Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πυκνός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πυκνός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. πυκνός], πυκνός. Επίρρ. πυκνά·
-πυκνό μυστήριο, βλ. λ.μυστήριος·
- συχνά πυκνά, βλ. λ. συχνά.