Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πόλεμος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πόλεμος, ο, ουσ. [<αρχ. πόλεμος], ο πόλεμος. 1. η περίοδος που διαρκεί η εμπόλεμη κατάσταση: «γεννήθηκε στον πόλεμο». 2. η συντονισμένη  προσπάθεια εναντίον κάποιου ή ενάντια σε κάτι: «η εφορία εξαπέλυσε πόλεμο κατά  των φοροφυγάδων || η κυβέρνηση εξαπέλυσε πόλεμο κατά των ναρκωτικών || ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας θα ενταθεί, δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος». 3. έντονη λεκτική αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυο άτομα ή σε δυο ομάδες ατόμων: «ο πόλεμος ύβρεων μεταξύ των διαφωνούντων ανάγκασε τον πρόεδρο να διακόψει τη συνεδρίαση». (Ακολουθούν 27 φρ.)·
- ακήρυχτος πόλεμος, α. εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ δυο κρατών που δεν έχει αναγγελθεί, κηρυχθεί επίσημα: «τα δυο κράτη ταλανίζονταν χρόνια από τον ακήρυχτο πόλεμο, που είχε ξεσπάσει ανάμεσά τους». β. εχθρικές και ύπουλες ενέργειες που έχουν σκοπό να βλάψουν κάποιον: «μεταξύ των δυο οικογενειών έχει ξεσπάσει ένας ακήρυχτος πόλεμος για τα περιουσιακά»· 
- άναψε ο πόλεμος, γενικεύτηκε, πήρε μεγάλες διαστάσεις, έφτασε σε μεγάλη ένταση: «μόλις μπήκε η άνοιξη άναψε ο πόλεμος»·
- ανοίγω πόλεμο (σε κάποιον), βρίσκομαι σε συνεχή προσπάθεια για την εξουδετέρωση κάποιου: «απ’ τη μέρα που έμαθε πως ο τάδε τον κατηγόρησε, του άνοιξε πόλεμο και δε θα ησυχάσει, αν δεν τον διώξει απ’ τη δουλειά του»·
- βρόμικος πόλεμος, η χρησιμοποίηση αθέμιτων ή απάνθρωπων μέσων για την εξουδετέρωση κάποιου: «δε θα πετύχεις τίποτα με το βρόμικο πόλεμο, γιατί ο άνθρωπος είναι εγνωσμένης αξίας || ο βρόμικος πόλεμος του Βιετνάμ || ο βρόμικος πόλεμος του Ιράκ»·
- έγινε Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, έγινε μεγάλη φασαρία, προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή: «κάποιος πέταξε ένα υπονοούμενο κι όταν αρπάχτηκαν οι δυο παρέες στα χέρια, έγινε Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος μέσα στο μαγαζί». Αναφορά στο καταστροφικότατο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Συνών. έγινε αμέρικαν μπαρ / έγινε Βιετνάμ / έγινε Δευτέρα Παρουσία / έγινε η σφαγή των Αρμενίων / έγινε Λίβανος / έγινε ο χαμός του Δράμαλη / έγινε Τέξας / έγινε της Κορέας·  
- έχουμε πόλεμο, βρισκόμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση ή βρισκόμαστε σε έντονη αντιπαράθεση με κάποιον ή κάποιους: «όλοι οι νέοι τρέχουν να καταταγούν στο στρατό, γιατί έχουμε πόλεμο || με τον τάδε έχουμε πόλεμο, γιατί φερόμαστε και οι δυο ως κάτοχοι του ιδίου οικοπέδου»· βλ. και φρ. κάνουμε πόλεμο·
- ήχησαν τα τύμπανα του πολέμου, βλ. λ. τύμπανο·
- θα γίνει Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα γίνει μεγάλη φασαρία, θα προκληθεί μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή: «αν ξαναπιάσεις τ’ όνομα της οικογένειας μου στο στόμα σου, θα γίνει δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος». Συνών. θα γίνει αμέρικαν μπαρ / θα γίνει Βιετνάμ / θα γίνει Δευτέρα Παρουσία / θα γίνει η σφαγή των Αρμενίων / θα γίνει Λίβανος / θα γίνει ο χαμός του Δράμαλη / θα γίνει Τέξας / θα γίνει της Κορέας. Ακούγεται και Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος·
