Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πόρνος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πόρνος, ο, ουσ. [<αρχ. πόρνος <πόρνη], άντρας ακόλαστος, ο πουτανιάρης: «έμπλεξε η κόρη του μ’ έναν πόρνο και τραβάει ο δόλιος τα μαλλιά του».