Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πόνος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πόνος, ο, ουσ. [<αρχ. πόνος], ο πόνος. 1. (ειρωνικά) ιδιαίτερο ενδιαφέρον: «μέχρι προχτές τριγυρνούσε με τη μια και με την άλλη, κι αφού τον ξεζούμισαν, τον έπιασε ξαφνικά ο πόνος για το σπίτι του». 2. η συμπόνια, ο οίκτος, η συμπαράσταση προς κάποιον: «μόλις τον είδα με κουρελιασμένα ρούχα, ένιωσα τέτοιο πόνο για το κατάντημά του, που ξέχασα ό,τι μου είχε κάνει και τον βοήθησα». 3. μεγάλη δυστυχία, μεγάλη θλίψη: «έχει μεγάλο πόνο, που δεν πέρασε ο γιος του στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: για ’με δε βρίσκεται γιατρός, φάρμακο και βοτάνι. Μ’ αρνήθηκες κι ο πόνος μου δεν πρόκειται να γειάνει). 4.στον πλ. οι πόνοι, οι ωδίνες του τοκετού: «όπου να ’ναι γεννάει, γιατί την έπιασαν οι πόνοι». Υποκορ. πονάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 26 φρ.)·
- αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο, λέγεται στην περίπτωση που η βοήθεια που μας προσφέρει κάποιος, δεν καλύπτει την πραγματική μας ανάγκη: «εδώ δεν είχε να φάει η οικογένειά μου, κι αυτός, για να με κάνει να νιώσω ευχάριστα, προθυμοποιήθηκε να με πάρει μαζί του στο ταξίδι του για να ξεσκάσω, αλλά, αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο». Συνών. αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις·   
- γλυκός πόνος, που δεν είναι βασανιστικός: «ένιωσε ένα γλυκό πόνο στο στομάχι του, γι’ αυτό και δεν αποφάσισε να πάρει ακόμη το χαπάκι του»·
- δε θα το πάρω κι επί πόνου, δε θα στενοχωρηθώ, δε θα το δώσω σημασία: «αν δεν έρθει στο ραντεβού, δε θα το πάρω κι επί πόνου»·
- δώδεκα Απόστολοι καθένας με τον πόνο του ή δώδεκα μαθητές καθένας με τον πόνο του, βλ. φρ. καθένας με τον πόνο του·
- καθένας με τον πόνο του, καθένας σκέφτεται, μιλάει, ασχολείται με αυτά που τον βασανίζουν, που τον ταλαιπωρούν: «είχε πενήντα άτομα στη δουλειά του κι ο καθένας με τον πόνο του». (Λαϊκό τραγούδι: καθένας με τον πόνο του κι εγώ με το δικό μου, είναι μεγάλος ο καημός και το παράπονό μου). Συνών. καθένας με τον καημό του· βλ. και φρ. καθένας με το πρόβλημά του, λ. πρόβλημα·
- μ’ ένα πόνο, ευχή σε έγκυο γυναίκα να γεννήσει αμέσως και χωρίς προβλήματα·
- μ’ έφαγαν οι πόνοι, με κατέβαλαν οι πίκρες, οι δυστυχίες, οι στενοχώριες: «δεν αντέχω να ζω άλλο, γιατί μ’ έφαγαν οι πόνοι». (Λαϊκό τραγούδι: λαβωματιές με γέμισες και μ’ έφαγαν οι πόνοι και στη φωτιά που μ’ έριξες τίποτε δε με σώνει