- ιερός πόλεμος, ο πόλεμος που γίνεται εναντίον των απίστων στο όνομα του Θεού και με την ευλογία του Θεού: «οι Παλαιστίνιοι απειλούν το Ισραήλ με ιερό πόλεμο || οι Ιρακινοί κήρυξαν ιερό πόλεμο κατά των Άγγλων και των Αμερικάνων κατακτητών»·  
- κάνουμε πόλεμο, βρισκόμαστε σε έντονο συναγωνισμό, σε έντονη άμιλλα: «κάνουμε πόλεμο μεταξύ μας για το ποιος θα παραδώσει την ποιο τέλεια δουλειά»· βλ. και φρ. έχουμε πόλεμο·
- κάνω πόλεμο, πολεμώ εναντίον κάποιου: «η Τουρκία ήθελε να κάνει πόλεμο με την Ελλάδα». (Δημοτικό τραγούδι: μήνα σε γάμο ρίχνονται (ενν. οι ντουφεκιές) μήνα σε χαροκόπι; Ουδέ σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι. Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια) ·
- μη πόλεμος! προτροπή σε κάποιους που φιλονικούν να μονοιάσουν: «αμάν, ρε παιδιά, εσείς είστε φίλοι, μη πόλεμος!». Αναφορά στη χαρακτηριστική φρ. του Αντρέα Παπανδρέου·
- μου κάνει ψυχρό πόλεμο, κρατάει απέναντί μου μια συγκαλυμμένη εχθρική στάση και χρησιμοποιεί όλα τα δυνατά μέσα να με εξουδετερώσει ή να κάμψει σταδιακά το ηθικό μου, χωρίς να έρχεται σε άμεση αντιπαράθεση ή σύγκρουση μαζί μου: «απ’ τη μέρα που πήρα προαγωγή, μου κάνει ψυχρό πόλεμο, γιατί θεωρούσε τη θέση αυτή δική του»·
- ο πόλεμος της αφίσας, βλ. λ. αφίσα·
- ο πόλεμος της μαρκίζας, βλ. λ. μαρκίζα·
- παίζω πόλεμο (με κάποιον), έρχομαι σε σύγκρουση με κάποιον, ανοίγουμε διαμάχη ή πιανόμαστε στα χέρια: «αν τολμήσει να πει έστω και μια κουβέντα, θα παίξουμε πόλεμο». Αναφορά στο παιδικό παιχνίδι του πετροπόλεμου·
- πήρε τον πόλεμο, νίκησε: «αν και ο εχθρός υπερτερούσε σε δυνάμεις, ο στρατός μας πήρε τον πόλεμο». (Λαϊκό τραγούδι: μου κέρδισες τη μάχη μου πήρες και τον πόλεμο μ’ αυτό το λάγνο βλέμμα σου το καθαρόαιμο
- πόλεμος εντυπώσεων, αντιπαράθεση δυο ατόμων ή δυο ομάδων με μόνο σκοπό τον εντυπωσιασμό της κοινής γνώμης: «κυβέρνηση και αντιπολίτευση έχουν επιδοθεί σ’ έναν πόλεμο εντυπώσεων λόγω των επικείμενων εκλογών»·
- πόλεμος λάσπης, προσπάθεια σπίλωσης ατόμου με αισχρές συκοφαντίες: «επειδή ορισμένοι δε θέλουν ν’ ανέβει ο τάδε στην ιεραρχία του κόμματος, έχουν εξαπολύσει εναντίον του πόλεμο λάσπης»·
- πόλεμος νεύρων, συνεχής προσπάθεια με τη χρήση διαφόρων ψυχολογικών μεθόδων για την κάμψη του ηθικού κάποιου: «στο τέλος απέδωσε ο πόλεμος νεύρων εναντίον του, γιατί ο τάδε, μη αντέχοντας άλλο, υπέβαλε την παραίτησή του»·
- πόλεμος χαρακωμάτων, α. που διεξάγεται μέσα από τα χαρακώματα: «ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος χαρακτηρίστηκε πόλεμος χαρακωμάτων». β. αντιπαράθεση μεταξύ δυο ατόμων ή δυο ομάδων, χωρίς άμεση ρήξη, όπου επιδιώκεται η σταδιακή φθορά του αντιπάλου: «η αντιπολίτευση έχει επιδοθεί σ’ ένα πόλεμο χαρακωμάτων, προσπαθώντας να φέρει την κυβέρνηση σε δύσκολη θέση»·
