Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πόκα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πόκα, η, ουσ. [<αγγλ. poker], (για χαρτοπαίγνιο) είδος χαρτοπαιγνίου, που παίζεται με τριάντα δυο φύλλα: «η πόκα είναι πολύ κουμαρτζίδικο παιχνίδι». (Λαϊκό τραγούδι: ζάρια, ραμί και πόκα, κουμκάν κι εικοσιμία· αυτά με καταντήσανε φτωχό στην κοινωνία). Υποκορ. ποκίτσα, η.