- με δέρνει ο πόνος ή με δέρνουν οι πόνοι, βασανίζομαι έντονα από δυστυχίες, από στενοχώριες, από προβλήματα: «από τότε που θυμάμαι τη ζωή μου, με δέρνουν οι πόνοι». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχει χίλιους δυο καημούς δεν τονε δέρν’ ο πόνος, κι αν είναι πλούσιος ή φτωχός αυτός το ξέρει μόνος
- με πόνο, με συμπόνια, με οίκτο, με συναίσθημα συμπαράστασης. (Λαϊκό τραγούδι: τον κοιτούσαμε θλιμμένοι και με πόνο στην καρδιά, γιατί ήταν στην παρέα απ’ τα πιο καλά παιδιά
- μπρος στα κάλλη τι ’ν’ ο πόνος, βλ. λ. κάλλος·
- παίζει με τον πόνο μου, α. λέει και ξελέει πως θα με βοηθήσει, τη στιγμή που έχω άμεση ανάγκη από αυτή τη βοήθεια ή λέει και ξελέει πως θα μου δώσει κάτι, τη στιγμή που το χρειάζομαι απόλυτα: «απ’ το πρωί τον παρακαλώ να μου δώσει τ’ αυτοκίνητό του για δυο ώρες το βράδυ που το χρειάζομαι, κι αυτός παίζει με τον πόνο μου, γιατί μια λέει πως θα μου το δώσει κι ύστερα κάνει πως ξεχνάει». β. με κοροϊδεύει για κάποιο ατύχημα ή πάθημά μου: «έμαθε πως μ’ έδιωξαν απ’ τη δουλειά και παίζει με τον πόνο μου, γιατί κάθε τόσο με ειρωνεύεται»·
- πεθαίνω απ’ τον πόνο ή πεθαίνω στον πόνο, πονώ, υποφέρω πάρα πολύ: «κάθε φορά που με πιάνει το στομάχι μου, πεθαίνω απ’ τον πόνο»·
- πνίγω τον πόνο (μου), πιέζω τον εαυτό μου για να μη φανεί ο πόνος, ιδίως ο ψυχικός που νιώθω: «μόλις έμαθε τ’ άσχημα νέα, έπνιξε τον πόνο του για να μην καταλάβουν τίποτα οι άλλοι»·
- πνίγω τον πόνο μου στο πιοτό, προσπαθώ να ξεχνώ αυτό που με βασανίζει πίνοντας, μεθώντας: «απ’ τη μέρα που τον χώρισε η γυναίκα του, πνίγει τον πόνο του στο πιοτό». Πρβλ.: πίνω για να ξεχνώ τον πόνο μόνο μόνο, λέω στον ταβερνιάρη, ρετσίνα κεχριμπάρι (Τραγούδι)·
- πόνος που τον δέρνει! ή τον δέρνει ένας πόνος! νιώθει μεγάλο ψυχικό πόνο: «πρόσφατα έχασε το γιο του. -Αχ, τον καημένο, πόνος που τον δέρνει!»·
- σβήνω τον πόνο μου, τον κάνω λιγότερο έντονο, τον καταπραΰνω: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου, σβήνω τον πόνο μου στα ταξίδια». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω μαζί σου ο πόνος μου να σβήσει, πάλι η πενιά σου ζητώ να με μεθύσει
- την έπιασαν οι πόνοι, (για έγκυες γυναίκες) έφτασε η ώρα να γεννήσει: «μόλις την έπιασαν οι πόνοι, την μετέφερε ο άντρας της αμέσως στην κλινική»·
- το κρεβάτι του πόνου, βλ. λ. κρεβάτι·
