Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πόρνη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πόρνη, η, ουσ. [<αρχ. πόρνη]. 1. η πόρνη, η πουτάνα: «το επάγγελμα της πόρνης είναι απ’ τ’ αρχαιότερα επαγγέλματα». 2. γυναίκα ανήθικη, κακότροπη: «σ’ όποια παρέα κι αν μπήκε αυτή η πόρνη, την έκανε μαλλιά κουβάρια». 3. εκστομίζεται και ως βρισιά και στην περίπτωση αυτή, πολλές φορές, της λ. προτάσσεται το παλιο- ως α΄ συνθετικό·
- έγινε της πόρνης, βλ. συνηθέστ. έγινε της πουτάνας, λ. πουτάνα·
- θα γίνει της πόρνης, βλ. συνηθέστ. θα γίνει της πουτάνας, λ. πουτάνα.