Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πτώση
πτώση, η, ουσ.
[<αρχ. πτῶσις <πίπτω], η πτώση·
-
μέχρι τελικής πτώσεως, μέχρι να με εγκαταλείψουν οι δυνάμεις μου, μέχρι
το τέλος: «θα τον κυνηγήσω μέχρι τελικής πτώσεως». Από την ορολογία της πάλης
και της πυγμαχίας, που δηλώνει πως ο αγώνας θα είναι νοκάουτ.