- το παίρνω επί πόνου, στενοχωριέμαι υπερβολικά, δίνω μεγάλη σημασία στα λόγια ή τις ενέργειες κάποιου που στρέφονται εναντίον μου: «το πήρε πολύ επί πόνου που κάθισες και τον κατηγόρησες, χωρίς να ξέρεις πώς έγιναν τα πράγματα»·
- τον δέρνει ο πόνος, υποφέρει ψυχικά πάρα πολύ: «ακόμα τον δέρνει ο πόνος για το θάνατο του πατέρα του». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχει χίλιους δυο καημούς, δεν τονε δέρνει ο πόνος, κι αν είναι πλούσιος ή φτωχός, αυτός το ξέρει μόνος
- τον έφαγε ο πόνος ή τον έφαγαν οι πόνοι, καταβλήθηκε σωματικά ή ψυχικά: «τόσα χρόνια στην ξενιτιά, τον έφαγε ο πόνος». (Λαϊκό τραγούδι: βασανισμένο μου κορμί, σε φάγανε οι πόνοι, γιατροί δε σε γιατρεύουνε, το χρήμα δε σε σώνει
- τράβα πόνο για ομορφιά, βλ. λ. ομορφιά·
- τρελαίνομαι απ’ τον πόνο, βλ. φρ. πεθαίνω απ’ τον πόνο·
- τώρα τον έπιασε ο πόνος! λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που αρχίζει να ενδιαφέρεται για κάτι, όταν αυτό, ιδίως κακό, έχει ήδη συντελεστεί, έχει ήδη ολοκληρωθεί: «μου ’πε ο τάδε πως θα μιλήσει στο διευθυντή σου να σου φέρεται καλύτερα. -Τώρα που με απέλυσε τον έπιασε ο πόνος!»·
- τώρα τον πήρε ο πόνος! βλ. φρ. τώρα τον έπιασε ο πόνος(!)·
- ψοφώ απ’ τον πόνο ή ψοφώ στον πόνο, βλ. φρ. πεθαίνω απ’ τον πόνο.

κάλλος

κάλλος, το, ουσ. [<αρχ. κάλλος], το κάλλος. 1. η σωματική ομορφιά: «το σωματικό κάλλος πρέπει να συνοδεύεται κι από καλλιεργημένο πνεύμα». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που σου ’χα του χεριού μου για κακό του κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος, ας καεί και κάνας άλλος). 2. στον πλ. τα κάλλη, τα γυναικεία θέλγητρα: «στα νιάτα της ήταν ξακουστή για τα κάλλη της || ντύνεται πάντοτε πολύ ελαφρά για να επιδεικνύει τα κάλλη της». (Λαϊκό τραγούδι: τα κάλλη της την κάνανε σωστή τσιγγάνας γέννα και τρέλαν’ όλο το ντουνιά η Μαρία η Μανταλένα). Λέγεται και για άντρα·
- μπρος στα κάλλη τι ’ν’ ο πόνος, προκειμένου να διατηρήσει την ομορφιά της μια γυναίκα, δέχεται να υποστεί διάφορες ταλαιπωρίες (όπως αυτά που υποβάλλουν τα διάφορα ινστιτούτα καλλονής)·
- σκηνές απείρου κάλλους, λέγεται ειρωνικά για κατάσταση στην οποία επικρατεί μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη φασαρία, ιδίως από τον έντονο διαπληκτισμό ή μάλωμα κάποιων: «να δεις εσύ σκηνές απείρου κάλλους μέσα στον κινηματογράφο, όταν η γυναίκα του τον έπιασε αγκαλιά με την γκόμενά του»·
- τα πάχη μου τα κάλη μου, βλ. λ. πάχη.

