με την οποία δεν είμαστε σε θέση να εκφέρουμε με σιγουριά, με βεβαιότητα τη γνώμη μας για κάποιον ή για κάτι: «πώς πάει ο τάδε με την υγεία του; -Ό,τι και να πω θα είναι ψέμα || πού έκλεισε σήμερα ο γενικός δείκτης του χρηματιστηρίου; -Ό,τι και να σου πω θα είναι ψέμα». (Λαϊκό τραγούδι: πάλι στο νου μου σ’ έφερα κι ό,τι κι αν σου πω είναι ψέμα. Χώρια από σένα, βάσανο, στάζει η καρδιά μου αίμα
- πες το ψέμα! ή πες το ψέματα! έκφραση με την οποία θεωρούμε πολύ πιθανή ή σίγουρη μια υπόθεση, μια πρόβλεψη, που κάνει ο συνομιλητής μας: «αν ήμουν κι εγώ πλούσιος, θα μπορούσα να ’χα τις ωραιότερες γκόμενες. -Πες το ψέμα! || να δεις πως σ’ αυτή τη λοβιτούρα θα είναι μπλεγμένα και υψηλά ιστάμενα πρόσωπα. -Πες το ψέματα!»·
- πιάστηκε το ψέμα του, αποδείχτηκε η ψευτιά του: «μας τα ’λεγε όλα όμορφα κι ωραία, αλλά στο τέλος πιάστηκε το ψέμα του»·
- πρωταπριλιάτικο ψέμα, α. έθιμο, σύμφωνα με το οποίο κάθε χρόνο την πρώτη Απριλίου λέγονται διάφορα αθώα ψέματα για να ξεγελάσει ο ένας τον άλλον και να γελάσει με το πάθημά του: «η είδηση που είχε αναγραφεί σε ημερήσια εφημερίδα της πόλης μας πως ο Λευκός Πύργος είχε πάρει επικίνδυνη κλίση, ήταν ένα πρωταπριλιάτικο ψέμα που ξεγέλασε πολλούς». β. είδηση, πληροφορία που μας φαίνεται απίστευτη: «μου φάνηκε σαν πρωταπριλιάτικο ψέμα, μόλις μου ανήγγειλε πως ήμουν ο μοναδικός τυχερός του τζόκερ»·
- σαν ψέμα μου φαίνεται ή σαν ψέματα μου φαίνεται, βλ. φρ. μου φαίνεται σαν ψέμα·
- στ’ αλήθεια ή στα ψέματα; (για παιχνίδια), ερωτηματική έκφραση στον αντίπαλο παίχτη αν το παιχνίδι που πρόκειται να παίξουμε, ιδίως χαρτιά ή τάβλι, θα έχει και κάποιο χρηματικό στοίχημα για το νικητή ή θα είναι μόνο για ψυχαγωγία·
- στα ψέματα, α. (για παιχνίδια) απάντηση στην ερώτηση στ’ αλήθεια ή στα ψέματα; που δηλώνει την πρόθεση του αντίπαλου παίχτη σε κάποιο παιχνίδι, ιδίως χαρτιά ή τάβλι, πως το παιχνίδι δε θα έχει και κάποιο χρηματικό στοίχημα για το νικητή και θα είναι αποκλειστικά και μόνο για ψυχαγωγία. β. όχι πραγματικά, όχι σοβαρά, αλλά προσποιητά: «όπως έτρεχε έπεσε στα ψέματα, για να δει αν θα τον βοηθούσε κανείς». Αντίθ. στ’ αλήθεια·
- στο γιατρό σου και στο δικηγόρο σου να μη λες ποτέ σου ψέματα, αν πεις ψέματα στο γιατρό σου, δε θα μπορέσει να σε γιατρέψει εύκολα, και αν πεις ψέματα στο δικηγόρο σου, δε θα μπορέσει να σε υπερασπιστεί με επιτυχία·
- σώθηκαν τα ψέματα, βλ. φρ. τέλειωσαν τα ψέματα·
- τέλειωσαν τα ψέματα, η κατάσταση είναι πια σοβαρή, έφτασε σε κρίσιμο σημείο, οπότε πρέπει να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια για υπεκφυγές ή αναβολές: «ο καιρός πέρασε κι εμείς δεν προχωρήσαμε καθόλου τη δουλειά, γι’ αυτό από δω και πέρα τέλειωσαν τα ψέματα». (Λαϊκό τραγούδι: απίστευτο μου φαίνεται κι όμως είναι αλήθεια· τελειώσανε τα ψέματα,πάνε τα παραμύθια
- τερατώδες ψέμα, βλ. φρ. χοντρό ψέμα·
- τέρμα τα ψέματα, βλ. φρ. τέλειωσαν τα ψέματα·
- την αλήθεια πάντα κράτει και το ψέμα ας έχει αλάτι, βλ. λ. αλήθεια·
- το ψέμα δε ζει για να γεράσει, βλ. φρ. το ψέμα έχει κοντά ποδάρια·
- το ψέμα έχει κοντά ποδάρια, το ψέμα γρήγορα αποκαλύπτεται: «όπου να ’ναι θ’ αποκαλυφθεί η ψευτιά σου, γιατί το ψέμα έχει κοντά ποδάρια». Συνών. τα ψεύτικα λόγια δεν πάνε μακριά / το ψέμα δε ζει για να γεράσει / το ψέμα δε ζει για να παλιώσει·
- το ψέμα δε ζει για να παλιώσει, βλ. φρ. το ψέμα έχει κοντά ποδάρια·
- χοντρό (χοντροειδές) ψέμα, που είναι καταφανέστατο, που δεν πείθει, που υποτιμά τη νοημοσύνη μας αυτός που μας το λέει: «τέτοιο χοντρό ψέμα δεν άκουσα σ’ όλη μου τη ζωή!»·
- χοντροκομμένο ψέμα, βλ. φρ. χοντρό ψέμα·   
- ψέμα με ουρά ή ψέματα με ουρά, ατέλειωτα ψέματα: «σ’ αυτήν την υπόθεση ειπώθηκε ψέμα με ουρά».