- πρώτος πόλεμος ή δεύτερος πόλεμος, για συντομία, η διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου ή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου: «στον πρώτο πόλεμο ήμουν δέκα πέντε χρονών και θυμάμαι πολλά γεγονότα || ο δεύτερος πόλεμος, όπως και ο πρώτος, προκλήθηκε απ’ τη Γερμανία»·
- του κάνει πόλεμο λάσπης, προσπαθεί να σπιλώσει άτομο για το οποίο γίνεται λόγος με αισχρές συκοφαντίες: «επειδή έχουν παλιές διαφορές, του κάνει πόλεμο λάσπης για να τον εκθέσει»·
- του κάνω πόλεμο, διάκειμαι εχθρικά απέναντί του και προσπαθώ να του κάνω κακό: «όποτε βρω ευκαιρία, του κάνω πόλεμο αυτού του ανθρώπου, γιατί είναι μεγάλος παλιάνθρωπος»·
- του κάνω πόλεμο νεύρων, με συνεχή χρήση διάφορων ψυχολογικών μεθόδων προσπαθώ να κάμψω το ηθικό του: «αν εξακολουθήσεις να του κάνεις πόλεμο νεύρων, στο τέλος θα υποκύψει». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε θα ’ρθω πάλι να στα ψάλλω, ίσως μυαλό λιγάκι να σου βάλω, τον πόλεμο των νεύρων που μου κάνεις,εσύ μικρή μου πρώτη θ’ αποκάνεις
- χάνω τον πόλεμο, α. νικιέμαι: «ευτυχώς που η ναζιστική Γερμανία έχασε τον πόλεμο». (Τραγούδι: στρατιώτη, αν θες τη μάχη μα κερδίσεις, μια κοπελίτσα κοίτα ν’ αγαπήσεις, όποιος το γυρισμό σκοπό δεν κάνει, στρατιώτη μου, τον πόλεμο τον χάνει).β. χάνω κάποια υπόθεση: «όταν η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο, έχασα τον πόλεμο κι αναγκάστηκα να τον αποζημιώσω»·
- ψυχρός πόλεμος, σύγκρουση που δεν εκδηλώνεται καθαρά, αλλά υποφώσκει, εχθρική στάση που χρησιμοποιεί όλα τα δυνατά μέσα, για να πραγματοποιήσει την εξουδετέρωση του αντιπάλου, ιδίως για να κάμψει σταδιακά το ηθικό του, χωρίς να χρησιμοποιεί ένοπλη βία: «μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ακολούθησε μεγάλη περίοδος ψυχρού πολέμου ανάμεσα στις δυο υπερδυνάμεις».

μαρκίζα

μαρκίζα, η, ουσ. [<γαλλ. marquise], η μαρκίζα·
- έχει όνομα στη μαρκίζα, (για ηθοποιούς ή τραγουδιστές) είναι διάσημος: «όπου και να πάει αυτός ο ηθοποιός όλοι τρέχουν να τον χαιρετίσουν, γιατί χρόνια έχει όνομα στη μαρκίζα». Από τη συνήθεια που επικρατεί να αναγράφουν σε αναρτημένο ταμπλό έξω από τα θέατρα και τα κέντρα διασκεδάσεως τα ονόματα των πρωταγωνιστών ή των καλλιτεχνών·  
- ο πόλεμος της μαρκίζας, ο ανταγωνισμός, οι διαφωνίες που επικρατούν για τη σειρά αναγραφής των ονομάτων των ηθοποιών ή των καλλιτεχνών στη μαρκίζα του θεάτρου ή του κέντρου διασκεδάσεως: «παραλίγο να χαλούσε το σχήμα απ’ το πρόβλημα που προέκυψε με την αναγραφή των ονομάτων των ηθοποιών έξω απ’ το θέατρο». Έχει καταγραφεί διάλυση θιάσου και καλλιτεχνικής συνεργασίας μεταξύ δυο διάσημων τραγουδιστών, γιατί διαφώνησαν στον τρόπο με τον οποίο θα παρουσιαστούν τα ονόματά τους· βλ. και φρ. έχει όνομα, λ. όνομα.  

τύμπανο

τύμπανο, το, ουσ. [<αρχ. τύμπανον], το τύμπανο· βλ. και λ. τούμπανο·
- αλλού βαρούν τα τύμπανα κι αλλού χορεύει η νύφη, βλ. λ. νύφη·
- ήχησαν τα τύμπανα του πολέμου, άρχισε ο πόλεμος: «αφού οι δυο χώρες δεν μπόρεσαν να λύσουν ειρηνικά τις διαφορές τους, ήχησαν τα τύμπανα του πολέμου»·
- μου ’σπασε τα τύμπανα, (για θορύβους) ήταν πολύ δυνατός, με ξεκούφανε, μου έσπασε τ’ αφτιά: «αυτός που πυροβόλησε στεκόταν δίπλα μου κι ο πυροβολισμός μου ’σπασε τα τύμπανα».