κρεβάτι

κρεβάτι, το, ουσ. [<μτγν. κραβάτιον, υποκορ. του ουσ. κράβατος <λατιν. grabatus], το κρεβάτι. 1. κλίνη ξενοδοχείου ή νοσοκομείου ως μονάδα στέγασης ή περίθαλψης: «αναγκαστήκαμε να κοιμηθούμε μέσα στ’ αυτοκίνητο, γιατί δεν υπήρχε κρεβάτι σε κανένα ξενοδοχείο || πολλοί ασθενείς ήταν ξαπλωμένοι στα ράντζα, γιατί δεν υπήρχε κρεβάτι στο νοσοκομείο». 2. η σεξουαλική πράξη, η συνουσία: «για να ευχαριστηθεί κρεβάτι, πρέπει η γυναίκα να του τα δίνει όλα». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ αλισβερίσι μέσ’ στο μπαρ έχει φουντώσει κι η πόρνη ακουμπά το χρήμα στον προστάτη, οι συμφωνίες βρέχονται με ουίσκι, πριν καταλήξουν όπως πάντα στο κρεβάτι). (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- αναστέναξε το κρεβάτι, λέγεται στην περίπτωση που κάποιο ζευγάρι επιδόθηκε σε άγριο έρωτα, που είχε μάλιστα και διάρκεια: «είχαν τέτοια κέφια κι οι δυο τους, που, όταν κλείστηκαν στην γκαρσονιέρα τους, αναστέναξε το κρεβάτι». Υποκορ. κρεβατάκι, το. Μεγεθ. κρεβατάρα, η·
- βάζω στο κρεβάτι (κάποιον), τον βάζω να κοιμηθεί: «η μητέρα έβαλε στο κρεβάτι το παιδί της, γιατί είχε περάσει η ώρα»·
- γυρίζει σαν σβούρα στο κρεβάτι ή γυρίζει σαν τη σβούρα στο κρεβάτι, βλ. λ. σβούρα·
- δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι, δε σηκώνομαι, μένω συνέχεια ξαπλωμένος: «κάθε Κυριακή, μέχρι το μεσημέρι, δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι,κλειδώνω πόρτες και παράθυρα, μα πού να κλείσω μάτι
- διπλό κρεβάτι, όπου μπορούν να κοιμηθούν δυο άτομα: «το ζεύγος αγόρασε για την κρεβατοκάμαρα ένα διπλό κρεβάτι». (Λαϊκό τραγούδι: έχω μείνει αμανάτι πάνω στο διπλό κρεβάτι
- δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι, βλ. λ. θάρρος·
- είμαι στο κρεβάτι, είμαι άρρωστος, είμαι κατάκοιτος: «όσο καιρό ήμουν στο κρεβάτι, δεν ήρθε κανένας να με δει»·
- είναι ένα κρεβάτι κρέας, λέγεται ιδίως για γυναίκα που είναι πολύ χοντρή, πολύ πλαδαρή: «δεν πάει κανένας άντρας μαζί της, επειδή, όπως βλέπεις κι εσύ, είναι ένα κρεβάτι κρέας»·
- έπεσε σαν τούβλο στο κρεβάτι, βλ. λ. τούβλο·
- κάνει σαν τη χήρα στο κρεβάτι, βλ. λ. χήρα·
- κάνω καλό κρεβάτι, (και για τα δυο φύλα) συνουσιάζομαι με τέχνη, είμαι γνώστης των μυστικών του έρωτα: «η τάδε κάνει καλό κρεβάτι»·
- κάνω κρεβάτι, (και για τα δυο φύλα) συνουσιάζομαι: «χτες βράδυ έκανα κρεβάτι με την τάδε»·
- κάνω το κρεβάτι μου, βλ. φρ. στρώνω το κρεβάτι μου·
- κρεβάτι εκστρατείας, φορητό πτυσσόμενο κρεβάτι: «στην κατασκήνωση κοιμόμασταν σε κρεβάτια εκστρατείας»·
- με ρίχνει στο κρεβάτι (ενν. κάποια ασθένεια), με προσβάλλει σοβαρά, ώστε αναγκάζομαι να μείνω κλινήρης: «άρπαξα τέτοια γρίπη, που μ’ έριξε στο κρεβάτι»·
