Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πυκνός
πυκνός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. πυκνός], πυκνός. Επίρρ. πυκνά·
-πυκνό
μυστήριο, βλ. λ.μυστήριος·
-
συχνά πυκνά, βλ. λ. συχνά.
πυκνός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. πυκνός], πυκνός. Επίρρ. πυκνά·
-πυκνό
μυστήριο, βλ. λ.μυστήριος·
-
συχνά πυκνά, βλ. λ. συχνά.