Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πυρήνας
πυρήνας, ο, ουσ. [<αρχ. πυρήν (= κουκούτσι)], ο πυρήνας·
ομάδα προσώπων που αποτελούν τους δημιουργούς μιας κίνησης ή οργάνωσης: «σήμερα
η ομάδα μας παίρνει το ένα πρωτάθλημα μετά το άλλο, αλλά ο πυρήνας της
δημιουργίας της δε βρίσκεται στη ζωή || πολλοί φοβούνται πως δεν εξαρθρώθηκε ο
πυρήνας της 17 Νοέμβρη»·
- σκληρός πυρήνας, μικρή ομάδα ατόμων σε ένα σύνολο,
ιδίως πολιτικό, που τη χαρακτηρίζει αδιαλλαξία και δεν αποδέχεται καμιά αλλαγή
στην ιδεολογία: «ο σκληρός πυρήνας του κόμματος αντιτίθεται σε κάθε αλλαγή του
καταστατικού του».