- μένω στο κρεβάτι, μένω κλινήρης λόγω αδιαθεσίας ή ασθένειας: «σήμερα δεν ένιωθα καλά κι έμεινα στο κρεβάτι»·
- μικρός (μικρή, μικρό) στο μάτι, μεγάλος (μεγάλη, μεγάλο) στο κρεβάτι, βλ. λ. μάτι·
- μόλις σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι, α. μόλις ξύπνησα: «αχ, μη μου βάζεις δύσκολα, γιατί μόλις σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι». Συνών. μόλις σηκώθηκα απ’ τον ύπνο. β. μόλις έχει αποκατασταθεί η υγεία μου: «νιώθω μια αδυναμία, γιατί μόλις σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι»·  
- μονό κρεβάτι, όπου μπορεί να κοιμηθεί ένα άτομο: «άφησε το ζευγάρι να κοιμηθεί στην κρεβατοκάμαρα κι αυτός κοιμήθηκε σ’ ένα μονό κρεβάτι»·
- μπαίνω στο κρεβάτι, βλ. συνηθέστ. πέφτω στο κρεβάτι·
- ό,τι πάρει η νύφη από μπροστά κι η λεχώνα στο κρεβάτι, βλ. λ. παίρνω·
- πέφτω ανάσκελα στο κρεβάτι ή πέφτω τ’ ανάσκελα στο κρεβάτι, αρρωσταίνω σοβαρά και μένω κλινήρης: «έπεσε ανάσκελα στο κρεβάτι, γιατί άρπαξε γερή πούντα»· βλ. και φρ. πέφτω στο κρεβάτι·
- πέφτω στο κρεβάτι, ξαπλώνω να κοιμηθώ: «μην κάνετε φασαρία, γιατί ο παππούς έπεσε στο κρεβάτι»· βλ. και φρ. πέφτω ανάσκελα στο κρεβάτι·
- πουτάνες στα κρεβάτια σας! βλ. λ. πουτάνα·
- σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι, α. ξυπνώ: «κάθε πρωί στις επτά σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι για να πάω στη δουλειά μου || τι ώρα σηκώνεσαι το πρωί απ’ το κρεβάτι;». β. αποκατασταίνεται η υγεία μου: «ήταν άρρωστος, αλλ’ απ’ ό,τι ξέρω προχτές σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι»·
- στριφογυρίζει σαν σβούρα στο κρεβάτι ή στριφογυρίζει σαν τη σβούρα στο κρεβάτι, βλ. λ. σβούρα· 
- στριφογυρίζω στο κρεβάτι, δεν μπορώ να κοιμηθώ, έχω αϋπνίες: «όλο το βράδυ στριφογύριζα στο κρεβάτι»·
- στρώνω κρεβάτι, (στη γλώσσα της αργκό) κάνω δουλειά που θα μου αποφέρει κέρδη χωρίς ιδιαίτερο κόπο, κοιτάζω πώς θα βγάλω λεφτά χωρίς να κουραστώ: «ετοιμάζω τώρα μια κομπίνα, που, αν κάτσει, στρώνω κρεβάτι για μια ζωή κι εξαφανίζομαι απ’ την πιάτσα». Αναφορά στο έθιμο του γάμου, σύμφωνα με το οποίο η μελλόνυμφη προσκαλεί συγγενείς και φίλους στο τελετουργικό στρώσιμο του γαμήλιου κρεβατιού, μέρος του οποίου είναι και το χρύσωμα ή ασήμωμα, δηλ. το πέταγμα χρημάτων επάνω σε αυτό, ως βοήθημα για τον πρώτο καιρό του ζευγαριού·
- στρώνω το κρεβάτι μου, α. τακτοποιώ το κρεβάτι μου μετά από τον ύπνο: «κάθε πρωί, πριν φύγω απ’ το σπίτι, στρώνω το κρεβάτι μου». β. ετοιμάζω το κρεβάτι μου για να κοιμηθώ: «δεν πας να στρώσεις το κρεβάτι, ρε μάνα, γιατί άρχισα να κουτουλώ;». (Λαϊκό τραγούδι: θλιμμένο δειλινό με κάνεις και πονώ. Πού είναι η αγάπη μου να στρώσει το κρεβάτι μου γλυκά να κοιμηθώ
- τη ρίχνω στο κρεβάτι, (για γυναίκες) κάνω έρωτα μαζί της, της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «μέχρι τώρα έριξα την τάδε πέντε φορές στο κρεβάτι»· βλ. και φρ. τον ρίχνω στο κρεβάτι·
- την πάω στο κρεβάτι, (για γυναίκες), βλ. συνηθέστ. τη ρίχνω στο κρεβάτι·
- το κρεβάτι του πόνου, λέγεται στην περίπτωση που ο ασθενής ταλαιπωρείται από επώδυνη αρρώστια: «τρεις μήνες βρισκόταν στο κρεβάτι του πόνου χτυπημένος από την κακιά, ώσπου πέθανε κι ησύχασε ο άνθρωπος!». (Λαϊκό τραγούδι: μες το κρεβάτι αυτό του πόνου το Χάρο να ’ρθει παρακαλώ, να με γλιτώσει, γλυκιά μου μάνα, απ’ το μαρτύριο τούτο το κρυφό
- τον ρίχνω στο κρεβάτι, (για ασθένειες) τον αρρωσταίνω, τον υποχρεώνω να μείνει κλινήρης: «η γρίπη τον έριξε στο κρεβάτι»·
- φάε αλάτι κι έλα στο κρεβάτι, βλ. λ. αλάτι·
- χίλιοι νεκροί καθόντανε στ’ αρρώστου το κρεβάτι, βλ. λ. νεκρός.

ομορφιά

ομορφιά, η, ουσ. [<μσν. ὀμορφιά <αρχ. εὐμορφία], η ομορφιά·
- γλεντώ τα νιάτα μου και την ομορφιά μου, βλ. λ. νιάτα·
- είναι στις ομορφιές της (του) ή στις ομορφιές της (του) είναι σήμερα, λέγεται για άτομο που είναι ιδιαίτερα περιποιημένο και όμορφο: «η γυναίκα σου στη δεξίωση της τάδε ήταν στις ομορφιές της || η κόρη σου στις γυμναστικές επιδείξεις ήταν στις ομορφιές της || στο χορό του συλλόγου μας ήταν στις ομορφιές του || τον είδα πριν από λίγο κι ήταν στις ομορφιές του». Όταν απευθυνόμαστε σε πρόσωπο που είναι μπροστά μας τότε, πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σήμερα: «είσαι στις ομορφιές σου σήμερα», ενώ συνήθως πιο ολοκληρωμένα ακούγεται: «μπα, μπα, τι βλέπω, είσαι στις ομορφιές σου σήμερα» ή «μπα, μπα, τι βλέπω, στις ομορφιές σου είσαι σήμερα»· 
- η βασίλισσα της ομορφιάς, βλ. λ. βασιλιάς·
- η γέφυρα της ομορφιάς, βλ. λ. γέφυρα·
- να χαρείς τα νιάτα σου και την ομορφιά σου, βλ. λ. νιάτα·
- ομορφιά μου! θαυμαστική προσφώνηση σε οικείο ή αγαπημένο πρόσωπο, άσχετα αν είναι όμορφο ή όχι: «τι έχεις, ομορφιά μου, κι είσαι στενοχωρημένη! || γιατί, ομορφιά μου, δε θέλεις να ’ρθεις μαζί μας!». (Λαϊκό τραγούδι: απλωθήκανε οι ρίζες σου βαθιά μου, ομορφιά μου,σ’ αγαπώ
- πω πω ομορφιές! λέγεται θαυμαστικά, όταν συναντούμε κάποιο φιλικό μας πρόσωπο το οποίο είναι ιδιαίτερα περιποιημένο και όμορφο·
- τράβα πόνο για ομορφιά, βλ. συνηθέστ. μπρος στα κάλλη τι ’ν’ ο πόνος, λ. κάλλος·
- χαίρομαι τα νιάτα μου και την ομορφιά μου, βλ. λ. νιάτα·
- χαραμίζω τα νιάτα μου και την ομορφιά μου, βλ. λ. νιάτα